2.500 χρόνια από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π. Χ.)

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

2.500 χρόνια από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας 480 π. Χ.

Η σπουδαιότερη ναυμαχία των Μηδικών πολέμων, που σήμανε την αρχή του τέλους για την προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα. Διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στο στενό της Σαλαμίνας, κατά την οποία οι Έλληνες, με μικρές δυνάμεις, αλλά με άριστη τακτική, κατατρόπωσαν τον πανίσχυρο στόλο των Περσών.

Τα γεγονότα πριν τη ναυμαχία

Η ήττα των Περσών στον Μαραθώνα (490 π.Χ.) προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην Περσία. Ο βασιλιάς Ξέρξης, γιος του Δαρείου, οργάνωσε μεγάλη εκστρατεία και ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία. Στην Ελλάδα, όταν έγινε γνωστή η δύναμη της περσικής στρατιάς, προκλήθηκε πανικός. Ήδη, όμως, οι Έλληνες, επειδή υποψιάζονταν τις περσικές προθέσεις, είχαν αποφασίσει από το προηγούμενο έτος (συνέδριο Ισθμού, 481 π.Χ.) να αμυνθούν ενωμένοι σε περίπτωση εισβολής. Στο μεταξύ ο Ξέρξης προχωρούσε μέσω Θράκης και Μακεδονίας χωρίς να συναντήσει κανένα εμπόδιο. Την κίνησή του συνόδευε και ο στόλος, πλέοντας στο Αιγαίο. Στα στενά των Θερμοπυλών, το 480 π.Χ., επέλεξαν οι Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο ελληνικός στόλος, για να εμποδίσει
περσική απόβαση, έπλευσε στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας. Ο Ξέρξης, φθάνοντας στις Θερμοπύλες, ζήτησε από τον αρχηγό των Ελλήνων Λεωνίδα, βασιλιά της Σπάρτης, να παραδώσει τα όπλα. Η αυθόρμητη απάντησή του «μολών λαβέ» (έλα να τα πάρεις )επρόκειτο να μείνει στην ιστορία ως διαχρονικό δείγμα απαράμιλλης γενναιότητας. Οι προσπάθειες των Περσών να καταβάλουν την αντίσταση των Ελλήνων απέτυχαν. Από τη δύσκολη θέση έβγαλε τους Πέρσες ο Εφιάλτης, κάτοικος της περιοχής, ο οποίος τους οδήγησε από ένα μονοπάτι στα νώτα των Ελλήνων. Πριν ολοκληρωθεί η κύκλωση, ο Λεωνίδας έδωσε εντολή στους συμπολεμιστές του να αποχωρήσουν. Έμειναν με τη θέλησή τους 700 Θεσπιείς που έπεσαν μαζί με τους 300 Σπαρτιάτες

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.)

Η τρίτη και σοβαρότερη προσπάθεια των Περσών να καταλάβουν την Ελλάδα έλαβε χώρα το 480 π.Χ. Μετά από επτά χρόνια προετοιμασίας, ο βασιλιάς Ξέρξης επιτέθηκε με το μεγαλύτερο στρατό που είχε συγκεντρωθεί ποτέ και που κάποιοι ιστορικοί εκτιμούσαν από 2 έως 5 εκατομμύρια. Η αλήθεια πρέπει να είναι στο 10-25%, ήτοι περίπου 500.000 άνδρες, κάτι που αποτελεί τρομακτική συγκέντρωση δυνάμεων, από 46 έθνη της Ασίας. Η πρώτη μάχη έλαβε χώρα, μεταξύ 6.000 Ελλήνων, εκ των οποίων οι 300 Λακεδαιμόνιοι, στις Θερμοπύλες. Παρά τις επιθέσεις δεκάδων χιλιάδων εχθρών, ο βασιλιάς Λεωνίδας της Σπάρτης κρατούσε τη θέση του προκαλώντας δυσανάλογα μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Όταν ο Εφιάλτης πρόδωσε τους Έλληνες και πλέον αντιμετώπιζαν το φάσμα της περικύκλωσης, ο Λεωνίδας επικεφαλής των συμπατριωτών του και 700 Θεσπιέων, παρέμεινε στη θέση του και πολέμησε μέχρις ενός, δίνοντας χρόνο για σύμπτυξη στους υπόλοιπους Έλληνες. Παράλληλα έληξε χωρίς νίκη η αμφίρροπη ναυμαχία του Αρτεμισίου.

Ο ελληνικός στόλος επανέπλευσε στην Αθήνα όπου ο Θεμιστοκλής, έχοντας χρησιμοποιήσει τεχνάσματα είχε πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, μεταφέροντας τα γυναικόπαιδα στην Τροιζήνα και τη Σαλαμίνα και να δώσουν μια αποφασιστική ναυμαχία. Τα πιο φημισμένα από τα τεχνάσματά του ήταν ο χρηματισμός του μαντείου των Δελφών για να συμπεριλάβει στο χρησμό του τα «ξύλινα τείχη», η εξόντωση του «ιερού φιδιού» της Ακροπόλεως και το «θαύμα» της εμφάνισης του ξόανου της Αθηνάς του Παρθενώνα στα πλοία, ενέργειες που είχαν αναλάβει πληρωμένοι πράκτορές του!

Τη στιγμή που οι Πέρσες έμπαιναν στην ερημωμένη Αθήνα, την οποία παρέδωσαν στις φλόγες, ο ελληνικός στόλος συγκεντρωνόταν στη Σαλαμίνα. Υπό την θεωρητική ηγεσία του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, αλλά την ουσιαστική του Αθηναίου Θεμιστοκλή υπήρχαν 200 Αθηναϊκές τριήρεις, 40 Κορινθιακές, 30 Αιγηνιτικές, 20 από τα Μέγαρα, 16 από τη Σπάρτη, 15 από τη Σικυώνα (σημερινό Κιάτο), 10 από την Επίδαυρο, 7 από την Αμβρακία, 7 από την Ερέτρια και άλλες 20 από λιγότερο ναυτικές πόλεις. Υπό το θλιβερό αλλά και φοβερό θέαμα της αθηναϊκής Ακροπόλεως στις φλόγες, πήγε να επικρατήσει πανικός και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι ναύαρχοι ζήτησαν να φύγουν αμέσως και να μεταβούν στις κεχριές για να δώσουν εκεί ναυμαχία.

Ο Θεμιστοκλής ζήτησε από τον Ευρυβιάδη σύγκληση πολεμικού συμβουλίου, στο οποίο είπε τη μνημειώδη φράση «πάταξον μεν, άκουσον, δε»! Εκεί ανέλυσε το εξαιρετικό του σχέδιο: Θα προσπαθούσε να παρασύρει τον περσικό στόλο στα στενά της Σαλαμίνας. Εκεί τα λιγότερα, πλεόν δυσκίνητα αλλά ισχυρότερα σε κρούση και χαμηλότερα σε ύψος ελληνικά πλοία, θα είχαν πλεονέκτημα, σε αντίθεση με το ανοικτό πέλαγος όπου θα γνώριζαν μια βέβαια ήττα. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος που ήθελε να υποχωρήσει στην πόλη του, είπε στο Θεμιστοκλή ότι εφλόσον η Αθήνα έχει καταληφθεί, ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα λόγου! Ο Θεμιστοκλής έξαλλος, του απήντησε με απειλητικό τρόπο ότι «μια πόλη που διαθέτει 200 τριήρεις μπορεί να κατλάβει μια άλλη πόλη, πολύ μεγαλύτερη και από την Κόρινθο!» Ο Ευρυβιάδης συντάχθηκε με τον Θεμιστοκλή και ελήφθη η αρχική απόφαση για ναυμαχία στη Σαλαμίνα.

Ο Θεμιστοκλής διέκρινε την ανησυχία των Πελοποννησίων και για να μην αναστραφεί η απόφαση έστειλε αμέσως τον Πέρση δούλο του, Σίκινο, στον Ξέρξη, μετφέροντας την ψευδή πληροφορία ότι οι Έλληνες φοβισμένοι αναχωρούν από τη Σαλαμίνα και είναι ευκαιρία να μπει στα στενά και να τους καταναυμαχήσει. Τη στιγμή που έφθασε το μήνυμα του Σίκινου, ελάμβανε χώρα πολεμικό συμβούλιο στο οποίο, μόνο η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Αρτεμισία, επέμενε ότι η ναυμαχία πρέπει να δοθεί σε ανοικτό πέλαγος. Ο Ξέρξης αποφάσισε να επιτεθεί και τοποθέτησε στο κέντρο του στόλου τα περσικά πλοία μαζί με αυτά της Κύπρου, της Κιλικίας, της Λυκίας και της Παμφυλίας, στα δεξιά τις τοποθέτησε τις φοινικικές και αιγυπτιακές τριήρεις και στα αριστερά τις τριήρεις της Ιωνίας και της Καρίας. Οι Έλληνες πληροφορηθέντες τις κινήσεις των Περσών, παρατάχθηκαν με τους Αθηναίους απέναντι από τους ικανότατους Φοίνικες και Αιγυπτίους, οι Πελοποννήσιοι απέναντι από τους Ίωνες και οι υπόλοιποι στο κέντρο.

Τα πάμπολλα ασιατικά πλοία δεν μπορούσαν να κινηθούν με ευχέρεια και τα πλοία παρατάχθηκαν σε σειρές των τριών, με ελάχιστη δυνατότητα ελιγμών και καμία υποχώρησης. Ο Ξέρξης έστησε το θρόνο του σε τέτοιο σημείο στο όρος Αιγάλεω, ώστε να μπορεί να βλέπει τη ναυμαχία. Οι Έλληνες ξεκίνησαν την επίθεση ψάλλοντας τον παιάνα «ίτε παίδες Ελλήνων…» αλλά μόλις οι Περσες τους ακολούθησαν, ανέκρουσαν πρύμα για να παρασύρουν τους εχθρούς περισσότερο μέσα στα στενά. Όταν οι Ασιάτες έπεσαν για τα καλά στην παγίδα, οι Έλληνες επιτέθηκαν με πρώτους τον Αμεινία από την Παλλήνη, αδερφό του Αισχύλου και τον Δημόκριτο το Νάξιο.

Η πρώτη φάση της ναυμαχίας ήταν αμφίρροπη. Μάλιστα οι Ίωνες πίεσαν τόσο πολύ τους συμπατριώτες τους που κάποιοι Έλληνες δείλιασαν. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος αποχώρησε από τη ναυμαχία με τις περισσότερες κορινθιακές τριήρεις δημιουργώντας μεγάλο πρόβλημα στην ελληνική παράταξη. Όμως κατά τη δεύτερη χρονικά φάση της ναυμαχίας οι Αθηναίοι έσπασαν τη φοινικική παράταξη και πίεσαν τους άτακτα υποχωρούντες Φοίνικες, πλευροκοπώντας παράλληλα το περσικό κέντρο. Η συνοχή των πλοίων της Κιλικίας χάθηκε μόλις σκοτώθηκε ο ηγεμώνας τους, Συένεσις και η διάσπαση του περσικού κέντρου ήταν γεγονός. Όμως οι Ίωνες πολεμούσαν γενναία εναντίον των Αιγηνιτών και τελικά άρχισαν να ηττώνται μόνο όταν περικυκλώθηκαν από το αθηναϊκό ναυτικό. Η βύθιση της ναυαρχίδας των Περσών, στην οποία επέβαινε ο αδερφός του Ξέρξη, Αριαβίγνης, τους βύθισε σε απόγνωση. Ο ίδιος ο Αριαβίγνης έπεσε στη θάλασσα, αλλά σώθηκε από παρέμβαση της ναυαρχίδας της Αρτεμισίας.

Η βασίλισσα της Αλικαρνασσού αποτελούσε στόχο των Ελλήνων, διότι μήδισε, ήταν εξαιρετικά έξυπνη και δραστήρια και ένιωθαν προσβεβλημένοι γιατί ήταν γυναίκα! Μάλιστα την είχαν επικυρήξει με 10.000 δραχμές. Όταν την τριήρη της βασίλισσας πλησίασε η τριήρης του Αμεινία, η Αρτεμισία εμβόλισε το πλοίο του συμμάχου της, βασιλιά των Καλυνδέων, Δαμασιθύμου και οι Έλληνες νόμιζαν ότι το πλοίο της ήταν συμμαχικό πλοίο. Το επεισόδιο της βυθίσεως είδε και ο Ξέρξης που νόμιζε ότι η Αρτεμισία βύθισε κάποιο Αθηναϊκό πλοίο και είπε την περίφημη φράση «οι μεν άνδρες γεγονασί μοι γυναίκες, οι δε γυναίκες άνδρες», εξάρροντας τη γενναιότητά της. Παράλληλα, από το θυμό του, ο Πέρσης βασιλιάς έσκισε τα ρούχα του!

Το τέλος της ναυμαχίας βρήκε τους Έλληνες να έχουν χάσει 50 τριήρεις και τους Πέρσες περισσότερες από 200, ενώ πολλές άλλες είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Οι Έλληνες δεν καταδίωξαν τους Πέρσες για να βεβαιωθούν ότι ο περσικός στόλος θα επανέπλεε στην Περσία. Ο Ξέρξης φοβούμενος μήπως οι εχθροί του μεταφέρουν τον πόλεμο στην Ασία, αλλά και με δεδομένη μια Βαβυλωνιακή εξέγερση, επέστρεψε στη χώρα του, αφήνοντας τον Μαρδόνιο με 200.000 άνδρες στην Ελλάδα και την εντολή να την κατακτήσει. Τον επόμενο χρόνο, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Παυσανία και με αιχμή του δόρατος το Σπαρτιατικό πεζικό κατανίκησαν τους Ασιάτες στις Πλαταιές και εκδίωξαν τους βάρβαρους από την Ευρώπη. Μετά τις Πλαταιές οι Πέρσες θα επενέβαιναν στα θέματα της Ελλάδας μόνο διπλωματικά και οι Έλληνες θα μετέφεραν τον πόλεμο στην Ασία, πρώτα με τον Αγησίλαο το λακεδαιμόνιο και κατόπιν με τον Αλέξανδρο το Μακεδόνα. (Πηγή: http://elinis.gr/ Γράφει ο Δρ. Κλεάνθης Κυριακίδης, Διεθνολόγος)

ΕΝΑΣ ΠΕΡΣΗΣ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ ΑΦΗΓΕΊΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΛΗ ΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

 ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα

πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,

πρῶτον μὲν _ ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα

μολπηδὸν εὐφήμησεν, ὄρθιον δ᾽ ἅμα

ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας

γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ

παιᾶν᾽ ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,

ἀλλ᾽ ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·

σάλπιγξ δ᾽ ἀυτῇ πάντ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπέφλεγεν.

εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ

ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,

θοῶς δὲ πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν.

τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας

ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ᾽ ὁ πᾶς στόλος400

ἐπεξεχώρει, καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν

πολλὴν βοήν· Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,

ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ

παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,

θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.

Οι «Πέρσες» είχαν ανεβεί σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, πρώτα στο Λονδίνο, στο Θέατρο Aldwych, στο πλαίσιο του θεατρικού φεστιβάλ World Theatre Season, την 20ή Απριλίου 1965 Πηγή: www.lifo.gr

Όταν με τ’ άσπρα τ’ άτια της η μέρα φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο, μια πρώτα ακούστηκε απ’ το μέρος των Ελλήνων βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει και δυνατ’ αντιβούιζαν μαζί και οι βράχοι του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελαστήκαν. Γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος. Κι αμέσως τα πλαταγιαστά με μιας κουπιά τους χτυπούνε με το πρόσταγμα τη βαθιάν άρμη και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας. Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόταν μ’ όλη την τάξη, κι έπειτα κι ο άλλος στόλος από πίσω ακλουθά. και τότε ήταν ν’ ακούσεις φωνή μεγάλη από κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα, τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας να ελευθερώσετε τα ιερά και των προγόνων τους τάφους· τώρα για όλα ’ναι που πολεμάτε»  (Αισχύλου, Πέρσες στ. 386-405, μτφρ. Γ. Γρυπάρη)

Δείτε εδώ την παράσταση Πέρσες σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν

 

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like