Κοινοποιείστε το άρθρο
20 Ιουλίου 1989: «Φεύγει» από τη ζωή ο Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 13 Ιανουαρίου 1910, όντας ο δεύτερος γιος του εμπόρου από την Αρκαδία, Αθανασίου Τσαρούχη, και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από τα Ψαρά. Παρόλο που από έξι ετών ζωγράφιζε και σχεδίαζε κοστούμια, όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει ακροβάτης, γιατί του «άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο». Οι γονείς του από την άλλη, τον φαντάζονταν σπουδαίο δικηγόρο ή μηχανικό. Το νεοκλασικό κτίριο στο οποίο μεγάλωσε, στη συμβολή της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη, δεν υφίσταται πια, ενώ μέρος των παιδικών του χρόνων το πέρασε στην πολυτελή οικία της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του, Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του.
Παρότι η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς και το θέατρο Σκιών του Καραγκιόζη ρίζωσαν βαθιά μέσα στον καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια.
Πέρα από τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης, ήδη από το 1928, είχε ασχοληθεί ενεργά και με το θέατρο. Μάλιστα, τα κοστούμια και τα σκηνικά για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου Πριγκίπισσα Μαλένα, τα είχε επιμεληθεί ο ίδιος.
Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε, το 1929, στο Άσυλο Τέχνης και η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έως το 1935, με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα με τη Σχολή Καλών Τεχνών, κατά το διάστημα 1931-1934, ο Γιάννης Τσαρούχης έπαιρνε σημαντικά μαθήματα για τη ζωή και την τέχνη, καθώς ήταν και βοηθός του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος του γνώρισε την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας. Ακολούθησαν συνεργασίες με την Έλλη Παπαδημητρίου και τον Κάρολο Κουν, όπου μαζί και με τον Διονύση Δεβάρη ίδρυσαν, το 1934, τη Λαϊκή Σκηνή.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην πρωτεύουσα της Γαλλίας και την Ιταλία. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού, αλλά και να δει από κοντά έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως ήταν ο Ματίς. Εκεί, ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ανρί Ματίς και ο Αλμπέρτο Τζακομέττι.
Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που επαινούσαν οι τότε τεχνοκριτικοί, Παπαντωνίου και Καπετανάκης.
Το 1940, επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό, ενώ στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι, όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης και η Ροζίτα Σώκου. Το 1947, πραγματοποίησε δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια και, το 1950, μετέβη εκ νέου στο Παρίσι, όπου έναν χρόνο μετά, εξέθεσε έργα του στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη «Ρέτφρη Γκαλερί».
Το 1953, υπέγραψε συμβόλαιο με την γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης και σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για το κλασικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», που ανέβηκε το 1954 στον τότε Βασιλικό κήπο. Δύο χρόνια αργότερα, υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και, το 1958, μαζί με τον Γιάννη Μόραλη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Το 1966, ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε τη μοναδική προσωπογραφία της Τζένης Καρέζη, έναν πίνακα ανεκτίμητης αξίας που αποτύπωσε τη μοναδική ομορφιά της αγαπημένης ελληνίδας ηθοποιού. Ο πίνακας κοσμεί σήμερα τους διαδρόμους του δεύτερου ορόφου της Βουλής των Ελλήνων και θεωρείται ένας από τους πολλούς θησαυρούς που υπάρχουν στο κτίριο της Βουλής.
Προτού εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι το 1967, ο Γιάννης Τσαρούχης, που ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ), ταξίδεψε εκεί τουλάχιστον άλλες δύο φορές, η μία για να να αναπνεύσει καλύτερα από την καλλιτεχνική και πολιτική ασφυξία της χούντας και η άλλη για να ακολουθήσει μια θεραπεία η αδελφή του.
Το 1977, ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση, με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία, μια δουλειά που συμπύκνωνε την αισθητική και την κοσμοθεωρία του για τη ζωή, την τέχνη και το αρχαίο δράμα, στο γκαράζ της Καπλανών. Εκείνη ήταν η ημέρα που πέθανε η Μαρία Κάλλας και ο ίδιος ανέβηκε στη σκηνή και είπε, «Σας αναγγέλλω με μεγάλη θλίψη ότι η Mαρία Kάλλας πέθανε. Ήταν μια θεά και θα μείνει αθάνατη. Αλλά μην ξεχνούμε ποτέ ότι η καχεκτική ελληνική Λυρική Σκηνή τη βρήκε ανεπαρκή και την ανάγκασε να φύγει από την Ελλάδα».
Το 1981, ίδρυσε το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη κι έναν χρόνο αργότερα, το 1982, εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, με σκοπό την προβολή και τη μελέτη του έργου του. Πέθανε στις 20 Ιουλίου του 1989, σε ηλικία 79 ετών και άφησε ανεκπλήρωτο το ανέβασμα της θεατρικής παράστασης, «Ορέστης» του Ευριπίδη, που είχε αναλάβει.
Όσο ζούσε ο ξεχωριστός Γιάννης Τσαρούχης, έμενε στο Μουσείο του, σε μια κρεβατοκάμαρα λιτή με σιδερένιο κρεβάτι, παλιές φωτογραφίες δικές του αλλά και της μητέρας του και πολυάριθμα βιβλία μαζί με ζωγραφικές σημειώσεις του. Ήταν ένα εντευκτήριο προσωπικοτήτων και σχολείων, ένας ζωντανός οργανισμός.
Στους πίνακές του μεγάλου Πειραιώτη ζωγράφου φαίνεται το μεγαλείο της ελληνικής παράδοσης, της ελληνικής λαογραφίας, αλλά και στοιχεία από την περιοχή που μεγάλωσε, τον Πειραιά. Πάντα προσπαθούσε να μάθει νέα πράγματα και τεχνικές. Ο ίδιος για το έργο του έχει πει, «Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρ’ όλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ζωγράφος ασχολήθηκε με το ζήτημα του ομοφυλοφιλικού έρωτα, που εμφανιζόταν κάπως συγκεκαλυμμένο σε ορισμένα έργα του. Αν και η εποχή ήταν πιο συντηρητική από σήμερα, ο Τσαρούχης και η θεματολογία του αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό.
Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο Γιώργο Γκίλσον αν υπάρχει γενικό μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει με το έργο του, ο Τσαρούχης απάντησε, «Δεν τολμώ να το πω, μήπως φανώ ότι κάνω τον μεγάλο καλλιτέχνη. Το μήνυμα αυτό είναι ο σεβασμός στη ζωή, η ευλάβεια στη ζωή, η αγάπη για τον Θεό. Όλα εκφρασμένα μέσω της ζωγραφικής και των χρωμάτων μου. Θέλω να βρω την τάξη και την ηρεμία στη ζωή μου και να την μεταδώσω και στους άλλους ανθρώπους».
Έπειτα απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε «Αν θα ξαναζούσα την καλλιτεχνική μου καριέρα, θα έψαχνα να βρω έναν καλό τεχνίτη να μου μάθει καλά τη τεχνική της ζωγραφικής και να μην πάω στη σχολή όπου οι καθηγητές προσπαθούν να γεμίσουν τον διορισμό τους με άχυρα. Και βέβαια θα πήγαινα σε ένα χωράφι να μάθω πιο σοβαρά τη καλλιέργεια της γης για να έχω ένα δεύτερο επάγγελμα να μου δίνει ανεξαρτησία. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να παρασκευάζουν τη τροφή τους και ως γεωργοί».
Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου «Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους καλλιτέχνες;» ο Τσαρούχης απάντησε, «Την ίδια που δίνω και στον εαυτό μου. Να βρουν ένα κτήμα να καλλιεργούν. Και να εξομολογούνται με την τέχνη τους, να μιλούν για τη ζωή τους, για αυτό που τους ενδιαφέρει. Όταν κανείς εξομολογείται, εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκουν ικανοποίηση και ξαλαφρώνουν».
Η ανιψιά του Νίκη Γρυπάρη-Τσαρούχη που πέρασε πολύ χρόνο στο πλευρό του και «μαθήτευσε» δίπλα του έχει πει πως ο Γιάννης Τσαρούχης συζητούσε «για τη ζωγραφική, την περίοδο της Χούντας για την Ελλάδα και την ελευθερία. Πολιτικά όμως δεν ανήκε πουθενά. Ητανε αναρχικός. Όχι με την έννοια που έχει πάρει σήμερα ο αναρχικός. Δεν πήγε ποτέ σε κανένα κόμμα, δεν ανήκε πουθενά, όπως άλλοι καλλιτέχνες και δημιουργοί, ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, και είχε φίλους απ’ όλα τα κόμματα».
Οι πρώτες του ύλες δεν ήταν σταθερές, σύμφωνα με την κα Γρυπάρη. «Πειραματιζόταν. Συνέχεια άλλαζε. Χρησιμοποιούσε λάδια, τέμπερες, παστέλ. Ελεγε «βρήκα ένα μαγικό μαντζούνι». Είχε διάφορες μανίες και δοκίμαζε νέα υλικά. Τους μουσαμάδες τους ετοίμαζε μόνος, γιατί είχε κάνει σχετικά μαθήματα στη Beaux-Arts. Από τα χρώματα τoυ άρεσαν οι ώχρες, το χοντροκόκκινο, το άσπρο, το μαύρο. Πολλές φορές έκανε ουρανό με γκρι, μαύρο και άσπρο. Ηταν μια δική του ζωγραφική. Και ξέρω πως ό,τι έκανε το έκανε με πάθος και πως ήθελε να τελειώνει γρήγορα. Πιο πολύ χρόνο, του έπαιρνε η προετοιμασία ενός θέματος. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Μήνες του και οι Τέσσερις Εποχές».
Όταν ζωγράφιζε, συζητούσε με το μοντέλο ή με τους φίλους και βοηθούς του και άκουγε μουσική. Η γκάμα του ήταν τεράστια, σύμφωνα με την Γρυπάρη• όπερες, δημοτικά τραγούδια, Μπέλλου, Τσιτσάνης και Μουφλουζέλης. «Κάποιοι κηπουροί του είχαν ξεχάσει δίσκους των Beatles και των Rolling Stones. Τους έβαζε και τους άκουγε κι αυτούς».
Αγαπημένοι του ζωγράφο ήταν ο Ντελακρουά, Βερμέερ, Καραβάτζο, «πολλοί, πάρα πολλοί. Πήγαινε συχνά στο Λούβρο. Και ανά εποχή είχε έναν αγαπημένο. Στους σύγχρονους ζωγράφους έβλεπε πάντα και τα καλά τους, δεν είπε ποτέ για τη δουλειά κανενός «είναι χάλια». Έλεγε τα ευφυολογήματα, τα αστεία του για τους ανθρώπους, αλλά δεν κακολόγησε ποτέ κανένα».
Η σχέση του με τα χρήματα ήταν μνημειώδης, καθώς φίλοι του τον θυμούνται να έχει τα χαρτονομίσματα τσαλακωμένα στις τσέπες και έτσι να τα βγάζει και να πληρώνει το τραπέζι όλης της παρέας. Τα προσωπικα έξοδά του, οι προσωπικές του πολυτέλειες, ήταν τα βιβλία που αγόραζε και οι δίσκοι. Αγόραζε μονογραφίες και λευκώματα με τη δουλειά άλλων ζωγράφων, δοκίμια, ποίηση, λογοτεχνία. Διάβαζε πολύ και πολλά πράγματα, και αυτοβιογραφίες, όπως της Μιστενγκέτ, τραγούδια της οποίας είχε βάλει και στις Τρωάδες του και στην Ωραία Ελένη.
Πριν τον θάνατό του, διάβαζε τη Νεκρώσιμη Ακολουθία ή του τη διάβαζαν. «Δεν υπάρχει γιατί. Ο ίδιος δε φοβόταν τον θάνατο. Ως άνθρωπο, μη μου ζητάτε να τον χαρακτηρίσω. Βασικά είχε ανθρώπινο χαρακτήρα. Βοηθούσε τους ανθρώπους. Ήξερε όταν δάνειζε ότι τα δανεικά δεν θα επιστρέφονταν, αλλά τα έδινε. Μόνο όταν επρόκειτο για δουλειά ήταν αυστηρός. Ήταν εποχές που δεν υπήρχε επαγγελματισμός και για να πετύχει έπρεπε να γίνουν τα πράγματα ακριβώς όπως ήθελε. Ήταν τρομερά δουλευταράς. Δούλευε συνέχεια από το πρωί. Και στο τέλος της ζωής του, ξυπνούσε στις 5, έπινε καφέ, διάβαζε και μετά άρχιζε τη δουλειά. Στο Παρίσι, δούλευε με το φως της μέρας».
Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης είχε πει για τον Γιάννη Τσαρούχη, «Ένας επαναστάτης δεν γίνεται νάναι συνάμα και κλασσικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «καφενείον ο Όλυμπος», ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσμο.
Με άλλα λόγια, η νεοελληνική πραγματικότητα, παραμορφωμένη ως τότε από μια ψεύτικη φιλολογία, ερχόταν να πάρει τη φυσική της θέση μέσα στα πλαστικά ενδιαφέροντα του καιρού μας. Και ο ζωγράφος, εντοπισμένος μέσα στο χώρο που του όριζε αυτή, επωμιζόταν τις ευθύνες να βρει τη μοναδική έκφραση που άρμοζε στην ιδιοτυπία της.
Στο μέτρο που ο Τσαρούχης φάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια μαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει αλλά να ανακαλύψει μια παράδοση. Στο μέτρο όμως που πέτυχε να αξιοποιήσει τα κρυφά της διδάγματα είναι ένας κλασικός».
Εκτός από ζωγράφος, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών. Ένας ευρυμαθής καλλιτέχνης γεμάτος χιούμορ, αλλά και δηκτικότητα, με την οποία δε δίσταζε να σχολιάσει την Ελλάδα και την κοινωνική πραγματικότητα. Στον Γιάννη Τσαρούχη ανήκει το «στην Ελλάδα, είσαι ό,τι δηλώσεις» ένα από τα πολλά αποφθέγματα που άφησε μέσα από τις γλαφυρές αφηγήσεις του. Ο Τσαρούχης, ένας πολύ ιδιαίτερος και χαρισματικός άνθρωπος, μίλησε περισσότερο από πολλούς καλλιτέχνες της γενιάς του για την ελληνική κοινωνία και τα όριά της.
O Γιάννης Τσαρούχης και η «Παναγία της Νίκης»
Ο Γιάννης Τσαρούχης στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε αναλάβει τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών, ενώ δεν σταμάτησε ούτε τότε να ζωγραφίζει, δημιουργώντας προσωπογραφίες των φαντάρων που πολεμούσαν με σθένος τους Ιταλούς.
Την ιστορία της Παναγίας της Νίκης είχε αφηγηθεί στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα.
Όπως είχε αποκαλύψει, η ιδέα του πίνακα προήλθε όταν άκουσε κατά τη διάρκεια του συσσιτίου έναν φαντάρο να περιγράφει ότι είχε δει όραμα με την Παναγία.
Ο ανθυπασπιστής είχε αναφέρει ότι αρχικά την πέρασε για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε:
«Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας».
Ο Διοικητής αποφάσισε να χτίσει μια εκκλησία για την Παναγιά στο σημείο που του υπέδειξε ο φαντάρος και ζήτησε από τον Τσαρούχη να ζωγραφίσει τις τοιχογραφίες.
Ωστόσο, το κτίριο όπου θα χτιζόταν η εκκλησία, ένας παλιός μύλος, ήταν επικίνδυνο και στόχος των Ιταλών, γι’αυτό ο Τσαρούχης έφτιαξε εικόνες ως τέμπλο πάνω σε τέσσερις σανίδες.
Διαβάστε την ιστορία της εικόνας, όπως την είχε αφηγηθεί ο Τσαρούχης:
Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν.
Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες.
Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες.
Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού.
Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο.
Εκεί πάνω ζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.
Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα.
Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα.
Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε.
Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας.
Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας.
Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.
Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός.
Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε.
Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε.
Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο.
“Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;”
“Όχι, φίλε”, του απάντησα, “αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων”.
Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, μου είπε:
“Έλληνας στρατιώτης είσαι εσύ ή Βούλγαρος αιχμάλωτος;
Για να δούμε την εικόνα.
Την έχεις κάνει άγρια την Παναγία, σαν Αρβανίτισσα.
Και ο Χριστός είναι κι αυτός αγριωπός”.
Για να τον θαμπώσω τού είπα κάτι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ:
“Ευλογητός ει Κύριε ο διδάσκων τας χείρας μου εις πόλεμον, τους δακτύλους μου εις παράταξιν”.
“Βλέπω είσαι και θεοφοβούμενος”, μου απάντησε.
Φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου.
Αισθανόμουνα σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα.
Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί.
“Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης”.
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα.
Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της.
Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία.
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος είχε περιγράψει για τις τελευταίες ημέρες του πολέμου:
«Στο δρόμο στα χωριά, στο Κριεκούκι, στην Κάζα, στη Μάνδρα, κοιτούσαν οι γέροι του χωριού τ’ αυτοκίνητα και μας χειροκροτούσαν.
Ένας είπε, για τα χάλια μας μάς χειροκροτάτε;
Και οι γέροι απαντούσαν:
«Είσαστε ήρωες, είσαστε λεβεντόπαιδα».
Δικτυογραφία
https://www.orthodoxianewsagency.gr/
(H φωτογραφία του 1940-1941 επιχρωματίστηκε από τον γραφίστα Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα του στο Facebook Past in Color- Χρώμα στο παρελθόν.)