Κοινοποιείστε το άρθρο
16 Ιουλίου 1054 μ.Χ. Το Σχίσμα των Εκκλησιών
Σαν σήμερα, στις 16 Ιουλίου του 1054, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος επισημοποιεί το Σχίσμα των Εκκλησιών και αφορίζεται από τους απεσταλμένους του Πάπα. Η φράση «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», εννοώντας το Άγιο Πνεύμα που αναγράφεται στο «Πιστεύω» δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα που οδήγησε σε αφορισμούς και θρησκευτικές ακρότητες.
Το Σχίσμα των Εκκλησιών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 11ου αιώνα όχι μόνο για τη βυζαντινή αλλά και για την ευρωπαϊκή ιστορία. Οι σχέσεις Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας ήταν ήδη τεταμένες από την εποχή του Φωτίου (867). Κλιμακώθηκαν ωστόσο το 10ο αιώνα και οδήγησαν στην περίοδο βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055) στο οριστικό σχίσμα το 1054, όταν βρέθηκαν οι κατάλληλοι πρωταγωνιστές. Πρόκειται για το Μιχαήλ A’ Κηρουλάριο (1043-1058) στον πατριαρχικό θρόνο του Βυζαντίου και τον καρδινάλιο Ουμβέρτο (Humbert de Mourmontiers). Αλαζόνες και οι δύο, με ισχυρή προσωπική άποψη που δεν άφηνε περιθώρια υποχωρητικότητας, έτρεφαν μεγάλη αντιζηλία και αναζητούσαν μόνο αφορμές για να επαναφέρουν στο προσκήνιο όλες τις διαφορές εκείνες που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες.
Στην ουσία επρόκειτο για μια σύγκρουση συμφερόντων στη νότια Ιταλία μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων. Ο Πάπας επενέβαινε σε ζητήματα επισκόπων και μητροπόλεων της περιοχής που βρίσκονταν στην αρμοδιότητα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και εξαπέλυε κατηγορίες εναντίον των ορθοδόξων, οι οποίες εξόργισαν όχι μόνο τον μέχρι τότε φιλικά διακείμενο στους Λατίνους αυτοκράτορα αλλά και τον πατριάρχη και όλο το λαό. Oι αντιδράσεις οργής, κυρίως του Κηρουλάριου, προκάλεσαν εξίσου έντονες αντιδράσεις από την πλευρά του Πάπα. Ο τελευταίος έστειλε πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη για να συζητηθούν τα προβλήματα, με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ουμβέρτο. Στις 16 Μαΐου του 1054 οι απεσταλμένοι του Πάπα μπήκαν στην Αγία Σοφία και άφησαν πάνω στην Αγία Τράπεζα μια παπική βούλλα που αναθεμάτιζε τον Πατριάρχη και τους υποστηρικτές του. Στην ίδια ενέργεια προέβη τελικά και ο αυτοκράτορας αναθεματίζοντας όλους τους υπεύθυνους. Έτσι οδηγήθηκαν στο οριστικό σχίσμα.
Aν και τα επεισόδια με τους απεσταλμένους του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη επιχειρήθηκε να ξεχαστούν, σταδιακά άρχισε να επιταχύνεται η πολιτική αποξένωση από τη Δύση. Οι Σταυροφορίες αποτέλεσαν το επισφράγισμα. Η αγριότητα και η βία των Λατίνων που κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1204 έκανε όλους να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του Σχίσματος. Η έλλειψη βοήθειας εξάλλου από τη Δύση το 1453 δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απόρροια του ίδιου γεγονότος. Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους Δυτικούς ως εχθρούς, ενώ συχνά βρίσκονταν μπροστά στο δίλημμα αν οι Δυτικοί ή οι Τούρκοι ήταν οι πιο επικίνδυνοι εχθροί.
Οι δυο βασικές διαφορές που οδήγησαν στο Σχίσμα των Εκκλησιών
Η παπική αρχή
Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν οι διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή. Ο Πάπας απαιτούσε να κρατάει τα ηνία έναντι των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας ,Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και να ασκεί κυριαρχική δικαιοδοσία πάνω τους. Από την πλευρά τους, οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική και είχε ισχύ μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης.
Οι δογματικές διαφορές
Μια ακόμα αξεπέραστη δυσκολία υπήρξε το Filioque. H διαμάχη είχε σχέση με τη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω») για το Άγιο Πνεύμα. Το επίμαχο σημείο, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νίκαιας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είχε ως εξής: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…».
Η Δυτική Εκκλησία πρόσθεσε και παράλληλα επέβαλλε τη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε το Σύμβολο της Πίστεως να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …». Η διαφορά για τους πατέρες της εκκλησίας είναι τεράστια και αλλάζει το θρησκευτικό δόγμα.
Η μεγάλη σύγκρουση των Εκκλησιών και οι αφορισμοί
Η οριστική ρήξη προήλθε από τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο (1043-1059). Με επιστολή του στον Πάπα Λέοντα Θ’ καταδικάζει τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας. Εκείνος περνώντας στην αντεπίθεση, ορίζει τον καρδινάλιο Ουμβέρτο επικεφαλής της αποστολής που θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να παραδώσει προκλητικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη μέσω των οποίων, αμφισβητούσε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Μιχαήλ και απαιτούσε να περάσουν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (σημερινής Αλβανίας).
Μετά τον θάνατο του Πάπα στις 15 Απριλίου 1054, η στάση του καρδινάλιου Ουμβέρτου έφτασε τη διαμάχη στα άκρα. Υποστήριξε ανοιχτά το παπικό πρωτείο. Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, από την πλευρά της Ανατολικής Εκκλησίας, υποστήριξε ότι ο Πάπας πρέπει να διαπραγματεύεται μαζί του ως ίσος προς ίσο και καταδίκασε όλες τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας.
Τα αίτια
Τά κύρια αίτια τού σχίσματος τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως προσδιορίζονται συνήθως ώς θεολογικά (filioque), πολιτικά (ίδρυση τού παπικού κράτους καί τής φραγκικής αυτοκρατορίας από τό Καρλομάγνο) καί εκκλησιαστικά (παπικό πρωτείο, εκκλ. έθιμα κ.λπ). Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός δέν ανταποκρίνεται βεβαίως στή διαμορφωμένη πραγματικότητα, αφού δέν μπορεί νά γίνη λόγος περί μονομερούς επιδράσεως ενός εκάστου από τά αίτια αυτά στίς σχέσεις τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως. Πράγματι, δέν υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση τών πολιτικών καί τών εκκλησιαστικών αιτίων, καίτοι, όπως θά δούμε, στήν ίδρυση τόσο τού παπικού κράτους, όσο καί τής αυτοκρατορίας τής Δύσεως υπόκειται άμεσα ή έμμεσα ώς βασική ιδέα ή θεωρία περί τού παπικού πρωτείου.
Ό αγώνας μεταξύ τών δύο εξουσιών (βασιλείς καί ιερωσύνης) είχε αρχίσει ήδη από τόν Δ΄ αιώνα τόσο στήν Ανατολή, όσο καί στή Δύση, αλλά στή μέν Ανατολή υπήρξε υποτονικός, λόγω τής διαμορφώσεως αρμονικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, ενώ στη Δύση προσέλαβε ευρύτατες διαστάσεις, λόγω κυρίως τών ιδιομόρφων πολιτικών συνθηκών καί τής ασαφούς εξουσίας τού παπικού θρόνου. Στή διαμάχη τών δύο εξουσιών ό παπικός θρόνος διαπνεόταν από τό ίδιο πνεύμα, από τό οποίο διαπνεόταν καί κατά τή διεκδίκηση τού πρωτείου εξουσίας σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Ωστόσο, τό μέν παπικό πρωτείο προβαλλόταν κυρίως στίς σχέσεις τού παπικού θρόνου πρός τίς Εκκλησίες τής Ανατολής, ενώ ή θεωρία περί τής υπαλλήλου σχέσεως τών δύο εξουσιών προβλήθηκε κυρίως πρός τούς ηγεμόνες τής Δύσεως (ψευδο-Κωνσταντίνεια δωρεά).
Πράγματι, ενώ ή παπική περί δύο εξουσιών θεωρία οδήγησε στήν ίδρυση ενός μικρού παπικού κράτους στήν Ιταλία καί υπέθαλψε τή διεκδίκηση τής υπεροχής τής παπικής έναντι τής βασιλικής εξουσίας κατά τήν περίοδο τού περί ΄΄περιβολής΄΄ αγώνα, η περί τού παπικού πρωτείου εξουσίας αξίωση κατέληξε τελικά στό σχίσμα τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054). Το γεγονός ότι καί αυτές ακόμη οί ήδη γνωστές από τόν Η΄ αιώνα θεολογικές διαφορές (filioque) χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά καί καθυστερημένα, ήτοι μετά τήν αντιπαράθεση στόν χώρο τής ιεραποστολής καί τήν οξεία ρήξη τών θρόνων τής Πρεσβυτέρας καί τής Νέας Ρώμης, υποδηλώνει ότι τό κύριο αίτιο τού μεγάλου σχίσματος τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054) πρέπει νά αναζητηθή τόσο στό παπικό πρωτείο, τό οποίο ενισχύθηκε μέ τίς ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, όσο καί στήν παπική αξίωση επιβολής του σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία.
Ή περί τό κύριο αυτό αίτιο προσθήκη καί τών λοιπών διαφορών, μικρότερης ίσως σημασίας για τήν έν λόγω εποχή, όπως λ.χ. τών θεολογικών (filioque), τών πολιτικών (ίδρυση τού παπικού κράτους, εισαγωγή ρωμαικών εκκλ. εθίμων, υποχρεωτική αγαμία τού κλήρου, τέλεση τού χρίσματος από μόνους τούς επισκόπους, περιορισμός τής Μ.Τεσσαρακοστής κατά μία εβδομάδα, τά άζυμα κ.λπ.), διηύρυνε τό υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως. Τό χάσμα όμως αυτό ήταν αποτέλεσμα μιάς μακραίωνης σειράς εκκλησιαστικών μεταβολών καί εξελίξεων, οί οποίες τόνισαν τήν υφιστάμενη διαφορότητα τού ρωμαικού καί τού ελληνικού πνεύματος καί κατέληξαν σέ μία οξεία αντίθεση μεταξύ τού συγκεντρωτικού ρωμαικού πνεύματος τού παπικού θρόνου καί τής συνοδικής συνειδήσεως τής ορθοδόξου Ανατολής.
Τό παπικό πρωτείο βασίσθηκε, όπως είδαμε, στά πρεσβεία τιμής τού θρόνου τής Ρώμης, τά οποία αναγνωρίσθηκαν εθιμικώς μέν κατά τούς τρείς πρώτους αιώνες ,αλλά κατοχυρώθηκαν κανονικώς μέ τούς κανόνες 6 τής Α΄, 3 τής Β΄ καί 28 τής Δ΄ Οικουμενικής συνόδου. Τά πρεσβεία τιμής δέν είχαν βεβαίως διοικητικό χαρακτήρα μέχρι τό τέλος τού Δ΄ αι.,αλλά καί οί λοιποί πατριαρχικοί θρόνοι Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων σέ αυτά θεμελίωσαν όλες τίς διοικητικές διεκδικήσεις τους κατά τό πρώτο ήμισυ τού Ε΄ αι., οπότε εμφανίσθηκε καί η θεωρία περί τού παπικού πρωτείου.
Τό παπικό πρωτείο ήταν όχι βεβαίως μόνο μία διεκδίκηση διοικητικής δικαιοδοσίας σέ ολόκληρη έστω τήν Εκκλησία, αλλά καί μία προοδευτικώς εξελισσόμενη παράδοση περί τής εκκλησιολογικής θεμελιώσεως τής κυριαρχικής θέσεως τού πάπα σέ ολόκληρη τήν εκκλησία,ιδιαίτερα δέ μέ τήν θεωρία γιά τή μυστική ταύτιση τής εξουσίας τού απ. Πέτρου πρός τήν εξουσία τών εκάστοτε παπών Ρώμης (papa Petrus ipse), ότι δηλαδή διά μέσου κάθε παπά ενεργεί στήν εκκλησία ό ίδιος ό απ.Πέτρος. Τήν ιδέα αυτή είχε διακηρύξει γιά πρώτη φορά, όπως είδαμε, ό παπικός αντιπρόσωπος Φίλιππος στήν Γ΄ Οικουμενική σύνοδο (431) καί είχαν τονίσει ιδιαίτερα οί πάπες Λεών Α΄ (440-461) καί Γελάσιος Α΄ (492-496) κυρίως στόν αγώνα εναντίον τού θρόνου τής Κπόλεως. Ή Ανατολή αντέδρασε μόνον όταν κατανόησε τή σοβαρότητα τής εκκλησιολογικής παρεκκλίσεως, αλλ΄ ή θεωρία περί τού θείω δικαίω παπικού πρωτείου είχε πλέον διαμορφωθή. Ή ευρύτερη απήχηση τής στή ζωή τής εκκλησίας διευκολύνθηκε από τίς ακόλουθες ιστορικές μεταβολές:
Πρώτον, από τήν υποταγή τών πατριαρχείων τής Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων) στούς Άραβες ήδη από τά μέσα τού Ζ’ αι., ή οποία κατέστησε πλέον μονοσήμαντο τόν ανταγωνισμό Πρεσβυτέρας καί Νέας Ρώμης.
Δεύτερον, από τή σταδιακή κατάρευση τής βυζαντινής κυριαρχίας στήν Ιταλία κατά τίς αρχές τού Η΄ αι., ιδιαίτερα μετά τήν κατάλυση τού εξαρχάτου τής Ραβέννας από τούς Λογγοβάρδους.
Τρίτον, από τήν κυριαρχία τού φραγκικού κράτους σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν περίοδο τού Καρλομάγνου, κατά τήν οποία αυτονομήθηκε σταδιακά ό παπικός θρόνος από τή βυζαντινή πολιτική κηδεμονία.
Τέταρτον, από τήν διαπίστωση ότι τό παπικό πρωτείο εξυπηρετούσε τό αντιβυζαντινό πνεύμα τών Φράγκων, γι΄ αυτό καί ενισχύθηκε μέ τίς εντυπωσιακές νοθείες τών ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων από τίς αρχές ήδη τού Θ΄ αιώνα.
Από τόν εναγκαλισμό όμως αυτό τού παπικού θρόνου μέ τούς Φράγκους ανεφύη στή Δύση καί τό ζήτημα τού filioque. Ή προέλευση τής διδασκαλίας περί τής εκπορεύσεως τού αγ.Πνεύματος όχι μόνο ΄΄εκ τού πατρός΄΄,αλλά ΄΄καί έκ τού Υιού΄΄(filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως μέ τίς βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες τής φραγκικής θεολογίας. Τόν Αρειανισμό είχαν δεχθή οί Βησιγότθοι, οί οποίοι πιεζόμενοι από τήν Ανατολή κατέφυγαν τελικώς στήν Ισπανία, κατ΄επέκταση δέ καί όλα σχεδόν τά άλλα γερμανικά φύλλα (Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Βουργούνδιοι, Σουηβοί κ.α.), τά οποία τελικώς απορροφήθηκαν στό Φραγκικό κράτος. Έτσι εξηγείται τό γεγονός ότι ήδη ή σύνοδος τού Τολέδο (589) εισήγαγε τελικώς το filioque καί στό σύμβολο Νικαίας-Κπόλεως.
Ή κατά τόν Η΄ αι., εισαγωγή τής καινοτομίας αυτής στό Φραγκικό κράτος ήταν συνέπεια τής αφομοιώσεως στό κράτος αυτό όλων τών αρειανικών γερμανικών φύλων, τά οποία διέθεταν μία ανεπτυγμένη θεολογία καί επηρέασαν τή γέννηση τής φραγκικής θεολογίας .Υπό τό πνεύμα αυτό ή προσθήκη τού filioque έγινε επίσημα δεκτή από τή σύνοδο τής Φραγκφούρτης (796) καί από τή σύνοδο τού Ακυίσγράνου (809). Οί ορθόδοξοι μοναχοί τής Παλαιστίνης κατηγόρησαν σέ σχετική θεολογική συζήτηση με φράγκους μοναχούς τήν προσθήκη στό σύμβολο πίστεως ώς αίρεση.
Ό πάπας Λέων Γ΄ (795-816) τήν αποδοκίμασε καί ανάρτησε δύο αργυρές πλάκες στό ναό τού αγ. Πέτρου μέ τό σύμβολο τής πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τού filioque, ενώ καταδίκασε κάθε προσθήκη ή αλλοίωση τού παραδεδομένου συμβόλου τής πίστεως. Ή επίσημη αυτή αντίδραση τού παπικού θρόνου δέν είναι βεβαίως άσχετη πρός τήν εκλογή ανατολιτικών κυρίως υποψηφίων γιά τόν παπικό θρόνο κατά τήν πρώτη περίοδο τής εικονομαχίας (727-787), αλλά ή επίδραση τής φραγκικής θεολογίας ήταν πλέον αισθητή σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν εποχή τού Καρλομάγνου. Ή περί του filioque όμως διδασκαλία υιοθετήθηκε προοδευτικά καί από λατίνους θεολόγους.
Τα γεγονότα
Το πρωί του Σαββάτου 16 Ιουλίου 1054, λίγο πριν αρχίσει η θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, τρεις ξένοι με παράξενα ρούχα μπήκαν στο Ιερό Βήμα και απέθεσαν επάνω στην Αγία Τράπεζα ένα έγγραφο και απομακρύνθηκαν. Όταν έφτασαν στον νάρθηκα φώναξαν με δυνατή φωνή: “Videat Deus et judicet” (βλέπει ο Θεός και κρίνει) και έφυγαν. Οι τρεις ξένοι, με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ουμβέρτο, ήταν απεσταλμένοι του Πάπα και το έγγραφο περιείχε βαριές κατηγορίες και έναν αναθεματισμό για τον ίδιο τον Πατριάρχη, Μιχαήλ Κηρουλάριο. Τέσσερις μέρες αργότερα η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης αναθεμάτισε με την σειρά της τους συντάκτες του εγγράφου. Την Κυριακή 24 Ιουλίου ο αναθεματισμός αναγνώστηκε επίσημα μέσα στην Αγία Σοφία.
Τα γεγονότα αυτά καταγράφηκαν στην Ιστορία ως το οριστικό Σχίσμα ανάμεσα στην Ανατολική και την Δυτική Εκκλησία. Καθώς φέτος συμπληρώνονται εννιακόσια πενήντα χρόνια από το 1054, θα αφιερώσουμε μια σειρά άρθρων στις ιστορικές συνθήκες εκείνης της εποχής, η οποία σφράγισε μια διαίρεση που δεν έχει γεφυρωθή ως τις μέρες μας. Για τις θεολογικές διαφορές και τα βαθύτερα αίτια του Σχίσματος θα μιλήσουν ασφαλώς άλλοι αρμοδιότεροι. Στα άρθρα μας θα αρκεστούμε σε μια ιστορική παρουσίαση της εποχής, ώστε να γίνη κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο επήλθε το Σχίσμα.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει τον ερευνητή ο οποίος εξετάζει τις πηγές για την δεκαετία του 1050 είναι ότι κανένας από τους σύγχρονους ή λίγο μεταγενέστερους ιστορικούς του Βυζαντίου που καλύπτουν την εποχή δεν αναφέρει ο,τιδήποτε για το Σχίσμα. Ούτε ο Ψελλός, ούτε ο Ατταλειάτης, ο Μανασής, ο Ζωναράς, κανείς. Ειδικά μάλιστα από τον Ψελλό, που συνέγραψε μια ογκώδη λεπτομερειακή Ιστορία και που είχε σφοδρή πολιτική αντιπάθεια για τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, θα περίμενε κάποιος να χρησιμοποιήση τα γεγονότα για να δυσφημήση τον αντίπαλό του. Αναφορά υπάρχει μόνο στον επικήδειο για τον Κηρουλάριο που εκφώνησε ο Ψελλός και μιλά για την ανταρσία της πρεσβυτέρας Ρώμης κατά της Νέας Ρώμης (“στασιάζει” είναι η λέξη που χρησιμοποιεί).
Φαίνεται λοιπόν ότι οι σύγχρονοι με το Σχίσμα αξιολόγησαν πολύ διαφορετικά το συμβάν από ό,τι οι ιστορικοί των επόμενων αιώνων. Για να καταλάβουμε γιατί συνέβη αυτό, θα χρειαστή να μεταφερθούμε στον ενδέκατο αιώνα και στις πολιτικές και πνευματικές συνθήκες που επικρατούσαν λίγο πριν το 1054.
Η εποχή
Το 1054 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ζούσε ακόμα στον “χρυσό αιώνα” της. Τα σύνορά της απλώνονταν στην μεγαλύτερη έκταση που είχε γνωρίσει τα τελευταία 300 χρόνια. Οι ισχυροί αντίπαλοι των προηγούμενων αιώνων, Πέρσες, Άραβες, Φράγκοι, Βούλγαροι είχαν εξοντωθή ή αποδυναμωθή σε βαθμό που να μην είναι πια απειλητικοί. Η Μακεδονική δυναστεία είχε οδηγήσει τα ρωμαϊκά λάβαρα σε διαδοχικούς θριάμβους, ανακτώντας περιοχές όπως η Κρήτη, η Κύπρος, η Αντιόχεια. Στην Ανατολή, όπως σημειώνει ο Χ. Παπασωτηρίου, το Βυζάντιο είχε επιβάλει μια “ηγεμονική ειρήνη”. Για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις αιώνες οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας ήταν ασφαλείς από εξωτερικές εισβολές, καθώς τα σύνορα έφταναν και πάλι ως πέρα από τον Ευφράτη. Από τον δέκατο αιώνα η αραβική αυτοκρατορία είχε αρχίσει να διασπάται και να παρακμάζη. Ήδη από το 929 ο εμίρης της Ισπανίας είχε αυτοανακηρυχθή χαλίφης, δημιουργώντας ένα αντίπαλο πολιτικό κέντρο σε σχέση με την Βαγδάτη. Στην διάρκεια του δέκατου αιώνα η Συρία, η Αραβία και η Αίγυπτος έγιναν αυτόνομες. Το μεγαλύτερο από αυτά τα κράτη το ίδρυσαν οι Φατιμίδες στην Αίγυπτο εγκαθιστώντας αντίζηλο χαλιφάτο με έδρα το Κάϊρο (τo 969) που ηρνείτο την νομιμότητα της Βαγδάτης. Με τον καιρό, το Κάϊρο ξεπέρασε την Βαγδάτη σε πλούτο και δύναμη, χωρίς όμως να απειλήση βυζαντινά εδάφη.
Το ίδιο ίσχυε και στα Βαλκάνια. Με την καθυπόταξη της Βουλγαρικής εξέγερσης το 1018, η Κωνσταντινούπολη είχε επιβάλει την εξουσία της μέχρι το Δούναβη και την Αδριατική θάλασσα.
Στην Δυτική Ευρώπη, οι επιδρομές των Βίκινγκς και των Μαγυάρων κατά τον δέκατο αιώνα είχαν καταστρέψει κάθε υπόλειμμα της ενιαίας Φραγκικής Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Απειράριθμοι δούκες και ρήγες ανεξαρτητοποιήθηκαν και επέβαλαν την κυριαρχία τους στις εκτάσεις που κατείχαν. Μόνο σταδιακά στην διάρκεια του ενδέκατου και του δωδέκατου αιώνα κάποιοι από αυτούς θα δημιουργήσουν ισχυρότερα κράτη.
Με λίγα λόγια, το Βυζάντιο είχε αναδειχθή στην κύρια υπερδύναμη του γνωστού κόσμου. Όπως το συνόψισε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος (1042-55), “ηρεμεί μεν το αντίπαλον, ειρηνεύει δε το υπήκοον, πολλή δε γαλήνη τα των Ρωμαίων κατέχει και ουδέν εστι το καθέλκον τας ημετέρας φροντίδας”. Μάλιστα η ψευδαίσθηση της “διαρκούς ειρήνης” που εξαπλώθηκε στην βυζαντινή κοινωνία επέτρεψε την αποστράτευση του πληθυσμού και οδήγησε στην παραμέληση του στρατού και στην ανάπτυξη μισθοφορικών δυνάμεων, με δυσάρεστες συνέπειες αργότερα.
Είναι μια εποχή μεγάλης ευημερίας και πολιτιστικής ανόδου. Ιδρύονται νέες σχολές, όπως η Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης με πρώτο καθηγητή τον Ξιφιλίνο, νέα μοναστήρια, γηροκομεία, πτωχοτροφεία, κλπ. Στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διδάσκει ο Μιχαήλ Ψελλός, από τα πολυμαθέστερα πνεύματα όλων των Μέσων Χρόνων. Από την περίοδο αυτή σώζονται τα έξοχα δείγματα εικονογραφίας στα ψηφιδωτά της Μονής του οσίου Λουκά στην Βοιωτία, της Νέας Μονής της Χίου και στις τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας Αχρίδος. Είναι επίσης εποχή μεγάλης πνευματικής ακμής. Από το 963 αρχίζουν να ιδρύονται τα μοναστήρια του Αγίου Όρους που θα εξελιχθούν σε μέγιστο πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Νείλος ιδρύει την περίφημη μονή της Κρυπτοφέρης (Grottaferrata) 15 μίλια νότια της Ρώμης. Στις πρώτες δεκαετίες του ενδέκατου αιώνα δεσπόζει η μορφή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο μαθητής και βιογράφος του άγιος Νικήτας Στηθάτος θα λάβει μέρος στις συζητήσεις με τους Λατίνους το 1054.
Αντίθετα, στην Δύση, τα χρόνια πριν το 1050 έχουν δίκαια αποκληθή “ο επαναβαρβαρισμός της Ευρώπης”. Οι αδιάκοπες επιδρομές των Βίκινγκς και των Μαγυάρων τον δέκατο αιώνα κατέστρεψαν όχι μόνο την οικονομία αλλά και τις λιγοστές πόλεις και τα δίκτυα συγκοινωνίας. Οι πληθυσμοί συσσωρεύτηκαν σε πυκνοκατοικημένα αυτάρκη χωριά με μόνη έγνοιά τους την φυσική επιβίωση. Δεν μπορεί να γίνη κανένας λόγος για πολιτιστική δημιουργία. Η δυτική εκκλησία είχε πέσει σε ύψιστη παρακμή, καθώς η σιμωνία και η ανηθικότητα γενικεύτηκαν και πολλοί (επισήμως) άγαμοι κληρικοί συζούσαν με γυναίκες. Σε όλη την φραγκοκρατούμενη Ευρώπη η εκκλησία είχε εκκοσμικευθή.
Η εκκλησιαστική περιουσία είχε κατασχεθή από τα χρόνια του Πιπίνου και του Καρλομάγνου και είχε διανεμηθή στους έμπιστους αυλικούς τους. Με την υπαγωγή της στο φεουδαρχικό σύστημα, τόσο τα αξιώματα όσο και η περιουσία μοιράζονταν από τον τοπικό φεουδάρχη, ο οποίος προέβαινε και στις χειροτονίες των κληρικών όλων των βαθμών. Ένα διάσημο παράδειγμα του ξεπεσμού ακόμη και του επισκοπικού θρόνου προσφέρει η αφήγηση του υποκόμη της Ναρβόννης (Γαλλία), Βερενγκάρ, στην Σύνοδο της Τουλούζης σχετικά με την εξαγορά της αρχιεπισκοπής της Ναρβόννης: “Όταν ο θείος μου, ο αρχιεπίσκοπος Ναρβόννης πέθανε, ο κόμης Βίλφρεντ της Κερντάνα, συγγενής της συζύγου μου, ήρθε στη Ναρβόννη και πλησίασε τους γονείς μου και εμένα για να κερδίση την αρχιεπισκοπή για το γιό του που ήταν τότε δέκα χρονών. Και πρόσφερε ένα τεράστιο δώρο εκατό χιλιάδων solidi στον πατέρα μου […] Τη δώσαμε στο γιό του Βίλφρεντ […] και εγκαταστάθηκε στον καθεδρικό ναό και αύξανε σε ηλικία […] Αλλά στην συνέχεια, απροσδόκητα, […] ξεκίνησε έναν άγριο πόλεμο εναντίον μου με πολύ στρατό…”
Με όλα αυτά, δεν είναι καθόλου παράξενο που η Κωνσταντινούπολη δείχνει σχετική αδιαφορία για τις εξελίξεις στην κατακερματισμένη Δύση. Καθώς μάλιστα η παπική έδρα είχε γίνει αντικείμενο σκληρής διαμάχης μεταξύ των αριστοκρατικών οικογενειών της Ρώμης (αρχικά) και Ρωμαίων και Φράγκων (στην συνέχεια), οι εναλλαγές στον θρόνο ήταν τόσο συχνές που ενίσχυαν την αδιαφορία της Βασιλεύουσας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι λίγα χρόνια πριν το 1054 υπήρχαν στην Ρώμη ταυτόχρονα τρεις αυτοαποκαλούμενοι Πάπες. Συνεπώς, όπως σημειώνουν έγκυροι ιστορικοί, ήταν μάλλον αδύνατο για το Πατριαρχείο να λάβη πολύ σοβαρά υπόψη την συμπεριφορά του καρδινάλιου Ουμβέρτου το 1054.
Ο ενδέκατος αιώνας, όμως, ήταν και αιώνας βαθύτατων αλλαγών τόσο στο Βυζάντιο όσο και στην Δύση. Ήδη στα μέσα του αιώνα άρχισαν να γίνονται αισθητά τα σημάδια της μεγάλης κρίσης που θα οδηγούσε στην οριστική παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αλλεπάλληλοι ανίκανοι αυτοκράτορες διασπάθισαν τα τεράστια πλεονάσματα που είχε συγκεντρώσει στο Δημόσιο Ταμείο ο Βασίλειος Β’ πεθαίνοντας το 1025. Νέοι εχθροί ήρθαν να αντικαταστήσουν τους παλιούς και να επιφέρουν βαριά πλήγματα στο κράτος. Οι αρχικές επιδρομές των νομάδων Σελτζούκων μετατράπηκαν σταδιακά σε μονιμότερη παρουσία στα σύνορα του Βυζαντίου. Το 1054 πολιόρκησαν την στρατηγική πόλη του Ματζικέρτ. Απέτυχαν, αλλά 17 χρόνια αργότερα ήταν πολύ πιο επιτυχείς. Καταλαμβάνοντας το 1055 τη Βαγδάτη, ιστορική πρωτεύουσα των Αράβων, εδραιώνουν την κυριαρχία τους και παύουν πια να είναι ένας συνήθης νομαδικός επιδρομέας.
Αντίστοιχα στην Δύση εμφανίζεται ένας νέος σημαντικός παράγοντας που θα διαδραματίση καταλυτικό ρόλο στα γεγονότα του 1054. Είναι οι Νορμανδοί, οι οποίοι πρωτοήλθαν στην νότια Ιταλία ως μισθοφόροι το 1016. Το 1041 κατέλαβαν για λογαριασμό τους την Μέλφη και άρχισαν να επεκτείνονται αυτόνομα, απειλώντας τόσο τις παπικές κτήσεις όσο και τα βυζαντινά εδάφη. (Στην βυζαντινή αυτοκρατορία εξακολουθούσε να ανήκη το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας Ιταλίας).
Στην Ρώμη, ο 11ος αιώνας έχει μείνει στην Ιστορία ως ο αιώνας της μεγάλης Παπικής μεταρρύθμισης, η οποία καθόρισε τον χαρακτήρα της παπικής εκκλησίας μέχρι σήμερα. Η μεταρρύθμιση αποτελούσε τον καρπό ενός πλατύτερου κινήματος και υλοποιήθηκε την δεκαετία του 1070 από τον Πάπα Γρηγόριο Ζ’. Οι μεταρρυθμιστικές ιδέες, όμως, είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν ο Γρηγόριος, που τότε ονομαζόταν Χίλντεμπραντ, υπηρετούσε ως αρχιγραμματέας στην Παπική Έδρα. Μεταξύ των ιδεών που πρόβαλλε η μεταρρύθμιση ήταν η υποταγή όλης της Χριστιανοσύνης στον Πάπα. Αυτό σήμαινε υποταγή όχι μόνο των άλλων Πατριαρχείων, αλλά ακόμη και της κοσμικής εξουσίας. Όταν ο Γρηγόριος Ζ’ προώθησε την τελευταία άποψη, οδηγήθηκε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τον Γερμανό ηγεμόνα κατά την δεκαετία του 1070. Η σύγκρουση, γνωστή ως “έρις της περιβολής”, σημάδεψε την δυτικοευρωπαϊκή Ιστορία, τόσο ως γεγονός όσο και διότι έδωσε το έναυσμα για σύνθετους προβληματισμούς πολιτικής φιλοσοφίας πάνω στην σχέση κράτους – εκκλησίας.
Την δεκαετία του 1050, πάντως, δεν είχαν εκδηλωθή στην πλήρη έκτασή τους οι παπικές βλέψεις. Οι αρχικές μεταρρυθμίσεις αφορούσαν την εκκλησιαστική διοίκηση και την ηθική του κλήρου. Η διοίκηση αναδιοργανώθηκε σύμφωνα με το μοναρχικό πρότυπο, απομακρυνόμενη από το συνοδικό σύστημα, αντανακλώντας ίσως το γεγονός ότι όλοι οι μεταρρυθμιστές ήταν Γερμανοί και όχι Ρωμαίοι. Ο Πάπας απαίτησε αναγνώριση της οικουμενικής εξουσίας του με δικαιοδοσίες απόλυτης φύσεως. Σε μια πρώτη εφαρμογή της αξίωσής του το 1050 καθήρεσε τον αρχιεπίσκοπο Σιπόντου της Απουλίας, ο οποίος ανήκε στην Κωνσταντινούπολη, και κατήργησε την αρχιεπισκοπή, υπαγάγοντάς την στην παπική δικαιοδοσία. Ήταν η πρώτη επίδειξη δύναμης των μεταρρυθμιστών. Σημειώνεται ότι στις περιοχές όπου επεξέτεινε την κυριαρχία του ο Πάπας, η περιουσία των ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών απαλλοτριωνόταν υπέρ των Λατίνων και εγκαθίσταντο μόνον Λατίνοι επίσκοποι.
Η μεταρρύθμιση άγγιξε όλες τις πλευρές της εκκλησιαστικής ζωής στην Δύση, ακόμη και τον μοναχισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή την εποχή κατασυκοφαντούνται οι Βενεδικτίνοι μοναχοί, που ακολουθούσαν το τυπικό του αγίου (και για τους Ορθοδόξους) Βενεδίκτου, ενώ εμφανίζονται τα νέα, αποκλειστικά δυτικά, τάγματα των Κλουνιακών, των Κιστερσιανών και αργότερα των Δομηνικανών τα οποία απομακρύνονται εντελώς από την ησυχαστική παράδοση της Ανατολής. Η νεότερη έρευνα, πάντως, τείνει να αποκαταστήση την εικόνα των Βενεδικτίνων, οι οποίοι, προφανώς, έπεσαν θύματα της προπαγάνδας των μεταρρυθμιστών, μετά την κατάληψη του παπικού θρόνου.
Ταυτόχρονα, με την μεταρρύθμιση η εκκλησιαστική εξουσία αυτονομήθηκε από την κοινωνία: ο λαός της Ρώμης αποκλείστηκε από την εκλογή του Πάπα, με το Dictatus Papae του Νικολάου Β’ το 1059, ενώ επιβλήθηκε αυστηρά η αγαμία του κλήρου, ώστε να δημιουργηθή μια πνευματική ελίτ αποκομμένη από τον λαό. Το Σχίσμα του 1054 μπορεί να ειδωθή ως η αναπόφευκτη σύγκρουση των μεταρρυθμιστών με την Ανατολική Εκκλησία, όταν αυτοί θέλησαν να επιβάλουν τις νέες αξιώσεις τους στο σύνολο της Χριστιανοσύνης.
Τα στάδια του Σχίσματος
Το Σχίσμα ήταν στην πραγματικότητα σταδιακό. Ωστόσο, επηρεασμένοι από την παπική προπαγάνδα πολλών αιώνων, ο ιστορικοί συνήθως ανατρέχουν σε “σχίσματα” του 5ου, του 7ου και κυρίως του 9ου αιώνα (επί Φωτίου) τα οποία δεν συνέβησαν ποτέ. Στις μέρες μας, χάρη στις σημαντικές έρευνες του F. Dvornik και του Π. Ι. Ρωμανίδη, αποκαθίσταται σταδιακά η αλήθεια. Έτσι τα στάδια που οδήγησαν στο Σχίσμα του 1054 δεν ήταν η εικονομαχική στάση της Κωνσταντινούπολης τον 8ο αιώνα, ούτε κάποιος μυθικός αφορισμός του Φωτίου τον 9ο αιώνα. Όλα αυτά, όπως και προηγούμενες διαφορές, επιλύθηκαν με την πάροδο του χρόνου και επικυρώθηκαν επίσημα σε Συνόδους με τη συμμετοχή τόσο των Ανατολικών Πατριαρχείων όσο και του Πάπα. Τα πραγματικά στάδια που οδήγησαν στο 1054 ήταν τα ακόλουθα τέσσερα:
Το πρώτο βήμα έγινε το 794 όταν οι Φράγκοι επί Καρλομάγνου συγκάλεσαν τη Σύνοδο της Φραγκφούρτης η οποία απέρριψε την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο του 787. Έτσι η Φραγκική Εκκλησία διαφοροποιήθηκε από την υπόλοιπη Χριστιανική Εκκλησία. Στη συνέχεια, το 809, οι Φράγκοι επισημοποίησαν το φιλιόκβε, στη Σύνοδο του Άαχεν, εισάγοντας έτσι στο Σύμβολο της Πίστεως μια δογματική διαφορά με την υπόλοιπη ενωμένη Εκκλησία. Η κίνησή τους βέβαια απορρίφθηκε σθεναρά από τον Πάπα Λέοντα Γ’. Η απόρριψη επαναλήφθηκε επίσημα στη θεωρούμενη Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο του 879. Η Εκκλησία των πέντε Πατριαρχείων παρέμενε ενωμένη τον ένατο αιώνα, αλλά η Εκκλησία των Φράγκων, οι οποίοι κατείχαν μεγάλο τμήμα της Δυτικής Ευρώπης είχε αποσχιστεί.
Το δεύτερο βήμα έγινε το 962 όταν ο Σάξονας βασιλιάς Όθων Α΄ κατέβηκε με το στρατό του στη Ρώμη, επεμβαίνοντας σε μια τοπική διαμάχη, και ανάγκασε τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ’ να τον στέψη αυτοκράτορα. Για να εξασφαλίση την υποταγή του εκάστοτε Πάπα, ο Όθων θεσμοθέτησε ότι όλοι οι μελλοντικοί Πάπες θα έπρεπε να του ορκιστούν πίστη και υποταγή πριν ανέλθουν στο θρόνο. Συνεπώς οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν πλέον να εκλέγουν τον Πάπα χωρίς Γερμανική έγκριση. Ο πάπας Ιωάννης ΙΒ’ δεν δέχθηκε αυτή την αξίωση και ο Όθων συγκάλεσε σύνοδο Ιταλών επισκόπων τους οποίους “έπεισε” να εκθρονίσουν τον Ιωάννη και να εκλέξουν το δικό του υποψήφιο, το 963. Έτσι ο Πάπας μετατράπηκε σε όργανο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Τα επόμενα εκατό χρόνια, οι 21 από τους 25 Πάπες επιλέχθηκαν από τον Γερμανό βασιλιά. Η αντίδραση των Ρωμαίων αυτό τον αιώνα, από τον Όθωνα ως το 1054, ήταν η γνώριμη αντίδραση κάθε λαού υπό κατοχή: κάποιοι έγιναν συνεργάτες των Γερμανών και κάποιοι έγιναν αντιστασιακοί. Μια και η κατοχή αυτή δεν έληξε ποτέ, και την ιστορία την έγραψαν οι νικητές, τα χρόνια αυτά έχουν μείνει στην ιστορία ως χρόνια παρακμής του παπικού θρόνου και ειδικά ο πάπας Ιωάννης ΙΒ’ θεωρείται από τους πλέον “ανήθικους” πάπες της Ιστορίας…
Το λογικό τρίτο βήμα ήταν η οριστική εκδίωξη των Ρωμαίων από τον Παπικό θρόνο και η αντικατάστασή τους με Γερμανούς. Εξαιτίας της αντίστασης των Ρωμαίων, απαιτήθηκαν αρκετά χρόνια για να γίνει αυτό το βήμα. To 996 ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Γ’ τοποθέτησε τον πρώτο Γερμανό Πάπα, τον νεαρό ξάδερφό του Μπρούνο, ως Γρηγόριο Ε’. Ο νέος Πάπας δεν αναγνωρίστηκε από την Κωνσταντινούπολη, είτε επειδή πρόσθετε το φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως είτε επειδή δεν θέλησε να στείλη Συστατική Επιστολή εκεί. Σύντομα εκδιώχθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι εξέλεξαν ένα Ρωμηό, τον Ιωάννη Φιλάγαθο. Αυτός έστειλε Συστατική Επιστολή στην Κωνσταντινούπολη και αναγνωρίστηκε από αυτήν. Ο Όθων εξοργισμένος πήγε στη Ρώμη και απεκατέστησε τον Γρηγόριο, αφού συνέλαβε και ακρωτηρίασε τον Ιωάννη. Όταν πέθανε ο Γρηγόριος, ο Όθων τοποθέτησε τον πρώτο Γάλλο Πάπα, τον Ζερμπέρ ντ’ Ωριλάκ, ως Σίλβεστρο Β’, ο οποίος επίσης δεν καταγράφηκε στα δίπτυχα της Κωνσταντινούπολης.
Ο τελευταίος Ορθόδοξος Πάπας παραιτήθηκε (για άγνωστους λόγους) το 1009. Αυτή είναι και η τελευταία, μέχρι σήμερα, χρονιά στην οποία αναφέρεται το όνομα του Πάπα στα δίπτυχα της Κωνσταντινούπολης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι από τότε οι Γερμανοί πάπες αντικατέστησαν οριστικά τους Ρωμαίους. Φαίνεται ότι αυτή η άποψη δεν ευσταθεί, διότι και στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες υπήρχαν Ρωμαίοι πάπες. Όπως, όμως, διαπίστωσε ο Π. Ι. Ρωμανίδης, προέρχονταν από απολύτως γερμανόφιλες οικογένειες και γι’ αυτό εισήγαγαν επίσημα το φιλιόκβε στην Εκκλησία της Ρώμης από το 1014. Αργότερα, η γερμανοκρατούμενη πλέον παπική Εκκλησία αναγνώρισε ως “άγιο” τον βασιλιά Ερρίκο Β’ (1002-1024) ο οποίος πέτυχε την οριστική εκδίωξη των ορθόδοξων Ρωμαίων από τον παπικό θρόνο και την εισαγωγή του φιλιόκβε. Μετά από διακόσια χρόνια προσπάθειας, η προσθήκη του φιλιόκβε στην Εκκλησία της Ρώμης αντιπροσώπευε το θρίαμβο της Γερμανικής πολιτικής εκεί.
Το τέταρτο βήμα ήταν τα γεγονότα του 1046-49 στη Ρώμη. Λόγω της σύγκρουσης γερμανόφιλων και αντιστασιακών, το 1046 υπήρχαν ταυτόχρονα τρεις Πάπες. Ο Γερμανός βασιλιάς Ερρίκος Γ’ κατέβηκε στη Ρώμη, εκδίωξε και τους τρεις και τοποθέτησε τον δικό του εκλεκτό, ο οποίος όμως πέθανε σε λιγότερο από ένα χρόνο. Ο Ερρίκος τοποθέτησε έναν δεύτερο, που έζησε μόνο 23 ημέρες. Υπάρχει η υπόνοια ότι και οι δυο έπεσαν θύματα της ρωμαϊκής αντίστασης κατά των Γερμανών. Ο τρίτος που διορίστηκε από τον Ερρίκο, ο ξάδερφός του Λέων Θ’, ήταν πιο τυχερός και επί των ημερών του στάλθηκε η κρίσιμη αντιπροσωπεία με τον Ουμβέρτο στην Κωνσταντινούπολη το 1054.
Το Καλοκαίρι του 1054
Τα γεγονότα του 1054 είχαν ως άμεση αφορμή τις στρατιωτικές εξελίξεις στη Νότια Ιταλία, όταν ανατράπηκε η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του Παπικού κράτους, των Βυζαντινών και των Νορμανδών, εξαιτίας της προέλασης των τελευταίων. Οι τριβές, πάντως, είχαν αρχίσει από το 1050, όταν ο Πάπας διόρισε αρχιεπίσκοπο Σικελίας τον καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον μετέπειτα απεσταλμένο στη μοιραία πρεσβεία του 1054, ενώ η Σικελία ανήκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και δεν είχε κατακτηθεί (ακόμη) από τους Νορμανδούς. Σε αντίποινα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος πήρε μέτρα κατά των λατινικών εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης και παρότρυνε τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα να εκθέση γραπτώς τις λατινικές πλάνες το 1053. Η νεώτερη έρευνα, πάντως, δεν δέχεται ότι ο Πατριάρχης έκλεισε τις λατινικές εκκλησίες της Πόλης, όπως πιστευόταν μέχρι πρόσφατα. Όταν ο Ουμβέρτος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1054 προέβη σε μεταρρυθμίσεις των εθίμων ορισμένων Εκκλησιών εκεί, άρα, προφανώς, οι λατινικές Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να παρέμεναν ανοικτές.
Στη διάρκεια του 1053 σημειώθηκαν ραγδαίες στρατιωτικές εξελίξεις στην Ιταλία. Αρχικά ο Πάπας Λέων δεν είχε πρόβλημα με τις συνεχείς κατακτήσεις των Νορμανδών, αφού αυτοί ανήκαν στη Λατινική Εκκλησία. Όταν όμως άρχισαν να πλησιάζουν προς τη Ρώμη, θορυβήθηκε και προσπάθησε να συνάψη συμμαχία με την Κωνσταντινούπολη, η οποία επίσης είχε συμφέρον να ανακοπούν οι Νορμανδοί. Πριν καταφέρουν να συναντηθούν οι δυο συμμαχικοί στρατοί, οι Νορμανδοί νίκησαν τους βυζαντινούς το Φεβρουάριο του 1053 και αιχμαλώτισαν τον ίδιο τον Πάπα τον Ιούνιο του 1053. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο Πάπας έλαβε την επιστολή του Αχρίδος Λέοντα και έδωσε εντολή στον καρδινάλιο Ουμβέρτο να συντάξη απάντηση προς τον Πατριάρχη. Σ’ αυτήν, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, υπερασπιζόταν το παπικό πρωτείο. Την επιστολή μετέφεραν μαζί τους οι απεσταλμένοι του στην Κωνσταντινούπολη το 1054.
Οι λεπτές διπλωματικές ισορροπίες της εποχής αντανακλώνται στις δυο επόμενες επιστολές που έλαβε ο Πάπας στην αιχμαλωσία του, μια από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο και μια από τον Πατριάρχη τον ίδιο. Η πρώτη, σε πολύ φιλικό ύφος, τασσόταν υπέρ μιας στενότερης πολιτικής συμμαχίας, ενώ στη δεύτερη ο Κηρουλάριος απευθυνόταν με σεβασμό στον Πάπα και προσευχόταν για την ενότητα των δυο Εκκλησιών, χωρίς να αναφέρεται σε σημεία τριβής. Ωστόσο ο Πάπας αγνόησε το όλο ύφος και αντέδρασε στον τίτλο “Οικουμενικός Πατριάρχης” με τον οποίο υπέγραφε ο Κηρουλάριος. Έτσι αποφάσισε να στείλη την παπική αντιπροσωπεία υπό τον Ουμβέρτο στην Κωνσταντινούπολη το 1054. (Αξίζει να σημειωθή ότι τελικά ο Πάπας αναγνώρισε τους Νορμανδούς και συμμάχησε μαζί τους. Το 1059 ο αρχηγός τους Ροβέρτος Γυισκάρδος έλαβε τον τίτλο του δούκα με εξουσία στην Απουλία και Καλαβρία και με δικαίωμα να επεκτείνη την αρχή του στη Σικελία, αν μπορούσε να την κατακτήση. Από τη μεριά τους οι Νορμανδοί παρέδωσαν στον Πάπα τους βυζαντινούς ναούς που βρίσκονταν στην επικράτειά τους)
Τι ακριβώς συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 1054;
Όταν οι τρεις παπικοί λεγάτοι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, φέρθηκαν με περιφρονητικό τρόπο στον Πατριάρχη αρνούμενοι να τον τιμήσουν με την καθιερωμένη προσκύνηση ή έστω με μια τυπική κλίση της κεφαλής προς τα δεξιά προς ένδειξη σεβασμού. Όταν αναγνώστηκε η επιστολή του Πάπα με την οποία ο Λέων επέκρινε τον Πατριάρχη για τον τίτλο “οικουμενικός” και συνέχιζε την πολεμική του για τα λοιπά ζητήματα, ο Πατριάρχης απογοητεύτηκε τόσο πολύ ώστε αρνήθηκε να πιστεύση ότι προερχόταν από την παπική έδρα. Εξέτασε προσεκτικά τις σφραγίδες και αποφάνθηκε ότι το έγγραφο ήταν πλαστό. (Αυτό όμως οφειλόταν μάλλον στην πρόσφατη αλλαγή σφραγίδων που είχε υιοθετήσει ο Πάπας). Στη συνέχεια ο Ουμβέρτος παρουσίασε την απάντηση προς τον Λέοντα Αχρίδος, που είχαν συντάξει οι Λατίνοι. Οι Βυζαντινοί απάντησαν με κείμενο του Νικήτα Στηθάτου εναντίον της χρήσης των αζύμων, της αγαμίας του κλήρου, και άλλα. Ο Ουμβέρτος αντέδρασε βίαια και υβριστικά. Ο Νικήτας Στηθάτος, όμως, αναγκάστηκε να σιωπήση έπειτα από εντολή του αυτοκράτορα ο οποίος ήθελε να διατηρηθή η συμμαχία με τον Πάπα κατά των Νορμανδών. Ο Ουμβέρτος, ενθαρρυμένος, προχώρησε σε νέα επίθεση κατηγορώντας τους Βυζαντινούς για την μη αποδοχή του φιλιόκβε. Ο Κηρουλάριος αρνήθηκε κατηγορηματικά να συζητήση σ’ αυτό το σημείο, επιμένοντας ότι σε τέτοια συζήτηση θα έπρεπε να λάβουν μέρος και τα υπόλοιπα Πατριαρχεία της Ανατολής. Τότε ο Ουμβέρτος αποφάσισε να προχωρήση στον αναθεματισμό.
Το έγγραφο του αναθεματισμού προκαλεί κατάπληξη σήμερα, καθώς βρίθει ανακριβειών. Το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι οι Λατίνοι βρίσκονταν σε απελπιστική ένδεια επιχειρημάτων για να στηρίξουν το ένα πράγμα που τους ενδιέφερε, δηλαδή το απολυταρχικό πρωτείο του Πάπα. Θα παραθέσουμε εδώ ορισμένες από τις κατηγορίες που περιείχε, μαζί με το σχολιασμό τους (σε παρένθεση) από έναν σύγχρονο, μη Ορθόδοξο, ιστορικό, τον Στήβεν Ράνσιμαν.
Σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, το έγγραφο που εναπέθεσαν οι παπικοί απεσταλμένοι στην Αγία Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς στις 16 Ιουνίου 1054 κατηγορούσε μεταξύ άλλων ότι όλοι όσοι υποστήριζαν τον Κηρουλάριο ήταν ένοχοι σιμωνίας (“πράγμα που, όπως γνώριζε καλά ο Ουμβέρτος, ήταν η κυρίαρχη διαστροφή της εποχής στη δική του Εκκλησία”), ότι ενθάρρυναν τον ευνουχισμό (“μία πρακτική που επίσης εφαρμοζόταν στη Ρώμη”), ότι επέμεναν να ξαναβαπτίζουν τους Λατίνους (“κάτι που δεν ήταν αλήθεια, εκείνη την εποχή”), ότι επέτρεπαν στους ιερείς να παντρεύονται (“πράγμα που ήταν λάθος: ένας έγγαμος μπορούσε να γίνει ιερέας, αλλά κανείς ήδη χειροτονημένος δεν μπορούσε να παντρευτεί”), ότι βάπτιζαν τις γυναίκες τις ημέρες του τοκετού, ακόμη κι αν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου (“μια καλή πρακτική της Αρχαίας Εκκλησίας”), ότι αρνούνταν την κοινωνία σε ξυρισμένους άντρες (“πράγμα αναληθές, παρ’ ό,τι οι Έλληνες δεν ενέκριναν τους ξυρισμένους ιερείς”) και, τέλος, ότι παρέλειπαν μια φράση στο Σύμβολο της Πίστεως (“πράγμα που ήταν το ακριβώς αντίστροφο της αλήθειας”).
Η δημοσιοποίηση του εγγράφου προκάλεσε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα τη σύγκληση της Συνόδου η οποία αναθεμάτισε τους συντάκτες του.
Αντίκτυπος του Σχίσματος στην Κωνσταντινούπολη
Μετά την πρώτη αγανάκτηση, φαίνεται πως η Κωνσταντινούπολη δεν έδωσε μεγάλη βαρύτητα στις ενέργειές του ως τότε αδύναμου παπικού θρόνου. Στο κλίμα πολιτικής και πολιτιστικής ανωτερότητας που διακατείχε τους Βυζαντινούς τον ενδέκατο αιώνα, οι πράξεις των Δυτικών αντιμετωπίζονταν μάλλον με υπεροψία και περιφρόνηση. Η αγενής συμπεριφορά των παπικών απεσταλμένων απλώς επιβεβαίωσε τη βυζαντινή αντίληψη.
Πέρα από τον Κηρουλάριο, οι λοιποί εκκλησιαστικοί άνδρες της εποχής διατήρησαν χαμηλούς τόνους. Για παράδειγμα ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Λέων στα γραπτά τους έχουν αρκετά συγκαταβατικό ύφος. Πιστεύουν ότι οι Λατίνοι απομακρύνθηκαν από τον αληθινό δρόμο λόγω άγνοιας και ότι αν διορθώνονταν από τους πιο μορφωμένους και σοφότερους Ανατολικούς αδερφούς τους θα επέστρεφαν στην ευθεία οδό. Ο Πέτρος Αντιοχείας σε γράμμα προς τον Κηρουλάριο γράφει “Διότι είναι αδελφοί μας, έστω κι αν λόγω έλλειψης εκπαίδευσης” συχνά έχουν εκπέσει από το ορθό. Επίσης, στην αναφορά στην Παπική Εκκλησία μιλά για “Ρωμαίους”, τους οποίους διαχωρίζει από τους “Βανδάλους”, αν και εκφράζει τον φόβο ότι οι Ρωμαίοι ίσως έχουν επηρεαστεί από τους Βανδάλους.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι αρχικά οι Βυζαντινοί δεν ισχυρίζονταν ότι συνολικά η Δυτική Εκκλησία έχει πέσει σε σφάλμα. Ο Κηρουλάριος στην αλληλογραφία του συνήθως επέμενε ότι δεν έφταιγε ο Πάπας για τα σφάλματα της Δύσης ή για την διαμάχη του με τον Ουμβέρτο. Έκανε διάκριση ανάμεσα στον Πάπα, με τον οποίο ζητούσε συμμαχία, και στους “Φράγκους” (εννοώντας αυτούς που εμείς ονομάζουμε Νορμανδούς). Άλλωστε η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης στις 20 Ιουλίου 1054 δεν καταδίκασε τον Πάπα ή τους Δυτικούς γενικά, αλλά επέρριπτε την ευθύνη στον Ουμβέρτο και στους άλλους απεσταλμένους που έφεραν πλαστογραφημένα έγγραφα. Ο Πέτρος Αντιοχείας επέμεινε ότι αν κάποιοι Δυτικοί παρέβαιναν τους κανόνες θα πρέπει να το έκαναν χωρίς να το γνωρίζει ο Πάπας.
Είναι φανερό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέβαλλε προσπάθεια να διατηρηθούν ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας με την Δύση, ελπίζοντας ότι οι παπικοί απεσταλμένοι είχαν ενεργήσει αυθαίρετα, χωρίς την έγκριση του Πάπα, ή ότι κάποιος επόμενος Πάπας θα αναιρούσε τις σχισματικές απόψεις του προκατόχου του. Γι’ αυτό και η πρώτη γνωστή αναφορά σε σχίσμα μεταξύ Κηρουλάριου και Ουμβέρτου χρονολογείται αρκετά αργότερα, στις αρχές του 12ου αιώνα.
Επιπλέον, όπως σωστά έχει τονιστεί από σύγχρονους ιστορικούς, γενικά οι πρωταγωνιστές της περιόδου στο Βυζάντιο δεν αντιμετώπιζαν τη Δύση ως κάτι μονολιθικό, κι άρα δεν αισθάνονταν ότι ζούσαν σε έναν κόσμο με σαφή διάκριση Ανατολής-Δύσης. Αντί για σύγκρουση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης έβλεπαν διάφορες ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα. Στην Ιταλία, ας πούμε, υπήρχε ο Πάπας, ο Γερμανός αυτοκράτορας, οι Νορμανδοί, οι Λογγοβάρδοι και οι γηγενείς Ιταλοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους υπηκόους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Πολλά από τα στοιχεία των μεταγενέστερων σχέσεων ανάμεσα στο Βυζάντιο και στους Δυτικούς δεν ήταν ακόμη εμφανή. Η αντίληψη περί της Δύσης ως ενωμένης και ως απειλής, η λαϊκή αντιπάθεια απέναντι στους “Λατίνους”, αυτά όλα θα αναδυθούν αργότερα. Θα λέγαμε μάλιστα πώς το ίδιο το Σχίσμα οδήγησε σταδιακά στην κατασκευή μιας μονολιθικής Δύσης στα μάτια των Βυζαντινών, καθώς οι λεπτές αποχρώσεις υποχώρησαν μπροστά στην προτεραιότητα της οριοθέτησης ανάμεσα σε Ορθόδοξους και αιρετικούς.
Τα μετά το Σχίσμα
Η εξαντλητική έρευνα στις πηγές κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα οδήγησε πολλούς ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι δεν έγινε κανένα οριστικό σχίσμα το 1054. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από δυο ρεύματα.
Το πρώτο ισχυρίζεται ότι ήδη πριν από το 1054 σημειωνόταν μια αυξανόμενη απομάκρυνση των δυο εκκλησιών και το 1054 δεν επήλθε παρά η τυπική επισφράγιση της διάστασης που προϋπήρχε μεταξύ Ελληνόφωνου και Λατινόφωνου κόσμου. Οι δυο κόσμοι είχαν σταδιακά αποξενωθή με το πέρασμα των αιώνων και το Σχίσμα ήταν απλώς το επιστέγασμα της ρήξης.
Το δεύτερο ρεύμα ισχυρίζεται ότι δεν έγινε το Σχίσμα το 1054 για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: παρά τις πολιτιστικές και θεολογικές διαφορές και τα γεγονότα του 1054, οι δυο πλευρές συνέχισαν τις επαφές χωρίς να δείχνουν ότι είχε συμβεί κάτι οριστικό. Αντίθετα, συνηθισμένες από παλαιότερες συγκρούσεις, πίστευαν ότι με τον καιρό μπορούσε να γεφυρωθή και πάλι το παροδικό χάσμα. Πιθανόν αυτός είναι και ο λόγος που οι ιστορικοί της εποχής δεν θεώρησαν άξια λόγου την καταγραφή των γεγονότων του 1054. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το “οριστικό” γεγονός ήρθε με την τέταρτη σταυροφορία και την άλωση της Πόλης από τους Δυτικούς. Οι λεηλασίες που ακολούθησαν και η κατοχή της χώρας, η Φραγκοκρατία, “ριζοσπαστικοποίησαν” τους πληθυσμούς, “από τους πιο μορφωμένους θεολόγους της Κωνσταντινούπολης ως τους τελευταίους αγρότες της Πελοποννήσου”, όπως σημειώνει η καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Πρίνστον Τ. Κολμπάμπα. Τότε τα γεγονότα του 1054 απέκτησαν εκ των υστέρων άλλο νόημα.
Αντίστοιχα ο Ράνσιμαν γράφει ότι μετά την κατάκτηση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, “ο Πάπας έμεινε εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ευχαρίστησή του για το συνολικό αποτέλεσμα και την αντιπάθεια για τις μεθόδους, κι έτσι έχασε τη μοναδική ευκαιρία να ανακτήσει καλή θέληση στην Ανατολή. Στην κρίσιμη στιγμή έδειξε ότι του έλειπε συμπόνοια και κατανόηση, και αυτό δεν του συγχωρήθηκε ποτέ”.
Κατά την άποψή μας, η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα δυο ιστοριογραφικά ρεύματα. Είναι γεγονός ότι η διαφορετική ιστορική εξέλιξη Ανατολής και Δύσης και οι πολιτιστικές διαφορές απομάκρυναν τους δυο κόσμους. Από μόνο του όμως αυτό δεν αρκεί για να δημιουργήση σχίσμα. Διαφορετική ιστορική εξέλιξη βίωσαν και τα τρία άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων). Τεράστια διαφορά πολιτιστικού επιπέδου υπήρχε ανά τους αιώνες και μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Σλάβων. Δεν σημειώθηκε όμως σχίσμα μεταξύ τους.
Επίσης, είναι σωστό ότι από την πλευρά των Βυζαντινών δεν υπάρχουν ενδείξεις αμετάκλητης ρήξης τα πρώτα χρόνια μετά το 1054. Το 1073, για παράδειγμα, η βυζαντινή διπλωματία προσέγγισε τον Πάπα για τη σύναψη συμμαχίας κατά των Σελτζούκων. Η ανταπόκριση ήταν θετική, αν και τελικά η Κωνσταντινούπολη εξασφάλισε τη βοήθεια των Νορμανδών και δεν έδωσε συνέχεια. Στα 1089, όταν ο Αλέξιος Α’ ενδιαφέρθηκε για τη διάλυση της συμμαχίας ανάμεσα στον Πάπα και στους Νορμανδούς, δέχθηκε απεσταλμένους του πάπα Ουρβανού Β’ και συμβουλεύθηκε τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης σχετικά με την κατάσταση του σχίσματος μεταξύ των Εκκλησιών. Κανένα επίσημο έγγραφο δεν βρέθηκε για το σχίσμα στα αρχεία του Πατριαρχείου και ο Πατριάρχης Νικόλαος Γ’ απηύθυνε επιστολή στη Ρώμη που πρόσφερε αποκατάσταση των σχέσεων με βάση τον συνήθη όρο της αποστολής της παπικής ομολογίας της Ορθόδοξης πίστης στην Κωνσταντινούπολη. “Προφανώς στα μάτια των Βυζαντινών δεν υπήρχε επίσημο “σχίσμα” των εκκλησιών, αλλά μόνο μια αποξένωση που μπορούσε να θεραπευθεί δια της απλής, αλλά επισήμου αποβολής του Filioque από το Λατινικό Σύμβολο”, σημειώνει ο Μέγιεντορφ. Βέβαια, ο Πάπας δεν απάντησε ποτέ, αφού γνώριζε πολύ καλά ότι ομολογία πίστεως με την προσθήκη του φιλιόκβε δεν επρόκειτο να γίνη ποτέ δεκτή στην Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, ναι μεν υπήρχε διάθεση γεφύρωσης της διαφοράς εκ μέρους των Ορθοδόξων, ταυτόχρονα όμως αναγνωριζόταν ότι η διατήρηση του φιλιόκβε αποτελούσε αιτία σχίσματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι γύρω στο 1090 ο Θεοφύλακτος Αχρίδος γράφει ότι ένας άνθρωπος εμποτισμένος στην παράδοση της εκκλησίας μας γνωρίζει ότι κανένα έθιμο δεν είναι τόσο σημαντικό ώστε να διαιρέση τις εκκλησίες, εκτός από αυτό που οδηγεί στην καταστροφή του δόγματος. Γι’ αυτό και δεν θα συμφωνήση ότι οι Δυτικοί υποπίπτουν σε ασυγχώρητες αμαρτίες σε ζητήματα όπως τα άζυμα. Αντίθετα πιστεύει ότι το φιλιόκβε είναι τρομακτικό σφάλμα.
Δυστυχώς, παρά την καλή θέληση των Ορθοδόξων, δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση από την αντίθετη πλευρά. Μάλιστα αν υπήρχε διάθεση, θα ήταν πολύ απλή η σύντομη ακύρωση των αναθεμάτων, με άλλοθι ένα τυπικό πρόβλημα: θα μπορούσε να υποστηριχτή ότι η ενέργεια των παπικών απεσταλμένων στερείτο νομιμότητας, διότι ο Πάπας Λέων είχε πεθάνει τον Απρίλιο του 1054 (ο θρόνος παρέμενε κενός ακόμη τον Ιούλιο) και επομένως ο Ουμβέρτος δεν είχε εξουσιοδότηση για ό,τι έκανε! Ωστόσο οι μετά το 1054 Πάπες δεν απεκήρυξαν την ενέργεια του Ουμβέρτου και έτσι ο αναθεματισμός διατηρήθηκε σε ισχύ. Για την ακρίβεια, διάδοχος του Λέοντα ορίστηκε από τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Γ’ ο Στέφανος Θ’, ο οποίος, ως Φρειδερίκος της Λορραίνης, ήταν ένας από τους δυο συνοδούς του Ουμβέρτου στην πρεσβεία του 1054. Μια και ο νέος Πάπας είχε ήδη καταδικαστεί από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης στις 20 Ιουλίου 1054, είναι φανερό ότι η επιλογή του αποτελούσε συνειδητή πρόκληση προς την Ανατολική Εκκλησία και υποδήλωνε τη βαθύτερη πολιτική των Γερμανών εναντίον της προσέγγισης των δύο κόσμων. Τελικά το 1098 η σύνοδος του Μπάρι καταδίκασε επίσημα ως αιρετικούς όσους δεν δέχονταν το φιλιόκβε, οριστικοποιώντας το Σχίσμα. Χρειάστηκε να περάσουν εννιακόσια χρόνια και να φτάσουμε στο 1965 για να αρθούν τα αναθέματα. Ήταν, βέβαια, πολύ αργά.
Στους αιώνες που ακολούθησαν μετά στο Σχίσμα, η δυτική θεολογία οδεύτηκε σε καινούρια μονοπάτια, βασιζόμενη στην ορθολογική επεξεργασία των αληθειών της πίστης. Σταδιακά, ο ορθολογισμός μονοπώλησε τον τρόπο προσέγγισης του Θεού στην Δύση. Η παπική Εκκλησία εγκλωβίστηκε σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφική Σχολή και ταυτίστηκε με αυτή. Έτσι, όταν οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα επέφεραν την κατάρρευση της δυτικής μεταφυσικής, η παπική Εκκλησία αισθάνθηκε απειλημένη και αντέδρασε με τον γνωστό βίαιο τρόπο. Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, ένας ολότελα καινούριος πολιτισμός έχει γεννηθεί στην Δύση μετά το Σχίσμα. Μια διαφορά που ξεκίνησε ως θεολογική και πολιτική έχει αλλοιώσει πλέον την συνολική εξέλιξη της ανθρωπότητος.
Το θέμα της ένωσης των Εκκλησιών δεν έπαυσε να απασχολεί όσους αγάπησαν την Εκκλησία του Χριστού ανά τους αιώνες. Οι μέχρι τώρα προσπάθειες αποδείχθηκαν μάταιες. Ωστόσο το χρέος των Ορθοδόξων παραμένει. Θα κλείσουμε τη μελέτη μας με την άποψη του μεγάλου θεολόγου της εποχής μας, π. Ι. Ρωμανίδη, η οποία είναι η γνήσια ορθόδοξη άποψη και η μόνη βασισμένη στα ιστορικά δεδομένα:
“Η απλή άρσις των αναθεμάτων του 1054 δεν δύναται να επιτύχη την ένωσιν. Επανερχόμενοι εις την προ του 1054 κατάστασιν ευρίσκομεν πάλι σχίσμα μεταξύ Λατίνων και Ρωμαίων εξ αιτίας του Filioque”. […] “Έχομεν το ιερόν καθήκον, το επιβεβλημένον και από τους Ορθοδόξους Ρωμαίους πάπας της Ρώμης προ του 1009, να επιδιώξωμεν την εξάλειψιν του σχίσματος ουχί δια της άρσεως των αναθεμάτων του 1054, αλλά δια της άρσεως του Filioque και των προϋποθέσεων και αποτελεσμάτων αυτού”.
Δικτυογραφία – Βιβλιογραφία
https://armynow.gr/sxisma-tvn-ekklisivn/http://www.ime.gr/chronos/09/gr/pl/1025/pn/main/pn15a.html
Περιοδικό «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» τεύχη Μαΐου -Σεπτεμβρίου 2004
Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Β΄ , σελ. 93-97