Κοινοποιείστε το άρθρο
12 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Αθήνας και του Πειραιά
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 1944. Ύστερα από 1264 μέρες Κατοχής, η Αθήνα είναι και πάλι ελεύθερη. Οι Γερμανοί υποστέλλουν τη σημαία τους από την Ακρόπολη στις 9:45 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ενώ την ίδια στιγμή τμήμα του γερμανικού στρατού καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η υποστολή της ναζιστικής σημαίας θα αναδειχθεί στο συμβολικό χρονικό σημείο της Απελευθέρωσης.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών και των συμμάχων τους Βουλγάρων από την Ελλάδα είχε σημάνει λίγους μήνες νωρίτερα. H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν’ απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ’ ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα.
Πριν από την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχαν απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, ενώ από το Μάιο του 1944 είχε συγκροτηθεί η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης με το συνέδριο των Κορυσχάδων, στην Ευρυτανία. Ήδη, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ολοκληρώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ένα σχήμα στο οποίο συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι της Αριστεράς.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, στην ομώνυμη πόλη της Ιταλίας υπογράφηκε η ιστορική Συμφωνία της Καζέρτας, ανάμεσα στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Οι συνομιλίες τελούσαν υπό την επίβλεψη των Βρετανών.
Η Συμφωνία της Καζέρτας όριζε ότι όλες οι δυνάμεις των ανταρτών που δρούσαν στην Ελλάδα ετίθεντο «υπό τας διαταγάς της κυβερνήσεως εθνικής ενότητος», η οποία με την σειρά της έθετε τις δυνάμεις αυτές υπό την επίβλεψη των Βρετανών και ειδικότερα, υπό τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι. Στόχος ήταν η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα αμέσως μετά από την απελευθέρωσή της.
Στις 6 Ιουνίου, οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία και άρχισαν να περισφίγγουν τον κλοιό γύρω από τη Γερμανία μαζί τους προελαύνοντες Σοβιετικούς από την ανατολική πλευρά. Ήταν φανερό ότι οι ημέρες της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν μετρημένες.
Οι τελευταίες ημέρες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα δεν ήταν ειρηνικές και αναίμακτες. Πολιτική των κατακτητών ήταν η καταστροφή των υποδομών της χώρας. Οι 1.625 ημέρες της γερμανικής κατοχής θα ολοκληρωθούν με τον πλέον βάρβαρο τρόπο. Την παραμονή της αναχώρησής τους και κατ’ απαίτηση των δωσίλογων συνεργατών τους, είχαν επιτεθεί στην προσφυγική Καισαριανή, που αποτελούσε εστία της αντιφασιστικής αντίστασης, δολοφονώντας με απαγχονισμό τους αγωνιστές που συνέλαβαν και εκτελούν Έλληνες πατριώτες στο Δαφνί.
Το βράδυ της 12ης προς 13η Οκτωβρίου οι γερμανικές δυνάμεις αποχωρούν από την περίμετρο της πόλης καταστρέφοντας κάθε βασική υποδομή. Την ίδια στιγμή που οι δεκάδες χιλιάδες των κατοίκων βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την απελευθέρωση, τα γερμανικά στρατεύματα καταστρέφουν κάθε βιομηχανική υποδομή. Από τα εργοστάσια του Πειραιά έως το αεροδρόμιο Τατοΐου.
Γερμανικό σαμποτάζ
Η σημαντικότερη προσπάθεια των Γερμανών θα γίνει στον Πειραιά, το πρωί της 13ης Οκτωβρίου. Θα προσπαθήσουν να ανατινάξουν τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας (Πάουερ). Η Ηλεκτρική Εταιρεία παρήγε την ηλεκτρική ενέργεια για όλον τον αστικό χώρο του Λεκανοπεδίου. Οι Γερμανοί είχαν παγιδεύσει με εκρηκτικές ύλες από πριν τα κυριότερα κτήρια του Πειραιά, ώστε να μπορούν να διαχειριστούν την καταστροφή τους κεντρικά. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να κόψουν τα καλώδια, σώζοντας πολλά από τα παγιδευμένα κτήρια. Το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας το προστάτευε το 10ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στην είσοδο του εργοστασίου δέχτηκαν τα πυρά των ΕΛΑΣιτών. Η μάχη κράτησε δυόμισι ώρες και ήταν σκληρή. Οι Γερμανοί έχασαν εννέα στρατιώτες ενώ άλλοι 45 συνελήφθησαν. Ο ΕΛΑΣ είχε 11 νεκρούς. Το εργοστάσιο σώθηκε.
«Η υπογραφή του κτήνους»
Έτσι επιγράφεται το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Ελευθερία» που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή της νύκτας από τη 12η έως τη 13η Οκτωβρίου: «Καθ’ όλην τη νύκτα της Πέμπτης προς Παρασκευήν εμαίνοντο τα κακούργα ένστικτα των ούνων. Από του πολυπαθούς Πειραιώς μέχρι του Περάματος τίποτε δεν έμεινεν όρθιο. Τίποτε. Η καταστροφή είναι απερίγραπτος και είναι η μεγαλυτέρα απ’ όσας επέφεραν οι Βάρβαροι εις τον τόπον αυτόν… Συντρίμματα μόχθου εκατό ετών ηπλώθησαν εις του Βασιλειάδου, εις τα «σιλό», εις τα κρηπιδώματα, εις τας αποθήκας «Σελλ» και της «Σοκοπελ» – παντού. Πόσον μεγάλη είναι η καταστροφή και πόσον δίκαια η λύσσα μας και πόσον κολοσσιαίον το αίτημά μας διά μία ολοκληρωτικήν εκδίκησιν μόνον αν αναλογισθή κανείς ότι ο Πειραιεύς ως λιμήν δεν υφίσταται, ότι η οικονομίαν της Χώρας, ο επισιτισμός μας, η ευημερία της Αύριον υπέστησαν τεράστιον πλήγμα υπολογιζόμενα εις εκατομμύρια χρυσών λιρών -αυτά τα οποία γενεαί και γενεαί Ελλήνων εμαζεύαμε δεκάραν δεκάραν- θα ημπορέσει να εννοήσει».
Με την πλήρη αποχώρηση των Γερμανών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μια τριμελής επιτροπή για να προετοιμάσει το έδαφος για την άφιξη της εξόριστης αστικής κυβέρνησης, την οποία είχαν αναγνωρίσει το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στο Συνέδριο του Λιβάνου ως τη μοναδική κυβέρνηση του τόπου. Η περίοδος μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης δεν ήταν ομαλή και σημαδεύτηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των οργανωμένων στα Τάγματα Ασφαλείας συνεργατών των κατακτητών. Η πιο έντονη δράση των ακροδεξιών συμμοριών συνέβη την 15η Οκτωβρίου, όταν άνοιξαν πυρ στην περιοχή της Ομόνοιας κατά του πλήθους που πανηγύριζε, σκοτώνοντας επτά άτομα.
Στις έξι ημέρες που πέρασαν μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης στην Αθήνα, την εξουσία ασκούσε τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους Θεμιστοκλή Τσάτσο, Φίλιππο Μανουηλίδη και Γιάννη Ζεύγο, συνεπικουρούμενη από τον διοικητή της Αστυνομίας Αθηνών, Άγγελο Έβερτ. Δύο ημέρες αργότερα άρχισαν καταφθάνουν στην πρωτεύουσα δυνάμεις του 3ου Σώματος του βρετανικού στρατού υπό τον αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από τους Αθηναίους.
Η άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας – Ο Λόγος της Απελευθέρωσης
Η επίσημη άφιξη της Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944. Στην υποδοχή της βρέθηκε το σύνολο του αθηναϊκού λαού και τα μέλη της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν δεκτά με επευφημίες και ενθουσιασμό. Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R. Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του οποίου έχουν υπαχθεί ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ με βάση τη Συμφωνία της Καζέρτας. Η βρετανική παρουσία αποτελούσε μια διαρκή επισήμανση του ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς.
Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός σε μία συγκινητική τελετή ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και στη συνέχεια μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος που είχε γεμίσει ασφυκτικά την πλατεία Συντάγματος από τον εξώστη του Υπουργείου Οικονομικών. «Ασπαζόμεθα την ιερόν γην της Ελευθέρας Πατρίδος… Οι Βάρβαροι, αφού εβεβήλωσαν, επυρπόλησαν και εδήωσαν, επί τρία και ήμισυ έτη, πιεζόμενοι πλέον από την συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν τρέπονται εις φυγήν. Και η Κυανόλευκος κυματίζει μόνη εις την Ακρόπολιν… Από τα βάθη της Ιστορίας οι ελληνικοί αιώνες πανηγυρίζουν την επάνοδον της Ελευθερίας εις την αρχαίαν Πατρίδα της. Και στεφανώνουν την Γενεάν μας. Διότι ολόκληρος ο Λαός μας υπήρξε αγωνιστής της Ελευθερίας. Δεν ευρίσκεται ασφαλώς εις την κατεχομένην Ευρώπην άλλο παράδειγμα τόσης καθολικής αντιστάσεως και τόσης ακλονήτου αισιοδοξίας διά την τελικήν Νίκην[…]. Ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός έχει καταστή άξιος της Πατρίδος. Με το πέρασμα των καιρών, εις το περίλαμπρον έπος της Αλβανίας θα προστεθή και ο μύθος της καθολικής αντιστάσεως…» (Γεώργιος Παπανδρέου, Λόγος της Απελευθερώσεως, Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1944)
Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγος της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας.
Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. Άλλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947.
Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.
«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στον Λόγο της Απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «νέος κόσμος» τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.
Οι βδομάδες που ακολούθησαν την Απελευθέρωση κύλισαν μέσα σε μια διαρκή αναζήτηση πολιτικών ισορροπιών και ένα κλίμα πόλωσης που τροφοδοτούνταν από το διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, φανερό ήδη από το τελευταίο έτος της Κατοχής. Η αποστράτευση των αντάρτικων σωμάτων και η συγκρότηση του νέου ελληνικού στρατού αποτέλεσε το βασικότερο σημείο τριβής ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις, που οδήγησαν στα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου 1944, γνωστά ως Δεκεμβριανά και τη Συνθήκη της Βάρκιζας.
Να επισημάνουμε ότι η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα η οποία δεν γιορτάζει επίσημα την απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς αλλά την ένταξή της στον πόλεμο με το ιστορικό ΟΧΙ.