Κοινοποιείστε το άρθρο
11 Δεκεμβρίου, η Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού – υπενθύμιση για τα δικαιώματα του και τις παραβιάσεις τους
Τα παιδιά δικαιούνται να είναι παιδιά! Δικαιούνται να ζουν με ανεμελιά τα παιδικά τους χρόνια, να έχουν ελεύθερο χρόνο, να παίζουν, να μαθαίνουν, να ευχαριστιούνται!
Η Παγκόσµια ηµέρα του Παιδιού είναι αφορµή για προβληµατισµό, σχετικά µε τις ευθύνες όλων, της Πολιτείας και των πολιτών, προκειµένου να αντιµετωπίζονται τα παιδιά ως υποκείµενα δικαιωµάτων και να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την προστασία των δικαιωµάτων αυτών από τις ποικίλες παραβιάσεις που υφίστανται. Στη χώρα µας, η Ανεξάρτητη Αρχή Συνήγορος του Πολίτη, κλείνει ήδη 2,5 χρόνια θεσµοθετηµένης δράσης ως Συνήγορος του Παιδιού, έχοντας επιφορτιστεί από την Ελληνική Βουλή (ν.3094/2003) µε την αποστολή της προάσπισης και προαγωγής των δικαιωµάτων του παιδιού. Ως υπερασπιστής των ∆ικαιωµάτων του Παιδιού, ο Συνήγορος ερευνά καταγγελίες, που προέρχονται από ανηλίκους, γονείς, συγγενείς ή τρίτα πρόσωπα τα οποία έχουν άµεση αντίληψη παραβιάσεων δικαιωµάτων του παιδιού, επισκέπτεται χώρους όπου τα παιδιά εκπαιδεύονται, φιλοξενούνται, δραστηριοποιούνται ή κρατούνται, ακούει τις απόψεις των παιδιών και των επαγγελµατιών που εργάζονται µαζί τους, παρακολουθεί την εφαρµογή της ∆ιεθνούς Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (νόµος 2101/1992) και διατυπώνει νοµοθετικές και οργανωτικές προτάσεις προς την Πολιτεία. Με αφορµή την Παγκόσµια Ηµέρα του Παιδιού, ο Συνήγορος του Πολίτη συνοψίζει τις σχετικές διαπιστώσεις και προτάσεις, που έχει ήδη διατυπώσει προς την Πολιτεία, δηµοσιοποιώντας το κείµενο «Η προστασία των ∆ικαιωµάτων του Παιδιού: Επιτακτική ανάγκη ανάληψης των ευθυνών µας».
Στο κείµενο αυτό εντοπίζονται επιγραµµατικά σηµαντικές ελλείψεις της Ελληνικής διοίκησης σχετικά µε την εφαρµογή και προάσπιση των δικαιωµάτων του παιδιού στη χώρα µας. Επισηµαίνεται ότι ο Συνήγορος του Πολίτη, µε το ρόλο του ως Συνήγορος του Παιδιού, επεξεργάζεται στοιχεία και δεδοµένα που θα αποτελέσουν το περιεχόµενο Συµπληρωµατικής Έκθεσης για την Εφαρµογή της ∆ιεθνούς Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού στην Ελλάδα, στην οποία θα περιλαµβάνονται οι παρατηρήσεις και η εµπειρία της Αρχής σε σχέση µε την εφαρµογή των δικαιωµάτων του παιδιού στη σηµερινή ελληνική πραγµατικότητα.
«Η προστασία των ∆ικαιωµάτων του Παιδιού: Επιτακτική ανάγκη ανάληψης των ευθυνών µας»
Εκπληρώνοντας την αποστολή του ως Συνήγορος του Παιδιού, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει ότι στη χώρα µας απαιτείται µεγαλύτερη εγρήγορση και δράση της Ελληνικής Πολιτείας, ώστε τα παιδιά να απολαµβάνουν τα δικαιώµατα φροντίδας, προστασίας, παροχών και συµµετοχής, όπως αυτά καθιερώνονται στη ∆ιεθνή Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού. Οι σηµαντικότερες διαπιστώσεις της Αρχής συνοψίζονται ως εξής:
Τα παιδιά έχουν δικαίωµα προστασίας από κάθε µορφής κακοµεταχείριση (βία, παραµέληση, κακοποίηση) µέσα και έξω από την οικογένεια ∆Σ∆Π, άρθρο 19
• Η θέση των παιδιών στην οικογένεια, που απολαµβάνει ειδικής συνταγµατικής προστασίας, χρειάζεται µεγαλύτερη θεσµική θωράκιση και υποστήριξη. Ειδικότερα, το υφιστάµενο νοµοθετικό πλαίσιο για την προστασία των παιδιών από την ενδοοικογενειακή βία είναι ανεπαρκές1, τη στιγµή που διεθνώς έχει διαπιστωθεί ότι 1 – 2% των παιδιών γίνονται θύµατα σοβαρών µορφών κακοποίησης στην οικογένεια2, ενώ οι αποκεντρωµένες υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, για τη διάγνωση, τη συµβουλευτική, την περίθαλψη και την υποστήριξη των θυµάτων, είναι υποστελεχωµένες και χωρίς εξειδικευµένο προσωπικό. Επίσης, δεν υπάρχουν επιδηµιολογικές µελέτες που να αναδεικνύουν τα χαρακτηριστικά της κακοποίησης των παιδιών στην Ελλάδα. Αλλά και οι επαγγελµατίες υγείας και πρόνοιας που έρχονται σε άµεση επαφή µ ε τα παιδιά, χρειάζονται εκπαίδευση, ώστε να αναγνωρίζουν την κακοποίηση και να παρεµβαίνουν ανάλογα.
• Η εξαιρετικά υψηλή χρήση της σωµατικής τιµωρίας κατά την ανατροφή των παιδιών στη χώρα µας, που σύµφωνα µε ερευνητικά στοιχεία ανέρχεται περίπου στα 2/3 του συνολικού πληθυσµού, αλλά και η κοινωνική ανοχή που παρατηρείται για τη λήψη πάσης φύσεως σωφρονιστικών µέτρων από τους γονείς εις βάρος των παιδιών, καθιστούν αναγκαία τόσο την αλλαγή της σχετικής νοµοθεσίας, όσο και την προώθηση ενεργειών ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης των γονέων και ολόκληρης της κοινωνίας.
• Η ανυπαρξία ενός νοµοθετικά κατοχυρωµένου εθνικού προνοιακού συστήµατος για την προστασία του παιδιού και της οικογένειας, έχει ως αποτέλεσµα την έλλειψη επαρκών και κατάλληλων µεθόδων και δοµών στήριξης για κάθε οικογένεια σε κρίση, επιτρέποντας αποκλίσεις στον τρόπο που παρέχονται οι υπηρεσίες σε κάθε περιφέρεια, νοµαρχία και δήµο της χώρας. Όλα αυτά συχνά συνεπάγονται την αδυναµία εξυπηρέτησης των παιδιών ή ευνοούν παρεµβάσεις λειτουργών που δεν διαθέτουν την απαιτούµενη γνώση ή εξειδίκευση. Η παροχή προνοιακών υπηρεσιών πρέπει να αποτελέσει δέσµια αρµοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης, να περιγραφούν αναλυτικότερα και σαφέστερα οι αρµοδιότητες και ο τρόπος παρέµβασης των νοµαρχιακών και δηµοτικών υπηρεσιών σε θέµατα παιδικής προστασίας και να εκπαιδεύονται/επιµορφώνονται κατάλληλα όλοι οι λειτουργοί τους.
• Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθµίδων εκπαίδευσης, ερχόµενοι σε επαφή µε µαθητές που είναι θύµατα ενδο-οικογενειακής βίας ή που αντιµετωπίζουν άλλες δυσκολίες στη διαδικασία ανάπτυξής τους, συχνά δεν έχουν την κατάλληλη κατάρτιση και στήριξη για να χειριστούν τέτοια ζητήµατα και να τους κατευθύνουν προς τους αρµόδιους φορείς για την προστασία των δικαιωµάτων τους και την ουσιαστική αντιµετώπιση των δυσκολιών τους. Απουσιάζει ένα σύστηµα υποστήριξης όλων των εκπαιδευτικών µονάδων από ειδικούς επαγγελµατίες ψυχικής υγείας και πρόνοιας, ώστε να διευκολύνεται το έργο των εκπαιδευτικών και να συνδέεται µε τις υπάρχουσες υπηρεσίες της κοινότητας.
Όλα τα παιδιά έχουν δικαίωµα στην εκπαίδευση, σύµφωνα µε τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές τους. Το Κράτος πρέπει να παίρνει µέτρα ώστε τα παιδιά να γράφονται και να µην διακόπτουν στο σχολείο, να αναπτύσσουν τις ικανότητες και την προσωπικότητα τους.
Η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί και στην ανάπτυξη του σεβασµού για τα δικαιώµατα του ανθρώπου και τις θεµελιώδεις ελευθερίες ∆Σ∆Π, άρθρα 28, 29
• Το εκπαιδευτικό σύστηµα, παρά τα σηµαντικά βήµατα βελτίωσης των τελευταίων χρόνων, αδυνατεί να παράσχει σε όλα τα παιδιά τη δυνατότητα ισότιµης σχολικής φοίτησης και θεσµοθετηµένης πρακτικής για τη συγκράτηση του µαθητικού πληθυσµού τουλάχιστον µέχρι το 16ο έτος ηλικίας τους. Σηµαντικός αριθµός µαθητών (7%) διακόπτει το σχολείο πριν από την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (γυµνάσιο). Επίσης, αρκετά παιδιά µ ε ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικές µονάδες µε την κατάλληλη υποστήριξη και ειδική αγωγή, ανάλογη των αναγκών τους.
• Η εκπαίδευση των παιδιών των κοινοτήτων Ροµά (Τσιγγάνων), ιδίως εκείνων που διαµένουν σε καταυλισµούς, υστερεί ακόµη σηµαντικά. Μεγάλος αριθµός αυτών των παιδιών δεν εγγράφεται ποτέ σε σχολείο, ή παρακολουθεί για ελάχιστο χρονικό διάστηµα και ύστερα διακόπτει. Για να αποδώσουν οι προσπάθειες των οργάνων της εκπαίδευσης, πρέπει να συνδυαστούν µ ε προνοιακές υπηρεσίες, προγράµµατα οικιστικής αποκατάστασης και κοινωνικής – οικονοµικής στήριξης των Ροµά.
• Η ένταξη των αλλοδαπών µαθητών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα έχει συνδυαστεί µε σειρά µέτρων τα τελευταία χρόνια. Σηµαντικό βήµα αποτελεί η πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας, που εκδόθηκε ύστερα από πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη, και διευκρινίζει ότι όλοι οι ανήλικοι που διαµένουν στη χώρα έχουν δικαίωµα να εγγράφονται και να φοιτούν στην πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια εκπαίδευση, χωρίς όρους και περιορισµούς που να απορρέουν από την ιθαγένεια ή από το καθεστώς παραµονής των δικαιούχων ή των γονέων τους στη χώρα5. Χρειάζεται ωστόσο τα θετικά µέτρα για την υποστήριξη της ένταξης των αλλοδαπών µαθητών (τάξεις υποδοχής, φροντιστηριακά τµήµατα, διαπολιτισµικά σχολεία) να µ ην εγκαταλειφθούν και µάλιστα να ενταθούν οι προσπάθειες, ώστε να λειτουργούν ουσιαστικά υπέρ της ένταξης και της συµφιλίωσης, συνοδευόµενα από µ ια συνολικότερη εκπαίδευση κατά των διακρίσεων.
• Τα παιδιά δεν ενηµερώνονται επαρκώς για τα δικαιώµατά τους µέσα από το σχολείο. Τα αναλυτικά εκπαιδευτικά προγράµµατα δεν περιέχουν σε ικανοποιητικό βαθµό την εκπαίδευση στα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου και του Παιδιού, και µάλιστα µε διαδικασίες συµµετοχικής µάθησης, που µετατρέπουν τους µαθητές σε πρωταγωνιστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας
Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται από κάθε µορφής οικονοµική εκµετάλλευση (επαιτεία, εκπόρνευση, πορνογραφία, δουλεµπόριο) ∆Σ∆Π, άρθρο 32
• Η παιδική εργασία ακµάζει, τόσο µε τη µορφή των χείριστων µορφών παιδικής εργασίας και εκµετάλλευσης (επαιτεία, εργασία στο δρόµο, πορνεία, διακίνηση, κλπ) όσο και ως παράνοµη απασχόληση σε νόµιµα, κατά τα λοιπά, περιβάλλοντα εργασίας. Ο αριθµός των παιδιών που εργάζονται στο δρόµο έχει µειωθεί τα τελευταία χρόνια, χωρίς πάντως να είναι αµελητέος. Ο αριθµός όµως των παράνοµα και χωρίς ασφάλιση εργαζόµενων εφήβων σε επιχειρήσεις, φαίνεται να είναι εξαιρετικά υψηλός, πολλαπλάσιος του επίσηµα αναφερόµενου αριθµού των εργαζόµενων ανηλίκων (περί τις 25.000 σύµφωνα µε την Έρευνα Εργατικού ∆υναµικού της ΕΣΥΕ). Για την εκτίµηση του πραγµατικού αριθµού των εργαζοµένων ανηλίκων, χρειάζεται να γίνει σχετική έρευνα από την Πολιτεία. Οι έλεγχοι των εργοδοτών από τις αρµόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, πρέπει να συνδυάζονται µε προνοιακές υπηρεσίες που θα λαµβάνουν µέτρα στήριξης των ανηλίκων που εντοπίζονται να εργάζονται παράνοµα.
Τα παιδιά έχουν δικαίωµα να µην αποχωρίζονται από τους γονείς τους. Τα παιδιά πρόσφυγες και τα παιδιά που στερούνται το οικογενειακό τους περιβάλλον δικαιούνται ειδική προστασία και βοήθεια από το Κράτος. Τα παιδιά έχουν δικαίωµα σε ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής, που να επιτρέπει τη σωµατική, πνευµατική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή τους. Η κράτηση ενός παιδιού πρέπει να αποτελεί εξαιρετικό µέτρο. Το Κράτος πρέπει να παίρνει όλα τα κατάλληλα µέτρα για την κοινωνική επανένταξη του παιδιού – θύµατος ∆Σ∆Π, άρθρα 9, 20, 22, 27, 37, 39. • Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθµός των ανηλίκων που εισέρχονται στη χώρα µας, χωρίς να συνοδεύονται από τους γονείς τους ή άλλα πρόσωπα που έχουν την επιµέλειά τους. Οι προβλέψεις του νόµου και οι παροχές για τους ασυνόδευτους ανηλίκους κρίνονται ανεπαρκείς, καθώς σήµερα επιτρέπεται η κράτηση και η απέλασή τους όταν βρίσκονται παράνοµα στη χώρα7, ενώ για τους αιτούντες άσυλο δεν παρέχεται επαρκής φροντίδα και προστασία. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι θα πρέπει να τυγχάνουν προστατευτικής φιλοξενίας και µέριµνας, ιδιαίτερα τα παιδιά θύµατα διακίνησης – εκµετάλλευσης και τα αιτούντα άσυλο. Για όσα παιδιά κρίνεται ύστερα από έρευνα ότι είναι σκόπιµο να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ο επαναπατρισµός πρέπει να λαµβάνει χώρα σε συνεργασία µ ε τις κοινωνικές υπηρεσίες των χωρών προέλευσης και προορισµού.
Όταν η οικογένεια δεν µπορεί να φροντίσει ένα παιδί, τότε η Πολιτεία αναλαµβάνει τη φροντίδα του µε θεσµούς όπως η υιοθεσία, η φιλοξενία σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυµα ∆Σ∆Π, άρθρο 20
• Τα παιδιά που δεν µπορούν να διαµένουν µε την οικογένειά τους, επειδή το οικογενειακό πλαίσιο δεν υπάρχει ή βρίσκεται σε κρίση, πρέπει να απολαµβάνουν τη φροντίδα της Πολιτείας. Ωστόσο, τα λειτουργούντα δηµόσια ιδρύµατα παιδικής προστασίας έχουν ελάχιστο ειδικευµένο προσωπικό, δεν λειτουργεί σύστηµα πιστοποίησης, ελέγχου και χρηµατοδότησης για τους ιδιωτικούς φορείς που παρέχουν συναφείς υπηρεσίες, και απουσιάζουν ειδικές στέγες προστατευτικής φιλοξενίας για εφήβους. Ειδικότερα για τα παιδιά µ ε πολλαπλά ψυχοσυναισθηµατικά προβλήµατα και ιδιαίτερες ανάγκες θεραπείας – υποστήριξης, καθώς και για τα παιδιά µε αναπηρίες, οι υφιστάµενες δοµές είναι ως επί το πλείστον ακατάλληλες, µε αποτέλεσµα την παραµέληση και συστηµική τους κακοποίηση8.
• Ο θεσµός της αναδοχής, που σε άλλες χώρες έχει αποδειχθεί ως ένας σηµαντικός οικογενειοκεντρικός θεσµός εναλλακτικής φροντίδας και περίθαλψης των παιδιών που χρειάζεται προσωρινά να αποµακρυνθούν από το οικογενειακό τους περιβάλλον,στην Ελλάδα έχει αξιοποιηθεί ελάχιστα. Ο σχετικός νόµος 2447/1996 παραµένει στην ουσία ανεφάρµοστος, καθώς δεν έχουν ακόµη εκδοθεί τα εκεί προβλεπόµενα προεδρικά διατάγµατα που θα ρυθµίζουν το σύστηµα και τις ευθύνες των αποκεντρωµένων υπηρεσιών για την εφαρµογή του.
Τα παιδιά που συλλαµβάνονται και δικάζονται έχουν δικαίωµα να αντιµετωπίζονται µε αξιοπρέπεια και σεβασµό στην ιδιωτική τους ζωή, να ενηµερώνονται αναλυτικά σε κατανοητή γλώσσα και να έχουν νοµική βοήθεια. Η ποινική µεταχείριση πρέπει να λαµβάνει υπόψη την ηλικία τους και την ανάγκη για επανένταξή τους στην κοινωνία ∆Σ∆Π, άρθρο 40
• Ως προς την αντιµετώπιση των ανηλίκων παραβατών του νόµου, η εφαρµογή των νέων αναµορφωτικών µέτρων στην κοινότητα, εναλλακτικών του εγκλεισµού, που η πρόσφατη ποινική νοµοθεσία έχει προβλέψει (ν.3189/2003), παρουσιάζει σηµαντικά προβλήµατα. Απουσιάζουν σαφείς οδηγίες εκ µέρους του Υπουργείου ∆ικαιοσύνης για την εφαρµογή τους, οι πιστοποιηµένοι φορείς που µπορούν να αξιοποιηθούν για την εφαρµογή του (στέγες, ειδικά προγράµµατα εκπαίδευσης και υποστήριξης) και οι υπηρεσίες επιµελητών ανηλίκων είναι ακόµη υποστελεχωµένες. Σηµαντική πρόβλεψη του παραπάνω νόµου είναι η δυνατότητα του εισαγγελέα να αποφεύγει την ποινική δίωξη των ανηλίκων για ελαφρότερα αδικήµατα, επιβάλλοντας αναµορφωτικά µέτρα, που, ωστόσο, χωρίς διαθέσιµες κοινωνικές υπηρεσίες στα δικαστήρια είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθούν. Σοβαρές ελλείψεις καταγράφονται και στο πεδίο των υπηρεσιών στήριξης των ανηλίκων που αποφυλακίζονται.
• Η πρόβλεψη του νόµου για ίδρυση κοινωνικών υπηρεσιών στα πρωτοδικεία της χώρας (ν.2447/1996) δεν έχει εφαρµοστεί, µε συνέπεια να αποδυναµώνεται το έργο των δικαστικών λειτουργών, όχι µόνο στην περίπτωση της επιβολής αναµορφωτικών µέτρων αλλά και σε αυτήν της διερεύνησης και λήψης µέτρων προστασίας των ανηλίκων που είναι θύµατα διαφόρων παραβιάσεων.
Τα παιδιά έχουν δικαίωµα στην ανάπαυση, στο παιχνίδι και την ψυχαγωγία ∆Σ∆Π, άρθρο 31
• Θεµελιώδες δικαίωµα όλων των παιδιών, που στις µέρες µας παραβιάζεται λόγω του φόρτου υποχρεώσεων αλλά και της αδυναµίας των γονέων να διαθέσουν χρόνο κοντά τους, είναι το δικαίωµα στην ψυχαγωγία. Η καλύτερη αξιοποίηση των δηµόσιων χώρων, η φροντίδα της ασφάλειας των χώρων που χρησιµοποιούνται ως παιδικές χαρές, η ενίσχυση των κέντρων άθλησης και κέντρων νεότητας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την έµπρακτη απόλαυση του δικαιώµατος αυτού.
Κανείς δεν µπορεί να επεµβαίνει αυθαίρετα στην ιδιωτική ζωή των παιδιών, στην οικογένειά, την κατοικία ή την αλληλογραφία τους, ούτε να προσβάλλει την τιµή και την υπόληψή τους ∆Σ∆Π, άρθρο 16
• Η ιδιωτική ζωή, η ταυτότητα και η αξιοπρέπεια των παιδιών, και ιδιαίτερα των παιδιών – θυµάτων ή υπαίτιων εγκληµατικών πράξεων, προστατεύεται από ευρύ φάσµα διατάξεων. Ωστόσο, συχνά ανήλικοι θυµατοποιούνται από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης µε την υπερβολική παρουσίαση, την επιλεκτική έµφαση, την επανάληψη δηµοσιευµάτων ή ρεπορτάζ που αφορούν κακοποίηση ανηλίκων, τη γενίκευση µεµονωµένων περιστατικών κ.ά. Η πρακτική αυτή, που στόχο έχει περισσότερο τη συγκινησιακή φόρτιση και τον εντυπωσιασµό παρά την πληροφόρηση της κοινής γνώµης, επιβαρύνει την κατάσταση των παιδιών, επιτείνει την ψυχική αναστάτωσή τους και διαταράσσει την οµαλή ένταξή τους στην κοινωνία.
Πηγή: Συνήγορος του πολίτη – Δικαιώματα του παιδιού