14 Απριλίου 1821: Η μάχη στο Λεβίδι Αρκαδίας

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

14 Απριλίου 1821: Η μάχη στο Λεβίδι Αρκαδίας

Πώς 5.000 Τούρκοι απέναντι σε 70 Έλληνες τράπηκαν σε φυγή

Η σημασία της νίκης στο Λεβίδι είναι μεγάλη. Η νίκη αυτή έδωσε ζωή στην επανάσταση, γιατί όταν στο ξεκίνημα του αγώνα όλα κατέρρεαν και με την πρώτη μπαταριά οι Έλληνες σκορπίζονταν, το Λεβίδι στάθηκε όρθιο και πολέμησε συγκροτημένα και με αποφασιστικότητα.

Για τον Μοριά ο Κολοκοτρώνης έχει έτοιμο το σχέδιο. Θα μεταφέρει τον ένοπλο αγώνα στο Μαίναλο, θα οργανώσει στράτευμα και θα κλείσει τους Τούρκους στα κάστρα της Πελοποννήσου. Έτσι θα μπορέσει να οργανώσει ανενόχλητος την ύπαιθρο. Στη συνέχεια θα χτυπήσει την Τριπολιτσά που ήταν το κέντρο, και τότε όλα τα υπόλοιπα κάστρα (το Ναύπλιο, ο Ακροκόρινθος, η Πάτρα κ.λπ) θα πέσουν πιο εύκολα.

Το σχέδιο προβλέπει ότι η κύρια δύναμη κάθε επαρχίας του Μοριά θα πολιορκήσει τους Τούρκους στα κατά τόπους κάστρα, ενώ θα στείλει το υπόλοιπο τμήμα της στα στρατόπεδα του ανατολικού και δυτικού Μαινάλου προκειμένου, μαζί με τα στρατόπεδα του Βαλτετσίου και των Βερβαίνων, να δημιουργήσουν κλοιό γύρω από την Τριπολιτσά. Όταν τα στρατόπεδα αυτά δυναμώσουν, θα προχωρήσουν προς την Τριπολιτσά για να την πολιορκήσουν και να την καταλάβουν, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του λαγού και του φιδιού, δηλαδή μετακίνηση στρατευμάτων από τα ψηλά στα χαμηλά.

Στο ανατολικό Μαίναλο συστήνεται στρατόπεδο στο Λεβίδι από ντόπιους Καπεταναίους με επικεφαλής τον Αλέξιο Λεβιδιώτη, από καπεταναίους της Τριπολιτσάς, των Καλαβρύτων, της Στρέζοβας, του Φίλια, και του Δάρα. Το σώμα όλων αυτών είναι περί τα τριακόσια ντουφέκια.

Σύμφωνα με το γενικότερο σχέδιο, το στρατόπεδο Λεβιδίου προβλέπεται να ενισχυθεί από την επαρχία Καλαβρύτων. Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας συμμετέχει στην πολιορκία των Πατρών και στον αποκλεισμό του Λάλα και της Γαστούνης, ενώ το υπόλοιπο τμήμα κατευθύνεται προς Κόρινθο για να βοηθήσει στην πολιορκία του Ακροκορίνθου. Εκεί αφήνουν επικεφαλής της πολιορκίας τον Αναγνώστη Πετιμεζά με σημαντική δύναμη και αναχωρούν το Μεγάλο Σάββατο. Φθάνουν στο Καλιάνι, Ψάρι και Λαύκα, κάνουν Λαμπρή και τη Δευτέρα του Πάσχα αναχωρούν για την Κανδύλα. Εκεί ενώνεται μαζί τους το ένοπλο σώμα που είχε συγκεντρώσει ο ηγούμενος της Μονής Καλλίνικος και όλοι μαζί κινούνται για το Λεβίδι, όπου φτάνουν στις 12 Απριλίου.

Ενώ όμως το σχέδιο υλοποιείται κατά γράμμα στο ανατολικό Μαίναλο, τα πράγματα αρχίζουν να μην εξελίσσονται καλά στο δυτικό Μαίναλο. Στις 4 Απριλίου ο Κολοκοτρώνης στήνει στρατόπεδο στην Πιάνα και ο Κανέλλος Δελληγιάνης στην Αλωνίσταινα, αλλά στις 6 Απριλίου ανήμερα Μεγάλη Τετάρτη, ισχυρή τουρκική δύναμη βγαίνει από την Τριπολιτσά, διαλύει τα δύο στρατόπεδα και καίει συθέμελα την Αλωνίσταινα. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων συνεχίζονται στον Κάμπο της Τριπολιτσάς, όπου ανήμερα το Πάσχα χτυπούν τις Κερασιές και τις παραδίδουν στη φωτιά.

Οι Τούρκοι, κομπάζοντας μετά τις επιτυχίες στην Πιάνα, την Αλωνίσταινα, και τις Κερασιές, ξεκινούν τις νυχτερινές ώρες της Τετάρτης της Διακαινησίμου 13 Απριλίου με δύναμη περίπου 4.500 πεζούς και 1.500 ιππείς για να χτυπήσουν το Λεβίδι. Μετά από πορεία 1 ½ ώρας το ιππικό χωρίζεται από το πεζικό με σκοπό να εισβάλλουν στο Λεβίδι από δυο μεριές. Το ξημέρωμα της Πέμπτης 14 Απριλίου το Τουρκικό πεζικό φθάνει στου Κάψια. Το φυλάκιο που είχαν οι Έλληνες πάνω στο Βουνό Μαύρη Λάκκα, μόλις είδε τους Τούρκους τουφέκισε στον αέρα ειδοποιώντας ότι καταφθάνει Τουρκική δύναμη. Οι ευρισκόμενοι στο Λεβίδι έχουν χρόνο να ετοιμαστούν. Στέλνουν αγγελιοφόρους στη Βυτίνα, την Αλωνίσταινα, το Κακούρι και τα γύρω χωριά να ειδοποιήσουν να έλθουν ενισχύσεις και καταστρώνουν το σχέδιο αμύνης της τοποθεσίας. Νομίζοντας όμως ότι φθάνουν μόνο Τούρκοι πεζοί και όχι ότι έρχονται και ιππείς από τον κάμπο, αποφασίζουν να βγουν έξω από το χωριό, να φτιάξουν ταμπούρια στη μεσημβρινοδυτική είσοδο του χωριού και να τους αποκρούσουν εκεί μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις. Σε περίπτωση που καμφθεί η άμυνα στα ταμπούρια, να συμπτυχθούν στο χωριό και να οχυρωθούν στα σπίτια, προς συνέχιση της αντίστασης.

Μόλις οι Τούρκοι πλησιάζουν σε απόσταση βολής και ανταλλάσσονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, ακούγονται φωνές ότι έρχονται Τούρκοι καβαλλαραίοι από τον κάμπο που θα τους χτυπήσουν από τα νώτα. Οι Έλληνες της μεσημβρινής πλευράς αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν και τρέπονται σε φυγή. Έτσι οι Τούρκοι μπαίνουν στο Λεβίδι και οι αγωνιστές υποχρεώνονται να καταλάβουν ορισμένα σπίτια για να αμυνθούν απ’ εκεί. Οι αμυνόμενοι μέσα στο Λεβίδι υπολογίζονται σε 50-70 άνδρες ενώ οι υπόλοιποι πιάνουν το βουνό και υψηλότερα το δάσος και μένουν εκεί αποκομμένοι. Επίσης, μερικοί άλλοι δεν προλαβαίνουν να κλεισθούν σε κανένα σπίτι και κατευθύνονται έξω από το χωριό, χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν στην πρώτη φάση της μάχης.

Μπαίνοντας στο Λεβίδι οι Τούρκοι, βρίσκουν στην εκκλησία του Προδρόμου τη γριά Γιαννού Παρασκευά την οποία αφού βασανίζουν απάνθρωπα, της βγάζουν τη γλώσσα πίσω από τον αυχένα και την αφήνουν να πεθάνει από αιμορραγία, ενώ το γέρο Ασημάκη που τρέχει να κλειστεί σε ένα από τα σπίτια τον κατακρεουργούν.

Η μάχη διεξάγεται σε δύο πολύωρες φάσεις. Το μέγα βάρος σηκώνουν οι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια στο Λεβίδι, που επιδεικνύουν απίστευτη γενναιότητα. Ο αγώνας είναι επικός. Οι σκηνές που περιγράφει με μεγάλη παραστατικότητα ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του είναι συγκλονιστικές. Οι ανταλλαγές πυρών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ανάμεσα στα σπίτια είναι λυσσώδεις, αλλά οι Τούρκοι δεν κατορθώνουν να λυγίσουν την άμυνα των λίγων Ελλήνων. Ανάβουν φωτιές για να αναγκάσουν τους αμυνόμενους σε παράδοση, αλλά εκείνοι βγαίνουν από τα φλεγόμενα σπίτια και μπαίνουν σε άλλα για να συνεχίσουν τον αγώνα. Σε κάποια στιγμή οι Τούρκοι καταλαμβάνουν ένα από τα σπίτια που κρατούσαν οι Έλληνες και στήνουν τη σημαία τους. Οι Έλληνες καταφεύγουν στο διπλανό σπίτι, χτυπούν και κόβουν το ξύλο της Τουρκικής σημαίας η οποία πέφτει κάτω και συγχρόνως σκοτώνουν τον σημαιοφόρο. Οι Τούρκοι το λαμβάνουν ως κακό οιωνό και αφήνουν τη σημαία τους κάτω. Ο αγώνας είναι τόσο σφοδρός και αμφίρροπος που ο Φωτάκος λέει χαρακτηριστικά «ο τόπος ήταν σκοτεινός από τον καπνόν της μπαρούτης και των καιομένων ξύλων των οικιών και δεν εγνώριζεν ο ένας τον άλλον διότι ανακατώθησαν Τούρκοι και Έλληνες».

Το κέντρο αντίστασης των Ελλήνων το οποίο προκαλεί τις μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους, είναι το Αργυραίικο σπίτι του Πανάγου όπου έχει κλειστεί ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες. Το σπίτι αυτό είναι μεμονωμένο και έχει ανοικτό πεδίο βολής, αλλά κυκλώνεται από τους Τούρκους. Ο Στριφτόμπολας δεν πτοείται. Ανοίγει παντού πολεμότρυπες στο σπίτι και βάζει τους συντρόφους του να πολεμούν, ενώ αυτός τους ενθαρρύνει συνεχώς. Σε κάποια στιγμή, κάθεται για λίγο στο μέσο του σπιτιού για να πάρει μερικές ανάσες και δίνει τη φροντίδα της μάχης στο Γέρο Κατριμουστάκη. Ενώ κάθεται εκεί, ένα βόλι μπαίνει από την πολεμίστρα, τον παίρνει στο λαιμό και αμέσως πέφτει νεκρός. Ο Γέρο Κατριμουστάκης, παλιός και έμπειρος κλέφτης, αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο να δειλιάσουν οι μαχόμενοι Έλληνες, πάει αμέσως δίπλα στο νεκρό Στριφτόμπολα και τον σκεπάζει με την κάπα του, λέγοντας στα παλληκάρια ότι ο καπετάνιος κοιμάται.

Η μάχη διαρκεί 4 ώρες κατά την πρώτη και δυσκολότατη φάση, αλλά συνεχίζεται με την ίδια ένταση καθώς εμφανίζονται στα γύρω υψώματα οι ενισχύσεις, φωνάζοντας ότι έρχεται ο Κολοκοτρώνης με εφτά χιλιάδες, για να εμψυχώσουν τους κλεισμένους στο Λεβίδι. Τη στιγμή αυτή το θέαμα της μάχης είναι μεγαλειώδες. Έξι χιλιάδες Τούρκοι πλημμυρίζουν το χωριό πολεμώντας 70 ήρωες, χίλιοι πεντακόσιοι περίπου Έλληνες κατεβαίνουν τρέχοντας από τα γύρω υψώματα και ορμούν ακάθεκτοι πάνω στους Τούρκους με πολεμικές ιαχές. Άλλοι διακόσιοι αγωνιστές πάνω από το Βουνό Ελληνίτσα μαζί με όσους αρχικά είχαν αποκοπεί στο δάσος αρχίζουν να πυροβολούν συγχρονισμένα και τότε, όπως λέει ο Φωτάκος, «το δάσος όλο άναψε από τα ντουφέκια». Η ατμόσφαιρα δονείται από τα πυρά, τις πολεμικές κραυγές, τον ήχο του σπαθιού, τα αφηνιασμένα άλογα. Η λαϊκή μούσα περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα με το στίχο «Τ’ είν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι; Μη να βουνά γκρεμίζουνται, μη να θεριά μαλώνουν;»

Οι Τούρκοι πανικοβάλλονται και υποχωρούν άτακτα κατά τον κάμπο, αλλά οι Έλληνες τους καταδιώκουν με μανία. Ενώ ο ήλιος δύει, ξεσπά απροσδόκητη βροχή και οι Τούρκοι γλυτώνουν από την καταδίωξη των Ελλήνων. Οι Τουρκικές απώλειες είναι βαρύτατες. Περίπου 300 νεκροί στο πεδίο της μάχης, και πάρα πολλοί τραυματίες από τους οποίους οι περισσότεροι πεθαίνουν αργότερα στην Τριπολιτσά όπου τους μεταφέρουν. Από τους Έλληνες, εκτός από το Στριφτόμπολα έπεσε και ο οπλαρχηγός Σωτήριος Σολμενίκος ή Ζαφειρόπουλος με άλλους 5-10 μαχητές.

Η σημασία της νίκης στο Λεβίδι είναι μεγάλη. Η νίκη αυτή έδωσε ζωή στην επανάσταση, γιατί όταν στο ξεκίνημα του αγώνα όλα κατέρρεαν και με την πρώτη μπαταριά οι Έλληνες σκορπίζονταν, το Λεβίδι στάθηκε όρθιο και πολέμησε συγκροτημένα και με αποφασιστικότητα. Ο συντριπτικός τρόπος με τον οποίο επετεύχθη η νίκη έδωσε θάρρος σ’ όλο τον αγωνιζόμενο Μοριά. Ο στρατευμένος λαός δοκίμασε βαθειά ικανοποίηση, στυλώθηκε, ξέπλυνε την ντροπή των προηγουμένων ατυχιών και με μεγαλύτερο θάρρος ρίχτηκε στη φωτιά του αγώνα. Η δημοτική μούσα έψαλε τη νίκη με ηρωικούς στίχους, με τους οποίους αποθανάτισε τα ονόματα των πρωταγωνιστών και των ηρώων. Παράλληλα, άρχισε να κλονίζεται το ηθικό των Τούρκων που είχαν κλεισθεί στην Τριπολιτσά.

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΣΤΡΙΦΤΟΜΠΟΛΑΣ

Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης από τα Καλάβρυτα. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου 1821.

Ο Δημήτριος Στριφτόμπολας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1778 στην Κέρτεζη Καλαβρύτων. Ήταν γιος του Αργύρη Στριφτόμπολα, εγγονός του οπλαρχηγού Δημητρίου Στριφτόμπολα και ανιψιός εκ μητρός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Οι γονείς του θέλησαν να τον μορφώσουν και τον εμπιστεύτηκαν σε αυστηρούς δασκάλους. Επιμελής ως μαθητής, ο νεαρός Δημήτριος έμαθε τα βασικά γράμματα και γι’ αυτό ονομάστηκε Αναγνώστης, όνομα το οποίο δινόταν σε όσους ήξεραν γραφή και ανάγνωση στους χαλεπούς εκείνους καιρούς.

Από το 1800 έως το 1805 εργάσθηκε ως δάσκαλος στην Ντροπολιτσά (σημερινή Τρίπολη). Τη χρονιά εκείνη σκότωσε ένα Τούρκο και πήρε τον δρόμο για τα βουνά της Λακωνίας, μαζί με τον πατέρα του Αργύρη και τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ζώντας ληστρικό βίο. Καταδιωκόμενοι συνεχώς από τους Τούρκους, κατέφυγαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκαν στον αγγλικό στρατό και διακρίθηκαν σε μάχες κατά των γαλλορώσων στο Ιόνιο.

Το 1807 ο Στριφτόμπολας μαζί με τον Κολοκοτρώνη αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο για να βοηθήσουν τον Λαλαίο τουρκαλβανό Αλιάγα ή Αλή Φαρμάκη, ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά του Αλή Πασά. Έφτασαν καθυστερημένα μετά την ήττα του Φαρμάκη και αναγκάστηκαν να καταφύγουν και πάλι στη Ζάκυνθο. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα στην Πελοπόννησο, ο Στριφτόμπολας επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα κι έγινε σωματοφύλακας του προκρίτου Ασημάκη Ζαΐμη.

Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον συντοπίτη του Σωτήρη Χαραλάμπη. Το 1821 συγκρότησε επαναστατικό σώμα, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία και την κατάληψη των Καλαβρύτων (21-26 Μαρτίου 1821). Στη συνέχεια συμμετείχε με τα παλληκάρια του στην πολιορκία της Ακροκορίνθου, που ξεκίνησε στις 27 Μαρτίου κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Λεβίδι στις 14 Απριλίου 1821.

Άφησε χήρα τη γυναίκα του, Αγγελική Στριφτομπολίνα, και ανεξακρίβωτο αριθμό παιδιών. Πάντως, ένα από τα παιδιά του, ο Γεώργιος Στριφτόμπολας, έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε μάχες της Επανάστασης. Η λαϊκή μούσα τίμησε τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα με τα παρακάτω άσματα:

Τρεις περδικούλες κάθουνται, στη μέση στο Λεβείδι
Έχουν τα νύχια κόκκινα Και τα φτερά βαμμένα,

Η μια τυράει τη Κέρτεζη, Κ’ η άλλη της Κλουκίναις
Κ’ η Τρίτη η καλλήτερη, Μυριολογάει και λέει,

Τ’ είν’ το κακό που γίνεται, Στη μέση στο Λεβείδι
Κάνε βουνά γκρεμίζονται, Κάνε στοιχιά παλεύουν.

Μήτε βουνά γκρεμίζουνται, Μήτε στοιχιά παλεύουν,
Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι.

Χίλιοι τον κρουν τη μια μεριά, Και χίλιοι από την άλλη,
Μια μπαταριά του δόκανε, Η μια μεριά κ’ άλλη,

Τρία βόλια τον επήρανε, Τα τρία φαρμακωμένα.
Το ένα τον πήρε στην καρδιά, Και τα άλλο στο πλεμόνι,

Το τρίτο το φαρμακερό, Τον πήρε στο καρύδι
Το στόμα του αίμα γέμισε, Κ’ η μύτη του φαρμάκι

Η γλώσσα του αηδονολαλεί, Σαν το χελιδονάκι,
Βρε που είσαι μπάρπα Κωνσταντή, Και ξάδελφε Βασίλη,

Και Νικολάκη γλήγωρε, Γκολφίνε αγαπημένε
Για βγάλτε τα’ αλαφρά σπαθιά, Και τα βαριά τουφέκια,

Ελάτε να με πάρετε, Απ’ των Τούρκων τα χέρια
Και αν πάτε από την Κέρτεζη, Περάστ’ από της Κλουκίναις

Κ’ ειδήτε τη γυναίκα μου, Τη μικροπαντρεμένη,
Πε της μη με καρτερή, Να μη μ’απαντυχαίνη

Να μην αλλάξη την Λαμπρή, Φλωριά να μη φορέση
Τ’εμένα με σκοτώσανε, Οι Τούρκοι Τριπολιτζιώτες.

Πήρα την πλάκα πεθερά, Τη μαύρη γης γυναίκα.
Και αυτά τα λιανολίθαρα, Πήρα γυναικαδέλφια.

###

Τρείς περδικούλες κάθονται, μωρέ, στη μέση το Λεβίδι
Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ’Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη,
κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
Κείν’ το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.

Πηγή https://korinthia.net.gr/

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like