25 Ιανουαρίου Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου

by Newsroom
0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

25 Ιανουαρίου Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τόν Πόντο καί ἐγεννήθηκε σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, πού λεγόταν ᾿Αριανζός, τό 330 μ.Χ. Ναζιανζηνός ὀνομάσθηκε, ἐπειδή ἔζησε τόν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στή Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καί τό πατρικό του σπίτι. ῾Ο πατέρας του, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ᾿Επίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρίν γίνει ᾿Επίσκοπος ἕνας πολύ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στό δημόσιο βίο καί ἀνῆκε σέ μιά ἰουδαιο-ἐθνική αἵρεση πού λεγόταν τῶν «῾Υψισταρίων». ῾Η μητέρα του, ῾Αγία Νόννα, ἦταν ᾿Ορθόδοξη. ῾Η εὐσέβεια καί ἀρετή της ἐπηρέασαν τό σύζυγό της καί τόν ἔκαναν νά μεταστραφεῖ στήν ἀληθινή πίστη.

Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καί Νόννα, δέν εἶχαν παιδιά καί ἱκέτευαν τόν Θεό νά χαρίσει σέ αὐτούς τή χαρά τῆς τεκνοποιΐας. Καί πράγματι προσευχή τους εἰσακούσθηκε καί Νόννα ἐγέννησε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο πρίν ἀκόμη αὐτός γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ νά τόν ἀφιερώσει στόν Θεό. Πολλές φορές ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος παραβάλλει τούς γονεῖς του μέ τόν ᾿Αβραάμ καί τή Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σέ μεγάλη λικία ἀπέκτησαν τόν ᾿Ισαάκ.

Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νά μορφώσουν καί νά ἐμφυσήσουν στόν πρωτότοκο υἱό τους τήν ἀγάπη πρός τά γράμματα καί τή χριστιανική πίστη. ᾿Από τήν παιδική λικία ἐνέπνευσαν σέ αὐτόν ἔντονη καί βαθιά θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτός ἀπό εὐσέβεια καί πνευματικότητα ὑποσχέθηκε στόν ἑαυτό του νά ζήσει μέ ἁγνεία καί παρθενία.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος, χάρη στή δυνατότητα πού εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρές σπουδές. ᾿Εσπούδασε σέ ὅλα τά τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ· τή Ναζιανζό, τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τήν ᾿Αντιόχεια, τήν ᾿Αλεξάνδρεια, τήν ᾿Αθήνα. ῾Η Κωνσταντινούπολη δέν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καί Ρώμη τότε δέν εἶχε κάτι τό ἀξιόλογο γιά τούς ῞Ελληνες. Στίς πόλεις αὐτές ἐμελέτησε τίς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καί ἄκουσε τούς σοφότερους διδασκάλους, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Δίδυμο τόν Τυφλό, πού τότε διηύθυνε τή θεολογική σχολή τῆς ᾿Αλεξάνδρειας, καί τούς φιλόσοφους Θεσπέσιο στήν Καισάρεια καί ῾Ιμέριο καί Προαιρέσιο στήν ᾿Αθήνα. Γιά τόν Προαιρέσιο γίνεται δεκτό ὅτι ἦταν Χριστιανός.

Οἱ σπουδές δέν ἔκαναν τόν ῞Αγιο νά ἐπαρθεῖ. ᾿Αντίθετα, κατάλαβε ὅλη τή ματαιότητα τοῦ κόσμου καί τῆς σοφίας του. ῎Ενιωσε, ὅτι ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστά στή γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος παραλληλίζει τόν ἑαυτό του μέ τόν Σαούλ πού ἔτρεχε χωρίς νά ξέρει. Αὐτό πού τελικά βρῆκε κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». ῾Ο τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρει τό γεγονός τῆς φιλίας του μέ τόν ῞Αγιο Βασίλειο, ᾿Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὕρημα καί ἀπό ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.

῞Οταν ἐτελείωσε τίς σπουδές του ὁ ῞Αγιος ἦταν ὥριμος ἄνδρας σέ λικία 30 ἐτῶν. ῞Ομως δέν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καί ἀγωνιοῦσε νά μήν ἀποθάνει, πρίν ἐπιστρέψει στόν πατέρα του καί βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτό καί ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπό τήν ᾿Αλεξάνδρεια στήν ᾿Αθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, ἐφοβήθηκε πολύ καί παρεκάλεσε νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, νά βοηθήσει νά μήν πνιγεῖ, γιά νά ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.

Τό βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τό ἐπακολούθησε συνειδητός πνευματικός ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. ᾿Αγώνας γιά τήν κάθαρση, τήν πνευματική πρόοδο, τή θέωση. Μαζί μέ τόν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καί ὁμόψυχό του ῞Αγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στόν Πόντο καί παρεδόθησαν κυριολεκτικά στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. ῾Ο ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον πού θέλει νά γινόμαστε βιαστές τῆς βασιλείας Του. ᾿Αξιώθηκαν καί οἱ δύο μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιά τίς πνευματικές του ἐμπειρίες καί τά οὐράνια χαρίσματα πού Χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐχάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτές πρέπει νά ἦσαν πολύ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτά πού ἔβλεπε μέ αὐτά τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καί τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου, πού «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τόν Κύριο τῆς Δόξας καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί εἶδε τά ἄρρητα ρήματα, τή δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γρήγορα ὁ Θεός ἐκάλεσε τόν Γρηγόριο στή διακονία Του. Τά τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στή Ναζιανζό. ῾Ο Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπό βοηθό καί συνεργάτη στή «νυκτομαχία», ὅπως ἐχαρακτήριζε τήν ἱερωσύνη, θέλησε νά τόν χειροτονήσει πρεσβύτερο, ἐπειδή ἔβλεπε στό πρόσωπό του ὄχι μόνο τόν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλά καί τό ζηλωτή γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργό τοῦ Κυρίου. ῾Ο Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τήν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τό βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατά σάρκα καί πνευματικός πατέρας), πού ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νά εὐλαβεῖται. ῎Εκανε ὑπακοή στήν ἐντολή τοῦ Γέροντος ᾿Επισκόπου καί ἐχειροτονήθηκε. ᾿Αμέσως μετά τή χειροτονία του ἐζήτησε ἀνακούφιση στή μόνωση καί τήν προσευχή. ᾿Αποσύρθηκε λοιπόν στό ἐρημητήριό του, στή γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καί βρῆκε τή γαλήνη καί τήν πορεία του. Καί ἐπέστρεψε μέ εἰρήνη στήν καρδιά νά ἀναλάβει τό πνευματικό του ἔργο, πού τό ἄρχισε μέ τόν περίφημο θεολογικό λόγο περί τοῦ Πάσχα καί τή δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.

Διακονοῦσε μέ ἱερό ζῆλο στό πλευρό τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τόν ἐξέλεξε ᾿Επίσκοπο τῆς μικρᾶς πόλεως Σάσιμα. Σκοπός του ἦταν νά περιφρουρήσει τή δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του ᾿Εκκλησίας ἀπό τίς διεκδικήσεις ἑνός νέου Μητροπολίτου, τοῦ Τυάνων ᾿Ανθίμου. Τό γεγονός αὐτό ἔθλιψε ἀκόμη πιό πολύ τόν Γρηγόριο. ᾿Αντέδρασε. ᾿Εξέφρασε τήν πικρία του. Τελικά ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλά δέν πῆγε ποτέ στά Σάσιμα. ῞Ενα χρονικό διάστημα ἔμεινε στή Ναζιανζό, ὡς βοηθός τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στήν παράκλησή του. Καί ὅταν ἐκεῖνος ἐκοιμήθηκε, τό 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νά ποιμαίνει τήν ᾿Εκκλησία τῶν Ναζιανζηνῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρίς νά παύσει νά τούς παρακαλεῖ νά ἐκλέξουν καί νά χειροτονήσουν τόν κανονικό τους ᾿Επίσκοπο. Καί ἐπειδή αὐτό ἀργοῦσε, στενοχωρημένος ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατέφυγε στή Σελεύκεια τῆς ᾿Ισαυρίας, ὅπου, κοντά στό ναό τῆς ῾Αγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τήν εἰρήνη καί τήν συχία στήν προσευχή καί ἔμεινε ἐκεῖ ἐπί πέντε σχεδόν ἔτη μελετώντας καί συγγράφοντας.

Τήν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ ὀλίγοι Χριστιανοί τόν ἐκάλεσαν στήν Κωνσταντινούπολη νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στήν Πόλη δέσποζαν οἱ ᾿Αρειανοί. ῏Ηταν τόση διάδοση καί ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος δέν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσιο στά χέρια τῶν ᾿Ορθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νά λειτουργεῖ καί νά κηρύττει σέ ἕνα σπίτι πού ὁ ἴδιος διεμόρφωσε σέ ναό καί τό ὀνόμασε ῾Αγία ᾿Αναστασία, δηλαδή τῆς ᾿Αναστάσεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας.

᾿Εκεῖ ὁ ῞Αγιος ἐξεφώνησε τά περίφημα θεολογικά κηρύγματά του. ῾Η ἐπίδρασή τους καί ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ ᾿Αρειανοί φανατικοί πῆραν τήν ἀπόφαση νά τόν ἐξολοθρεύσουν. Τόν ὕβρισαν. Τόν ἐκακολόγησαν. Τόν ἐκτύπησαν. Τόν ἐγρονθοκόπησαν. Τόν ἐλιθοβόλησαν. ῎Εβαλαν μάλιστα καί κάποιον νά τόν φονεύσει. Καί θά τόν ἐσκότωνε. ᾿Αλλά νικημένος ἀπό τήν ἁγιωσύνη τῆς πραότητός του ὁμολόγησε στόν ἴδιο τήν ἀλήθεια τή στιγμή πού εἶχε πάει νά τόν σφάξει.

Μέ ὅπλο τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τή μάχαιρα τοῦ πνεύματος, ἐνικοῦσε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως σάν τόν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ ᾿Αρειανοί ὅλο καί ὀλιγόστευαν. ῾Ο ῞Αγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπό τό ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τόν κατέστησε τό ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καί τόν ἐνθρόνισε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. ῞Ομως οἱ ᾿Ορθόδοξοι ᾿Επίσκοποι δέν εἶχαν ὅλοι τήν ὀρθή κρίση. Μερικοί μεθυσμένοι ἀπό φθόνο ἐκάκιζαν τόν ῞Αγιο, διότι δέν ἐπίεζε τό βασιλέα νά ἀφαιρέσει τίς ἐκκλησίες ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά τούς ἀπαγορεύσει νά τελοῦν τή λατρεία τους. Σέ ἀπάντηση ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ἐτόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τίς λόγχες τοῦ Καίσαρος καί ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετή σάν ὅπλο ἀλήθεια. Καί πράγματι, ἀλήθεια ἐνίκησε.

Τό ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος. Πρόεδρός τῆς ἦταν ὁ ῞Αγιος Μελέτιος ᾿Αντιοχείας. Αὐτή Οἰκουμενική Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατεδίκασε τούς ᾿Αρειανούς καί τούς Πνευματομάχους – Εὐνομιανούς καί συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τό διεμόρφωσε στή σημερινή του μορφή. ῎Ετσι ἔλαμψε δόξα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Ακόμη Σύνοδος κατεδίκασε τόν ᾿Απολλιναρισμό, πού διαιροῦσε τόν ἄνθρωπο σέ τρία μέρη (σῶμα, ψυχή καί νοῦ) καί ἐδίδασκε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τόν Χριστό ἀτελή καί ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. ῎Ετσι ὅμως κατέστρεφε τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Κυρίου καί τήν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετί πού δέν προσλαμβάνεται ὑπό τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καί ἀνίατο. Τρίτον, Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν ἀπόλυτο προορισμό, τόν ὁποῖο ἐδίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καί ὁ Λούθηρος καί ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀνεγνώρισε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο ὡς κανονικό ᾿Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

῾Ο Πρόεδρος τῆς Συνόδου ῞Αγιος Μελέτιος ἐκοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε Σύνοδος. ῾Η Σύνοδος τόν ἐτίμησε ὡς ᾿Απόστολο. ῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρό ἐπικήδειο λόγο πού ἄρχιζε μέ τά λόγια· «ηὔξησεν μῖν τόν ἀριθμόν τῶν ᾿Αποστόλων». Διάδοχός του στήν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. ᾿Αλλά μετά ἀπό λίγο τό κλίμα ἄλλαξε. ῎Εφθασε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συμμετάσχει στή Σύνοδο, ὁ Πέτρος Βύ, ὁ Πατριάρχης ᾿Αλεξανδρείας μέ τούς Αἰγύπτιους καί Μακεδόνες ᾿Επισκόπους. Αὐτοί εἶχαν πάρει ἤδη θέση ἐχθρική ἔναντι τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου. Δέν τόν ἀνεγνώριζαν ὡς κανονικό ᾿Αρχιεπίσκοπο, ἐπειδή τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπό τά Σάσιμα. Καί εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικά καί παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τόν Μάξιμο τόν Κυνικό, πού ἦταν μέν ᾿Ορθόδοξος ἀλλά ἔμεινε στήν ἱστορία σάν ἕνα αἰνιγματικό πρόσωπο. ῾Ο Πέτρος ἔθεσε στή Σύνοδο τό θέμα τῆς κανονικότητος. ῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τή δύναμη νά συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρός τήν ὑποστήριξη τῶν ᾿Επισκόπων εἶχε καί τή συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορος, ἀηδίασε καί παραιτήθηκε μέ τοῦτα τά λόγια· «Δέν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτου ᾿Ιωνᾶ. ῎Αν ἐγώ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στήν ᾿Εκκλησία ρίχνω τόν ἑαυτό μου στή θάλασσα». Εὐθύς μετά τήν παραίτησή του ἐλειτούργησε στόν καθεδρικό ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά ἀποχαιρετίσει τό ποίμνιό του. Καί ἔφυγε χωρίς νά περιμένει νά λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. ᾿Επέστρεψε στή Ναζιανζό καί γιά λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιά νά γαληνεύσει.

῾Ο ῞Αγιος, σέ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νά κάνει μιά σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντός τῆς ᾿Εκκλησίας μέ τά ὅσα συμβαίνουν ἐκτός αὐτῆς. ῎Ετσι λέγει, πρέπει νά ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τήν ὕπαρξη ἑνότητος στούς κοσμικούς ὀργανισμούς, στίς πόλεις, στούς οἴκους, στό στράτευμα, καί ὅμως νά ἀπουσιάζει ἀπό τόν κατ’ ἐξοχήν κήρυκα καί θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τήν ᾿Εκκλησία καί τούς πιστούς της.

Βεβαίως ἀποχώρησή του δέν ἐσήμαινε ὅτι θά ἔπαυε νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπίτευξη ἑνότητος καί γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στήν ᾿Εκκλησία, γιά τά δύο αὐτά ὑπέρτατα ἀγαθά.

Τό ἔτος 383 μ.Χ. ὑγεία του ὑπέστη σοβαρό κλονισμό. ᾿Επρότεινε ὡς ᾿Επίσκοπο τόν πρεσβύτερο Εὐλάλιο καί ἀποσύρθηκε ὁριστικά στήν συχία τῆς ᾿Αριανζοῦ, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 390 μ.Χ. ῾Η Σύναξη τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στήν ἁγιότατη Μεγάλη ᾿Εκκλησία καί στό μαρτυρικό ναό τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας, ὁποία βρίσκεται στήν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας πού ὀνομάζεται Δομνίνου, καθώς ἐπίσης καί στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τό ἱερό λείψανο τοῦ ῾Αγίου, ὅταν τό μετέφερε ἀπό τή Ναζιανζό τῆς Καππαδοκίας στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν δευτέρα μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιά νά ἐκκλησιασθοῦν, στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων καί εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου.

Τά ἔργα τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς ὀλίγα. Δέν ἔχουν τήν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρά ταῦτα ἔχουν βάθος καί δύναμη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλου. Τά ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε μεγαλύτερη πηγή τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτό ἔγινε καί ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος τῆς ᾿Εκκλησίας καί πηγή τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.

Πηγή http://www.apostoliki-diakonia.gr/

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like