Κοινοποιείστε το άρθρο
Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος τιμάται σήμερα η μνήμη του (27 Μαΐου)
Συναξάρι ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ Ρώσσου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς λεγομένης Μι-κρᾶς Ρωσσίας, περί τό ἔτος 1690, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί ἐνάρετους. Ὅταν ἐφθασε σέ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ ἐβασίλευε στή Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στόν πόλεμο ὅπου ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρός τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων, κατά τό ἔτος 1711, καί συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπό τούς Τάταρους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπούλησαν σέ ἕνα Ὀθωμανό ἀξιωματικό ἵππαρχο, πού καταγόταν ἀπό τό Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τό ὁποῖο εὑρίσκεται πλησίον στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τόν ἐπῆρε μαζί του στό χωριό του. Πολλοί ἀπό τούς αἰχμάλωτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατί ἐκάμφθησαν ἀπό τίς ἀπειλές, εἴτε γιατί δελεάσθηκαν ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί τίς προσφορές ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπό μικρός ἀναθρεμμένος μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί τήν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπό ἐκείνους τούς νέους, ὅπου τούς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικός καί στή νεότητά του. Διότι τιμημένο γῆρας δέν εἶναι τό πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στούς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσάν νά εἶναι γέροντες, καί ὁ καθαρός βίος τούς κάνει ὡσάν νά εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
Ἔτσι, λοιπόν, καί ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τή σοφία ὅπου δίδει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονή στή δουλεία καί στήν κακομεταχείριση τοῦ αὐθέντου του καί στίς ὕβρεις καί τά πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἐφώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή ἄπιστο, φανερώνοντάς του τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπέχθειά τους. Στόν αὐθέντη του καί σέ ὅσους τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, ἀποκρινόταν μέ σθεναρά γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νά ἀποθάνει, παρά νά πέσει σέ τέτοια φοβερή ἁμαρτία. Στόν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐάν μέ ἀφήσεις ἐλεύθερο στήν πίστη μου, θά εἶμαι πολύ πρόθυμος στίς διαταγές σου. Ἄν μέ βιάσεις νά ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τήν κεφαλή μου, παρά τήν πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα καί Χριστιανός θά ἀποθάνω».
Ὁ Θεός, βλέποντας τήν πίστη του καί ἀκούοντας τήν ὁμολογία του, μαλάκωσε τή σκληρή καρδιά τοῦ ἀγᾶ καί μέ τόν καιρό τόν συμπάθησε. Σέ αὐτό συνήργησε καί ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου ἐστόλιζε τόν Ἰωάννη, καθώς καί ἡ πραότητά του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί ἀπειλές τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε διορι-σμένο στό σταῦλο του, γιά νά φροντίζει τά ζῶα του. Σέ μιά γωνιά τοῦ σταύλου ἐξάπλωνε τό κουρασμένο σῶμα του καί ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τόν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νά ἔχει ὡς κλίνη τή φάτνη στήν ὁποία ἀνεκλίθη κατά τήν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δέ ἀφωσιωμένος στό ἔργο του, περιποιούμενος μέ στοργή τά ζῶα τοῦ κυρίου του, τά ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τήν πρός αὐτά ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νά τόν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νά τόν προσβλέπουν μέ ἀγάπη καί νά χρεμετίζουν μέ χαρά ὅταν τά χάϊδευε, ὡσάν νά συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μέ τόν καιρό ὁ ἀγᾶς τόν ἀγάπησε, καθώς καί ἡ σύζυγός του, καί τοῦ ἔδωσαν γιά κατοικία ἕνα μικρό κελλί κοντά στόν ἀχυρῶνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δέν δέχθηκε καί ἐξακολούθησε νά κοιμᾶται στό σταῦλο, γιά νά καταπονεῖ τό σῶμα του μέ τήν κακοπέραση καί μέ τήν ἄσκηση, μέσα στή δυσοσμία τῶν ζώων καί στά ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος ἐγέμιζε ἀπό τίς προσευχάς τοῦ Ἁγίου καί ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τό σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καί ἐκεῖ πορευόταν κατά τούς κανόνας τῶν Πατέρων, ἐπί ὧρες γονυπετής καί προσευχόμενος, κοιμώμενος γιά λίγο ἐπάνω στά ἄχυρα, χωρίς ἄλλο σκέπασμα ἀπό μιά παλαιά κάπα, γευόμενος μέ διάκριση, πολλές φορές μόνον λίγο ψωμί καί νερό καί νηστεύοντας τίς περισσότερες ἡμέρες.
Συνέχεια ἔψαλε τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καί καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καί ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτός ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καί ἀπό λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καί ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγώ δέ πρός τόν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καί εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τήν εἴσοδόν μου καί τήν ἔξοδόν μου ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρός σέ ᾗρα τούς ὀφθαλμούς μου, Κύριε, τόν κατοι-κοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδού ὡς ὀφθαλμοί δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοί ἡμῶν πρός Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὕ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλε καί τήν ὥρα ὅπου ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπό τό ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μέ τήν εὐλογία, ὅπου ἔφερε ὁ Ἅγιος στόν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτός ἐπλούτισε καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἰσχυρούς τοῦ Προκοπίου.
Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, παρεκτός τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας, πού ἔκανε ὡς ἄλλος Ἰώβ, πήγαινε τήν νύχτα καί ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στό νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σέ ἕνα βράχο καί βρισκόταν πλησίον στόν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφά τή νύκτα, κοινωνοῦσε δέ κάθε Σάββατο τά Ἄχραντα Μυστήρια. Καί ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπί τόν δοῦλο του τόν πιστό καί ἔκανε, ὥστε νά πάψουν νά τόν περιπαίζουν καί νά τόν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καί οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννου ἐπλούτισε, ἀπεφάσισε νά ὑπάγει γιά προσκύνημα στή Μέκκα, τήν ἱερά πόλη τῶν Μωα-μεθανῶν. Ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀρκετές ἡμέρες ἀπό τήν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καί προσεκάλεσε τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιά νά εὐφρανθοῦν καί νά εὐχηθοῦν νά ἐπιστρέψει ὑγιής στόν οἶκο του ἀπό τήν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στήν τράπεζα. Παρέθεσαν δέ σέ αὐτή καί ἕνα φαγητό, τό ὁποῖο ἄρεσε πολύ στόν ἀγᾶ, τό λεγόμενο πιλάφι, ὅπου τό συνηθίζουν πολύ στήν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τό σύζυγό της καί εἶπε στόν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θά ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καί ἔτρωγε μαζί μας ἀπό τοῦτο τό πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπό τήν κυρά του ἕνα πιάτο γεμᾶτο πιλάφι καί εἶπε ὅτι θά τό ἔστελνε στόν ἀφέντη του στή Μέκκα. Στό ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλά ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στή μαγείρισσα νά δώσει τό πινάκιο μέ τό φαγητό στόν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἤ ὅτι ἤθελε νά τό φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἤ νά τό πάει σέ καμιά πτωχή χριστιανική οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νά κάνει, δίδοντας τό φαγητό του.
Ὁ Ἅγιος τό ἐπῆρε καί πῆγε στό σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καί ἔκανε προσευχή ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τόν Θεό νά ἀποστείλει τό φαγητό στόν ἀφέντη του μέ ὅποιο τρόπο ἤθελε οἰ-κονομήσει Ἐκεῖνος μέ τήν παντοδυναμία Του. Μέ τήν ἁπλότητα πού εἶχε στήν καρδιά του ὁ Ἰωάννης ἐπίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θά εἰ-σακούσει τήν προσευχή του καί τό φαγητό θά πήγαινε θαυματουργικά στή Μέκκα. Ἐπίστευε, «μηδέν διακρινόμενος» κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρίς νά ἔχει κανένα δισταγμό, ὅτι θά αὐτό πού ζήτησε θά γινόταν. Καί, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, «τά ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καί θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτά τά ὑπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καί εἶναι θερμότεροι στήν ἐλπίδα τήν ὁποία ἔχουν πρός τόν Θεό. Πράγματι! Τό πιάτο μέ τό φαγητό χάθηκε ἀπό τά μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στήν τράπεζα καί εἶπε τήν οἰκοδέσποινα, ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στήν Μέκκα. Ἀκούοντας οἱ προσκεκλημένοι τόν λόγο αὐτό γέλασαν καί εἶπαν ὅτι τό ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλά ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπό τήν Μέκκα ὁ κύριός του καί ἔφερε μαζί του τό χάλκινο πιάτο, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκείων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δέν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στούς οἰκείους του: «Τήν δεῖνα ἡμέρα (καί ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατά τήν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στόν ἀφέντη του), τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπό τό μεγάλο τζαμί στόν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στό τραπέζι, σέ ἕναν ὀντᾶ (δωμάτιο) ὅπου τόν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τό σαχάνι (πιάτο) γεμᾶτο πιλάφι. Στάθηκα μέ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τό φαγητό καί πρό πάντων δέν μποροῦσα νά ἐννοήσω μέ τί τρόπο εἶχε ἀνοίξει τήν πόρτα, τήν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μή γνωρίζοντας πῶς νά ἐξηγήσω αὐτό τό παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τό πιάτο μέσα στό ὁποῖο ἄχνιζε τό πιλάφι καί εἶδα μέ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τό ὄνομά μου ἐπάνω χτό χάλκωμα, ὅπως σέ ὅλα τά χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μέ ὅλη τήν ταραχή ὅπου εἶχα ἀπό ἐκεῖνο τό ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καί ἔφαγα τό πιλάφι μέ μεγάλη ὄρεξη, καί ἰδού τό πιάτο πού τό ἔφερα μαζί μου, καί εἶναι ἀληθινά τό δικό μας».
Ἀκούοντας αὐτήν τήν διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ ἱππάρχου ἐξέστη-σαν καί ἀπόρησαν, ἡ δέ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τό πιάτο μέ τό φαγητό καί εἶπε ὅτι τό ἔστειλε στήν Μέκκα, καί ὅτι, ἀκούγοντάς τον νά λέγει ὅτι τό ἔστειλε, γέλασαν.
Αὐτό τό θαῦμα μαθεύτηκε σέ ὅλο τό χωριό καί στή γύρω πε-ριοχή καί ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τόν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καί ἀγαπητό στόν Θεό, τόν ἔβλεπαν δέ μέ φόβο καί σεβασμό, καί δέν τολμοῦσε κανείς νά τόν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καί ἡ σύζυγός του τόν περιποιοῦντο περισσότερο καί τόν παρακαλοῦσαν πάλι νά φύγει ἀπό τό σταῦλο καί νά κατοικήσει σέ ἕνα οἴκημα, τό ὁποῖο ἦταν κοντά στόν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τόν βίο του μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρίν στήν περιποίηση τῶν ζώων καί κάνοντας μέ προθυμία τά θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
Ἀλλ’ ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια, κατά τά ὁποῖα ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μέ νηστεία, προσευχή καί χαμευνία, πλησιάζοντας στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καί ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω στά ἄχυρα τοῦ σταύλου, τόν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μέ τίς δεήσεις του καί μέ τήν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιά τό ὄνομα καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τό τέλος του, ζήτησε νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί πρός τοῦτο ἔστειλε καί κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλά ὁ ἱερεύς φοβήθηκε νά μεταφέρει φανερά τά Ἅγια Μυστήρια στόν σταῦλο, γιά τό φανατισμό τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίσθηκε, κατά θεία φώτιση, καί πῆρε ἕνα μῆλο, τό ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τήν Θεία Κοινωνία καί ἔτσι μετέβη στό σταῦλο καί κοινώνησε τόν μακάριο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος μόλις ἔλαβε τό Ἄχραντο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου παρέδωκε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τό ἔτος 1730 .
Τό 1733, τό ἀκέραιο καί εὐωδιάζον ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετά τήν ἐκταφή του, ἀρχικά στή λατομη-μένη σέ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στό νεόδ-μητο ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καί τέλος στόν πρός τιμήν του ἀνεγερθέντα ναό. Τοποθετήθηκε σέ λάρνακα στό δεξιό μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητές καί πάσχοντες ἀπό διάφορα νοσήματα εὕρισκαν τήν θεραπεία τους.
Ὅταν, κατά τό ἔτος 1832, ἐπί σουλτάνου Μαχμούτ τοῦ Β΄, ἐπα-ναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχήμ πασᾶς, ὁ σουλτᾶνος ἔστειλε ἐναντίον του καί τόν Χαζνετάρ Ὀγλού Ὀσμάν πασᾶ μέ 1800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμάν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντά στό Προκόπι, ὅπου σκεπτόταν νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἀναχωρήσει τήν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδή ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σάν γενίτσαροι πού ἦσαν, μισοῦσαν τόν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νά μήν δεχθοῦν τόν Ὀσμάν πασᾶ στό Προκόπι οὔτε στά σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, πού ἦσαν πιστοί στόν σουλτάνο, προσπάθησαν νά πείσουν τούς συμπατριῶτες τους νά πειθαρχήσουν στόν σουλτάνο καί νά δεχθοῦν τόν στρατό πού ἐρχόταν ἀπό ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σ’ αὐτούς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμάν πασᾶς νά ἀγανακτήσει καί νά καταστρέψει τό χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δέν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοί πῆραν τά γυναικόπαιδα καί ἔφυγαν στά γύρω χωριά καί στίς σπηλιές, γιά νά μήν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τήν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμάν πασᾶς εῖσῆλθε στό Προκόπι, τό λεηλάτησε καί τό κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπό τούς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καί στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τά ἱερά σκεύη καί ἄνοιξαν τήν λάρνακα τοῦ Ὁσίου ἐλπίζοντας νά εὕρουν καί ἐκεῖ χρυσαφικά καί ἀσημικά. Δέν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπό τό κακό τους, πού βγῆκαν γελασμένοι καί γιά νά κοροϊδέψουν τήν χριστιανική πίστη, ἀπεφάσισαν νά κάψουν τό ἱερό λείψανο.
Τό ἔβαλαν στό προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγαναν, ἔβαλαν φωτιά καί ἔρριψαν μέ ἀσέβεια τό ἱερό σκήνωμα μέσα στίς φλόγες. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλά καί φάνηκε στούς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τούς φοβέριζε καί τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοί βρῆκαν τά ἀσημικά, πού εἶχαν ἀφήσει ἀπό τόν τρόμο τους οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες, πῆραν μέ εὐλάβεια τό ἱερό λείψανο καί τό τοποθέτησαν πάλι μέσα στήν λάρνακα.
Τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε στήν Εὔβοια τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 1924 μαζί μέ τούς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τό πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καί ἐνῶ τό πλοῖο βρισκόταν στήν Ρόδο δέν προχωροῦσε, ἀλλά περιστρεφόταν μέσα στήν θάλασσα καί ἔμενε στόν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πού εἶχε πάρει μαζί του τό ἱερό λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στόν πλοίαρχο, ὅτι μέσα στό πλοῖο καί μάλιστα στό ἀμπάρι ἦταν τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τήν μεταφορά τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στό διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τό ἐναπέθεσαν καί ἄναψαν τό κανδήλι.
Η μεταφορά του λειψάνου και θαύματα του Αγίου
Βαρυφορτωμένο ξεκίνησε τό πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1924 τό πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» από τό λιμάνι της Μερσίνας της Μικρός Ασίας με προορισμό τήν Εύβοια. Δεν μετέφερε μόνο 800 πονεμένους ρακένδυτους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στο αμπάρι του τό πλοίο έκρυβε πολύτιμο θησαυρό. Ήταν ή ξύλινη (από κυπαρίσσι) λάρνακα με τό τίμιο ιερό σκήνωμα του 40χρονου οσίου Ιωάννου του Ρώσου.
Οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει αυστηρά στους Χριστιανούς τη μεταφορά του Αγίου από τό Προκόπιο. Είχαν μάλιστα σφραγίσει τόν ομώνυμο περικαλλή ιερό Ναό του. Άλλά ο πιστός σιδηρουργός του Προκοπίου με άδεια του ευλαβέστατου ιερέως π. Χαραλάμπους Άβερκιάδη τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου τόλμησε και παραβίασε κρυφά τόν ιερό Ναό. Και ο τολμηρός Έλληνας και πιστός Μικρασιάτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πού επρόκειτο τήν επομένη νά ταξιδέψει γιά τήν Ελλάδα, ανέλαβε νά περιτυλίξει με κιλίμια τό ιερό Λείψανο. Και με κίνδυνο της ζωής του τό πέρασε από τό τουρκικό τελωνείο.
Τόσο μεγάλη ευσέβεια και πίστη είχαν οι αγαπημένοι μας Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μπορεί νά έφθασαν στην μητροπολιτική Ελλάδα μας πάμφτωχοι υλικά, άλλά μάς έφεραν τόν ζωντανό τους πλούτο τής Ορθοδόξου Παραδόσεως και ζωής όχι μόνο με τό ήθος και τήν αρχοντιά τους, άλλά και με τα πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, τις περίπυστες άγιες εικόνες και προπαντός με τα θησαυρίσματα των ιερών Λειψάνων των Άγιων τους.
Έτσι ή Εύβοια χάρις στην πίστη των ευσεβών Μικρασιατών του Προκοπίου τής Ανατολής απέκτησε τόν θησαυρό αυτό, δηλαδή τό ιερό άφθορο Λείψανο του αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Σήμερα ευρίσκεται μέσα σε ασημένια Λάρνακα στον ομώνυμο περίλαμπρο Ναό του στο χωριό Νέο Προκόπιο στα βόρεια τής νήσου.
Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος. Είχαν περάσει τριάμισι μόλις χρόνια από τήν κοίμηση του Αγίου. Οι Προκοπιείς έβλεπαν κάθε νύχτα «φώς λάμπον άγιον τω του οσίου μνήματι». Έτσι με θαυμαστή υπόδειξη του Αγίου τό Νοέμβριο του 1733 έγινε ή ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του. Έκθαμβοι οι πιστοί Χριστιανοί αντίκρισαν τό ιερό Λείψανο του νέου αυτού ασκητού και όμολογητού «ακέραιο καί εύωδιάζον». Με ιερό δέος τό έναπέθεσαν κάτω από τήν Αγία Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (του ναού πού τόσο είχε αγαπήσει ο Άγιος).
Εκατό χρόνια μετά, τό 1832, ο στρατός του Όγλού Οσμάν πορευόμενος σε πολεμική αποστολή λεηλάτησε τό Προκόπιο. Βεβήλωσε και λήστεψε τόν ιερό ναό. Παρέδωσε τό ιερό Λείψανο του άγιου Ιωάννου στις φλόγες. Άλλά ο Άγιος παρουσιάστηκε σε όραμα και φοβέρισε τούς ασεβείς Οθωμανούς. Έντρομοι οι στρατιώτες εγκατέλειψαν αμέσως εκεί ό,τι είχαν κλέψει και έφυγαν διακηρύσσοντας τό μεγάλο θαύμα. Τό σκήνωμα του Άγιου παρέμενε άθικτο, όμως έμαύρισε επιφανειακά. Τό 1862 με επέμβαση θαυματουργική του Άγιου γλύτωσαν από τό σεισμό είκοσι παιδάκια του ελληνικού σχολείου.
Ή φήμη του οσίου Ιωάννου ως θαυματουργού είχε απλωθεί πλέον σ’ όλη τη Μ. Ασία. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες γιά τα θαύματα του. Πλήθη λαού τόν επισκέπτονται και ζητούν θεία προστασία και βοήθεια. Τόν ονομάζουν «θεραπευτή Άγιο». Οι Τούρκοι τόν αποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «τό σιφά σουγιού», τό νερό του αγιάσματος του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μία δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Ή λάρνακα του Οσίου «ίατρείον δέδεικται πάσης ασθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αείμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ίδόντες σου τήν βιοτήν καί τήν πτωχείαν τήν πολλήν οί Άγαρηνοί, Ιωάννη, σφόδρα ηύλαβήθησαν ηθών σου τήν σεμνότητα». Και σε δόξασαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!
Ό Ορθόδοξος κόσμος τής Ανατολής απέδειξε τη μεγάλη του ευλάβεια και τήν ευγνωμοσύνη του προς τόν όσιο Ιωάννη και με τήν ανέγερση μεγαλοπρεπούς βυζαντινού ναού στη μνήμη του ονόματος του στο Προκόπιο τής Μικρός Ασίας. Γιά τήν ανέγερση αυτή έγινε πανελλήνιος συναγερμός. Μεγάλη ήταν και ή συνεισφορά τής ‘Ι. Μ. Άγιου Παντελεήμονος Άγ. Όρους. Εκεί, μέσα στον λαμπρό αυτό ναό διαστάσεων 50×40 και ύψους 30 μέτρων και με τα 2 καμπαναριά του, πού διαλαλούσαν τη δόξα τής Χριστιανοσύνης, από τό 1886 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1924 ο άγιος Ιωάννης μέσα από τήν ξύλινη λάρνακα δεχόταν τις παρακλήσεις του αγαπημένου του πιστού λαού. (Δυστυχώς ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε από τα θεμέλια του τό 1950 με εντολή του φανατικού «καϊμακάμη», Τούρκου διοικητού του Προκοπίου).
Τώρα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής φιλοξενείται στο χώρο τής ευβοϊκής γης. Τό αγιασμένο ιερό του σκήνωμα αναπαύεται πλέον μόνιμα μέσα στον καινούργιο ολόλαμπρο, περικαλλή ναό του πού έκτισαν στο Νέο Προκόπιο Εύβοιας με πολλές θυσίες οι πιστοί μας πρόσφυγες μαζί με τη συνδρομή πολλών ευσεβών Χριστιανών. Συνεχίζει ο Όσιος μας και από εκεί με τήν ίδια, όπως πάντα, απέραντη αγάπη του και στοργή νά ακούει τις δεήσεις και τις πολύκλαυστες παρακλήσεις των πιστών αδελφών του. Και νά θαυματουργεί σε πολλούς.Συνεχώς καταγράφονται και νέα θαύματα του.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενεί ένα ταπεινό μπαστουνάκι πού παραστέκει δίπλα στην ασημένια λάρνακα του Άγιου. Βουβός μάρτυρας θαύματος. Προέρχεται από τη συγκύπτουσα γερόντισσα Μαρία Σιάκα από τό Φρέναρος Αμμοχώστου (Κύπρου), ή όποια στις 11.8.78 θεραπεύθηκε εκεί από τόν Άγιο και με φωνή πνιγμένη από δάκρυα ευγνωμοσύνης του είπε: «Ίντα (τί) νά σου δώσω, παλληκάρι μου; Άγιε μου, είμαι φτωχιά, θα σου δώσω τό μπαστούνι μου, διότι εν μου (δεν μου) έχρειάζεται μέχρι νά πεθάνω».
Συγκινητική είναι και ή παρουσία του Άγιου τόν Μάρτιο του 1999 στη Σερβία. Όπως ή υπέρμαχος Στρατηγός, ή Παναγία μας, ενδυνάμωσε τούς στρατιώτες μας τό 1940, έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος σε οράματα πού πολλοί τόν είδαν, τούς βεβαίωσε: «Πηγαίνω στο Βελιγράδι, γιατί σφαγιάζεται ή Ορθοδοξία». Και πράγματι· ντυμένος στρατιωτικά ο Άγιος ενίσχυε πολλούς Σέρβους τήν περίοδο εκείνη με τη θαυματουργική παρουσία του, όπως τό κατέθεσαν αυτόπτες αξιόπιστοι μάρτυρες Σέρβοι.
Ό άγιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής αγάπησε αληθινά, βαθιά και ισόβια τόν Χριστό μας. Καμιά δυσκολία δεν στάθηκε ικανή, ώστε νά χαλαρώσει τούς δεσμούς τής αγάπης του προς τόν Κύριο μας, τόν Ιησού Χριστό. Ούτε ή μικρή του ηλικία τόν εμπόδισε, ούτε τό αρνητικό παράδειγμα τής αποστασίας των συστρατιωτών του ούτε οι συνθήκες τής αιχμαλωσίας ούτε οι πιέσεις και οι ειρωνείες των αλλόπιστων ούτε ο τόπος τής διαμονής του. Όλα αυτά τα περιφρόνησε. Και είχε πάντοτε ως σύνθημα τής ζωής του νά πράττει «ό,τι αρέσει στόν Βασιλέα Χριστόν», οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Γι’ αυτό με τη Χάρη του παντοδύναμου Θεού μέσα σε 40 μόλις χρόνια ολοκλήρωσε τόν προορισμό του με τόσο θεάρεστη ακρίβεια. Έζησε άγια! Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, τόν έβράβευσε με δόξα μεγάλη, με τό φωτοστέφανο τό τιμημένο του Άγιου!
Ας βαδίζουμε και εμείς στα ίχνη του. Και με τις πρεσβείες του ας σταθεροποιούμε τις αποφάσεις μας γιά αγώνα αγιασμού μέχρι θανάτου.
Πηγές
Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
https://sites.google.com/