Κοινοποιείστε το άρθρο
Άγιος Νεκτάριος: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Οι βρωμερές συκοφαντίες που υπέμεινε ο Άγιος
[1] Πολλά διεσπείροντο από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανέγερσης της Μονής [δηλαδή της γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, της οποίας κατόπιν διετέλεσε εφημέριος και πνευματικός]. Πολύ εδοκιμάσθη από τους διεστραμμένους, τους μοχθηρούς και τους συκοφάντες. Διέδιδαν συκοφαντίες ανηθικότητος ανηκούστους. Ησχολήθη με αυτές και η Ιερά Σύνοδος. Ο δέ τότε Πρόεδρος αυτής, ο Αθηνών Θεόκλητος μετέβη αυτοπροσώπως επιτοπίως το 1908, διά να εξετάση. Φεύγοντας όμως από εκεί αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι «ήτο όντως Θείον έργον». Πολύ όμως τον κατέτρεξε και ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης.
Αυτός ήταν και κατά του μοναχισμού. Όταν ο Άγιος αγωνιζόταν με τόσες δυσκολίες να κτίση το Μοναστήρι, επήγε και τον απέτρεπε…
– Τί κάνεις εδώ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ότι τόσα εξωκκλήσια γύρω εδώ ερήμωσαν; Δεν είναι για Μοναστήρια στη σημερινή εποχή.
Ο Πενταπόλεως όμως εξηκολούθησε και έγινε το Μοναστήρι και άλλα πολλά κατόπιν, ώστε η Αίγινα σήμερον να έχη τα περισσότερα Μοναστήρια. Το προείπεν ο Άγιος: «Θα γίνη, είπεν, η Αίγινα το Άγιον Όρος των Μοναζουσών». Και ήδη έχει εννέα Μοναστήρια γυναικών.
Αλλά και ποία διαφορά στο τέλος των δύο Ιεραρχών. Ο Μεταξάκης, που έκαμε τόσε εις βάρος της Ορθοδοξίας, είχεν οικτρόν τέλος. Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω από το κρεββάτι του νεκρόν και με την γλώσσαν του έξω. Αυτήν ακριβώς την γλώσσαν, που έλεγε αυτά στον Άγιο και τόσα εις βάρος της Ιεράς Παραδόσεως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
Εξ αντιθέτου, ο Πενταπόλεως, που έμεινε πιστός στην Ιερά Παράδοσιν και υπέμεινε τους πειρασμούς και διώξεις, είχεν άγιον τέλος και σήμερον τιμάται, όχι μόνον από το Πανελλήνιον, αλλά και από όλην την Υδρόγειον.
Είναι αληθές, ότι ο Θεός παρεχώρησε να περάση και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες. Παρ’ όλην την εκεί εργασίαν του, πολλοί κακοί άνθρωποι, όργανα του διαβόλου έλεγαν, ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και, ότι όλα αυτά που κάνει, είναι υποκριτικά. Έφθασαν μάλιστα στο σημείον να τον κατηγορούν για ανηθικότητες και, ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρον ακολασίας! Διέδιδαν, ότι οι μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο πηγάδι.
Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα «Κερού» είχε μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη. Η μητέρα αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρην της και πολλές φορές επιχείρησε να την σκοτώση. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το δέχτηκε και το προστάτεψε.
Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψη και άρχισε να συκοφαντή τον Άγιο. Τα λόγια της ήταν πολύ φαρμακερά και πειστικά. Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε το περιστατικό στο Μητροπολίτη Αθηνών, Θεόκλητο, ζητώντας οδηγίες. Εκείνος τού είπε να την προστατεύση την κοπέλα. Η κοπέλα έφθασε στα 18 της χρόνια. Η Κερού όμως το πήρε πείσμα. Είχε το σατανά μέσα της. Επήγε στον Πειραιά και άρχισε τα κλάματα μπροστά στον Ανακριτή να διηγήται την τραγωδίαν της. «Ένας Καλόγηρος, που τάχα ασκητεύει, μού την πήρε στο γυναικομονάστηρο. Αυτός έχει όλες τις καλόγριες ερωμένες. Σώστε το παιδί μου…».
Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεσιν και την επομένην πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δύο χωροφύλακες. Παρεβίασε την πόρτα, παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού, και μπήκε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Ο Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο να τους υποδεχθή. Ο Ανακριτής έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε γέροντα:
– Βρε παληοκαλόγηρε!… πού είναι τα παιδιά που κάνεις; (Επηκολούθησε αισχροτάτη φράσις). Αυτά κάνεις εδώ πέρα; Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας: Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα-τρίχα.
Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξι. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε:
– Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!!
Και πράγματι! «έστι δίκης οφθαλμός, Ός τα πάνθ’ ορά». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαριά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστια του. Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε. Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον Άγιον, να τον συγχωρέση. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια του Αγίου, μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθή. Ο Άγιος προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος. Τον συνεχώρησε με την καρδιά του. Του Εισαγγελέως [ωστόσο] έπειτα από δύο χρόνια τού κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε, από το γιακά του ράσου, τον Άγιο.
Το Μοναστήρι του όμως, παρ’ όλα αυτά, επρόκοψε. Εν τω μεταξύ η Αδελφότης εμεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα μορφωμένες. Έγινε ένα πνευματικόν κέντρον, που ξεκούραζε ψυχικά και φώτιζε τους ανθρώπους».
Ο βίος του Αγίου Νεκταρίου
Τα πρώτα χρόνια
Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε το 1846 στην Σηλυβρία της Θράκης και το όνομά του ήταν Αναστάσιος. Οι γονείς του που ήταν πολύ φτωχοί αλλά ευσεβείς ονομάζονταν Δήμος και Βασιλική Κεφαλά. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του. Ενώ ήθελε να μάθει περισσότερα, ήταν καταδικασμένος σαν φτωχός που ήταν και δεν είχε τα μέσα να προχωρήσει στα γράμματα, να φύγει από τον τόπο του. Έτσι σε ηλικία 14 ετών, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα στο λιμάνι πλησίασε κάποιο πλοίο, που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει για την Κωνσταντινούπολη και παρακάλεσε τον καπετάνιο να τον πάρει. Εκείνος τον κορόιδεψε και ο Αναστάσιος έμεινε στο λιμάνι να παρατηρεί το πλοίο που έβαλε μπρος τις μηχανές για τον απόπλου. Η μηχανή του πλοίου δούλευε αλλά το πλοίο έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος σε απόγνωση βγήκε έξω να πάρει αέρα και είδε τότε τον Αναστάσιο λυπημένο και του είπε να μπει στο πλοίο. Μόλις μπήκε, αμέσως το πλοίο ξεκίνησε.
Στον έλεγχο των εισιτηρίων. ο Αναστάσιος βρέθηκε και πάλι σε δύσκολη θέση, αφού ο καπετάνιος δεν ήταν παρών και είπε στον ελεγκτή:
– “Είμαι φτωχός. Δεν έχω χρήματα. Πηγαίνω να δουλέψω για να ζήσω εγώ, να στείλω και στους γονείς μου”.
Μεταξύ των επιβατών του πλοίου ήταν και ένας ανιψιός του Ιωάννη Χωρέμη, που ήταν πολύ πλούσιος και ο οποίος αργότερα τον υποστήριξε να σπουδάσει.
Στην Κωνσταντινούπολη
Στην Πόλη, ο Αναστάσιος, έπιασε δουλειά σε ένα καπνεργοστάσιο ενός συγγενή του. Ήταν τόσο άθλιες οι συνθήκες, αφού δεν πληρωνόταν καλά και γύριζε ξυπόλητος και πεινασμένος. Μόνο στην προσευχή έβρισκε παρηγοριά και στην Εκκλησία που πήγαινε τακτικά. Έγραψε λοιπόν ένα γράμμα στο Χριστό με διεύθυνση τους Ουρανούς:
– “Χριστέ μου βοήθησέ με”.
Όταν λοιπόν πήγε να το ταχυδρομήσει, συνάντησε έναν έμπορο και του το έδωσε να το ταχυδρομήσει εκείνος. Όταν όμως ο έμπορος είδε την διεύθυνση, το άνοιξε και συγκινήθηκε τόσο πολύ ώστε του έβαλε ο ίδιος στον φάκελο αρκετά χρήματα και τα έστειλε στον Αναστάσιο. Το αφεντικό του όμως, που τον είδε με αγορασμένα ρούχα και παπούτσια υποπτεύθηκε ότι από κάπου τα είχε κλέψει. Με την επέμβαση όμως του εμπόρου απαλλάχτηκε από την κατηγορία ο μικρός Αναστάσιος.
Το πάθος του για να μορφωθεί τον οδήγησε στο να ξενυχτά και να διαβάζει διάφορα διδακτικά βιβλία και ιδίως τους βίους των Αγίων. Για να μην ξεχνάει μάλιστα τα ρητά που διάβαζε, τα έγραφε πάνω στ σακουλάκια του καπνού του εργοστασίου. Έτσι τα διάβαζαν και όσοι αγόραζαν τα σακουλάκια. Από αυτά λοιπόν τα ρητά, έφτιαξε πολύ αργότερα το βιβλίο του “Λογίων Θησαύρισμα”.
Ο μικρός Αναστάσιος είχε πόθο να μεταβεί στου Αγίους Τόπους, για να προσκυνήσει. Έτσι πήρε το πλοίο για τους Άγιους Τόπους. Το πλοίο, συνάντησε μεγάλη τρικυμία και ο καπετάνιος είπε στον κόσμο, να είναι έτοιμοι για να μπουν στις βάρκες. Ο Αναστάσιος τότε έβγαλε έναν Σταυρό, που του είχε δώσει η γιαγιά του και αφού τον έδεσε με την ζ΄νη του, τον βύθισε στην θάλασσα τρεις φορές. Τότε ω του θαύματος, ο άνεμος κόπασε και έγινε αμέσως γαλήνη. Ο Σταυρός του όμως έπεσε στην θάλασσα. Στη συνέχεια καθώς προχωρούσε το πλοίο, ακούγονταν χτύποι στα ύφαλα του πλοίου. Οι ναύτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Όταν αποβιβάζονταν οι επιβάτες στον λιμάνι, ακούστηκαν πάλι χτύπο. Ο καπετάνιος έστειλε τους ναύτες με την βάρκα να εξετάσουν το πλοίο εξωτερικά. Τότε ήταν που ένας ναύτης βρήκε στο μέρος, που ακούγονταν οι χτύπο τον χαμένο Σταυρό του Αναστασίου. Αυτόν τον Σταυρό τον φορούσε στην ζωή του πάντα.
Κάποια στιγμή άφησε το καπνοπωλείο και προσλήφθηκε σαν παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Εκεί δίδασκε στις κατώτερες τάξεις, αλλά συγχρόνων διδασκόταν και αυτός τα μαθήματα των ανωτέρων τάξεων. Στα είκοσι χρόνια του πήγε στην Χίο σαν δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Κήρυττε μάλιστα στην εκκλησία του χωριού. Νήστευε πολύ και έτρωγε μόνο μια φορά την ημέρα. Στο Λιθί της Χίου έμεινε επτά χρόνια.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο Μοναχός
Ο πόθος, του είχε στην ψυχή του ο μικρός Αναστάσιος να γίνει μοναχός τον οδήγησε να συμπληρώσει τις γνώσεις του και να μελετήσει θεολογικά βιβλία. Επισκεπτόταν συχνά την Ιερά Μονή των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Για τρία χρόνια ασκητεύει στη Νέα Μονή.
Ο Ιερέας
Το έτος 1877 ο μητροπολίτης Χίου εκτίμησε την διαγωγή του και τον χειροτόνησε στον ναό του Αγίου Μηνά της Χίου, διάκονο ονομάζοντάς τον Νεκτάριο.
Κάποτε λοιπόν, ένας πολύ πλούσιος Χιώτης, που ονομαζόταν Ιωάννης Χωρέμης, ακούγοντας τα σχετικά με την φήμη του Αγίου, πήγε να τον συναντήσει. Ήθελε να σπουδάσει έναν ευσεβή νέο. Τον έστειλε λοιπόν με έξοδα του στην Αθήνα, για να τελειώσει το Γυμνάσιο. Κατόπιν ο Χωρέμης με συστατική του επιστολή, τον στέλνει στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Ο πατριάρχης λοιπόν όταν διαπίστωσε την αρετή και την ευφυΐα του Νεκταρίου, τον έστειλε πάλι στην Αθήνα, για να σπουδάσει θεολογία. Το έτος 1885 πήρε το πτυχίο του, το οποίο μπορεί κάποιος να το δει να κρέμεται στο δωμάτιό του στην Αίγινα.
Έρχεται λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Σωφρόνιος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά και το έτος 1886 τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ταυτόχρονα αναλαμβάνει και τα καθήκοντα του ιεροκήρυκα και γραμματέα του πατριαρχείου, καθώς και τα του πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο.
Ο Μητροπολίτης
Τρία χρόνια μετά χειροτονήθηκε μητροπολίτης Πενταπόλεως. Με τον τίτλο αυτό, γιατί ήταν απλός τιτουλάριος, εξακολουθούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εκκλησία με πολύ ζήλο. Ο Άγιος για την αρετή του αγαπήθηκε πολύ από όλους. Ήταν πολύ ταπεινός και το αξίωμα δεν τον πείραζε καθόλου. Αυτό φαίνεται και από κάποια επιστολή του σε ένα μοναχό:
– “Η υμετέρα ταπεινοφροσύνη διακρίνει ανισότητα τινά μεταξύ εαυτής και εμού, δια το αξίωμα της Αρχιεροσύνης. Το αξίωμα αληθώς μέγα, αλλά καθ’ εαυτό και προς εαυτό. Το αξίωμα αληθώς τιμά τον κεκτημένο, δια την υποκειμενική του αξία, αλλά ουδόλως μεταβάλλει τας σχέσεις των ηξιωμένων προς τους αδελφούς του, τους αδελφούς του Κυρίου. Αι σχέσεις αύται διαμένουσι πάντοτε αι αυταί, διο ουδεμία διαφορά και επομένως ανισότης μεταξύ αλλήλων υφίσταται.
Πλήν τούτου, το αξίωμα του Αρχιερέως υπόδειγμα έστι ταπεινοφροσύνης. Ει ουν υπόδειγμα, πρώτος άρα εν τοις ταπεινόφροσιν. Ει δε πρώτον εν τούτοις, άρα και έσχατος πάντων. Ει δε έσχατος, που η υπεροχή; Το αξίωμα περιποιεί τιμήν τω έχοντι, αλλ’ ου διακρίνει αυτόν των αδελφών του κυρίου, διακρίνονται, ασχέτως προς το αξίωμα, οι μιμητές του Χριστού, διότι ούτοι φέρουσι το αρχέτυπον της εικόνος και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, την εγκαλλωπίζουσαν και εξυψούσαν αυτούς εις περιωπήν δόξης και τιμής. Μόνος αύτη η τιμή φέρει διάκρισην και ανισότητα μεταξύ των ισοτίμων της Χάριτος. Ο τελειωθείς εν τη αρετή, υπερέχει του μήπω τελειωθένοτες και ο μηδ’ όλως αρετής γενόμενος, υστερεί πολύ του εν τη αρετή συζώντος.
Ο δε αμελής, καν Αρχιερεύς, τυγχάνει ων, υπολείπεται κατά παρασάγγας του επιμελούς και εγρηγορότος, καν ούτος ελάχιστος τις και ταπεινός τυγχάνει Μοναχός. Ήδη παρακαλώ να μάθω τις υπερέχει κατά την αρετήν, ο εν αυμαρεία και ευζωΐα του βίου διάγων, ή ο ερημίτης, ο εστερημένος και της ελάχιστης παρηγορίας; Ο εν τω κόσμω προκείμενος ή ο εν τω Θεώ αφοσιωμένος; Παραλείπω να ερωτήσω περί των παρεπομένων τη πολιτεία εκάστου. Προς τας ερωτήσεις μου πας τις δύναται προχείρως ν’ απαντήσει, διότι εισί λελυμένα προβλήματα. Ώστε η αρετή και μόνη η αρετή διακρίνει, η δε αρετή εν τω πολιτεύματι. Η μείς, αγαπητέ αδελφέ, συναίσθηνιν έχοντες της ημετέρας αναξιότητος και γυμνότητος, ουδέ τολμώμεν καν να συγκρίνωμεν ημάς προς τον ελάχιστον των Μοναχών, το εν τη ασκήσει και σεμνή πολιτεία ζώντα. Διαβεβαιώ δε υμάς, ότι καθ’ εκάστην μακαρίζω τους αφοσιωθέντας τω Θεώ, και εν Αυτώ και κινουμένους και όντας… Ιδού, αγαπητέ αδελφέ, ποία η εμή πεποίθησις, ης ένεκα θεωρώ τον ασκητήν υπέρτερον του Αρχιερέως, ήν έν πάση ειλικρίνεια ομολογώ”
Έλεγε μάλιστα με πολλή ταπείνωση:
“Κύριε, διατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα; Εγώ σου εζήτησα να γίνω μόνον Θεολόγος και όχι Μητροπολίτης. Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να με αξιώσεις να γίνω ένας απλούς εργάτης του Θείου Λόγου Σου, και Συ Κύριε, τώρα με δοκιμάζεις με τόσα πράγματα. Αλλ’ υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημά Σου, και δέομαι: Καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών δι’ ων τρόπων γνωρίζεις και αξίωσόν με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως προς τους λόγους του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει: “Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός””.
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ
Οι συκοφαντίες
Ο διάβολος όμως βλέποντας την αγιοσύνη του κίνησε μερικούς να τον διαβάλλουν στον Πατριάρχη, ότι δήθεν επιβουλεύτεται τη θέση του, πράγμα που ούτε κατά διάνοια το σκέφθηκε ποτέ για τον ευεργέτη του. Δυστυχώς, όμως, ο Σωφρόνιος τα πίστεψε όλα αυτά και τον απέλυσε από την θέση του, ενώ ταυτόχρονα τον έδιωξε από την Αίγυπτο.
Ο Άγιος ήρθε λοιπόν την Αθήνα το έτος 1889 με σκοπό να πάει στο Άγιο Όρος, για να μονάσει. Ο Επίσκοπος Πατρών Δαμασκηνός όμως του συνέστησε να μείνει στην Αθήνα, για να ωφελήσει με το κήρυγμά του. Χωρίς χρήματα βέβαια, γιατί ποτέ δεν κρατούσε χρήματα αφού τα έδινε στους φτωχούς. Γι’ αυτό έλεγαν: ¨=Χρήματα και Πενταπόλεως είναι δυο πράγματα αντίθετα”. Και σαν Μητροπολίτης, το Πατριαρχείο δεν τον πλήρωνε, αφού του καθυστερούσαν όλους τους μισθούς του.
Οι συκοφαντίες λοιπόν φθάνουν και στην Αθήνα όπου τις υπέμεινε όμως αγόγγυστα. Μόνο μία φορά διαμαρτυρήθηκε στον Πατριάρχη, όταν το Υπουργείο ζήτησε πληροφορίες από το Κάιρο και οι πατριαρχικοί του απάντησαν συκοφαντικά για τον Άγιο. Τότε έγραψε προς τον Πατριάρχη:
– “Τοσούτο, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσαρα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου, καθ’ εζήτουν τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζωμαι αυτόν τοις πτωχοίς, κωφός και άναυδος γενόμενος προς τας των πατριαρχικών κατ’ εμού κατηγορίας, οι πατριαρχικοί τοιαύτας κατ’ εμού να δώσωσι πληροφορίες; Πότε, Παναγιώτατε, κατενοήσατε τας αντιπειθαρχικάς μου διαθέσεις και εν ποίοις εξεδηλώθησαν έργοις; Οποίαι αι ενδείξεις, ώστε να χαρακτηριστώ ως ασεβής και επαναστάτης και δούλος πονηρός κακά μελετήσας κατά της εκκλησιαστικής μου Αρχής; Οποίον εκκλησιαστικόν Δικαστήριον με εδίκασε και απεφάνθην περί της ανηθικότητός μου, ώστε οι πατριαρχικοί μετά παρρησίας να πληροφορήσωσι τον Πολιτικόν της Ελληνικής Κυβερνήσεως πράκτορα, επισήμως ζητούντα τοσαύτην σημαντικήν παρ’ αυτώ πληροφορίαν, ότι εδιώχθην ως επαναστάτης και ανήθικος; Που ευρίσκονται τα πρακτικά; Που οι κατήγοραί μου; Που οι μάρτυρες; Που το σώμα του εγκλήματος; Που το έδαφος εφ’ ου εστηρίχθη η κατ’ εμού επίσημος αύτη κατηγορία, δι’ ής κατεδικαζόμην εις ηθικόν θάνατον; Οποίον μέγα κακόν ειργάσθην προς Υμάς. Παναγιώτατε, ή και προς τίνα των Πατραρχικών, οπως δολοφονηθώ; Διατί τοσαύτη Υμών κατ’ εμού μήνις, η πόρρω παρακολουθούσα με, δι’ ης ζητείται η παντελής εξολόθρευσίς μου; Κατά τι παρενοχλήσα Υμάς; Οποίον το μέγα προς Υμάς αμάρτημά μου; Οποία η πονηρία μου και η κακία μου; Εγώ επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεόν, ότι ουδέποτε περί ουδενός εμελέτησα κακόν. Μόνο το αγαθόν εμελέτησα, καθ’ όλην την ζωή μου και αυτού εραστής και εργάτης εγενόμην Φρονώ, ότι των αγαθών μου διαθέσεων πείραν έλαβεν και τρανάς ενδείξεις η Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης.
Αλλ’ ήδη προς τι πάντα ταύτα; Το έργον συνετελέσθει, η μήνις ικανοποιήθει, ο πονηρός παραδειγματικώς ετιμωρήθη, Προς τι η άκαρπος αυτή διαμαρτύρησις; Προς ουδέν πλέον έτερον, αλλ’ η προς το γνωρίσαι τη Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιώτατι, ότι πάσα κατ’ εμού μήνες Αυτής άδικος. Ο Θεός έστω μοι μάρτυς και Κριτής”.
Ούτε Ιεροκήρυκας
Οι συζητήσεις που γίνονται με βάση τις συκοφαντίες έχουν σαν αποτέλεσμα επί ένα χρόνο που βρίσκεται στην Αθήνα να μην βρίσκει δουλειά. Κάποια μέρα λοιπόν πήγε στο Υπουργείο Παιδείας και ζήτησε να τον διορίσουν Ιεροκήρυκα, οπουδήποτε. Η απάντηση του Υπουργείου ήταν ότι στερούνταν της Ελληνικής υπηκοότητας και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να διοριστεί. Στην έξοδό του από το υπουργείο συνάντησε κάποιον επίσημο, που ονομαζόταν Μελάς, ο οποίος και ρώτησε τον Άγιο Νεκτάριο γιατί ήταν λυπημένος. Αφού λοιπόν του εξήγησε ξαναπήγαν μαζί πλέον στον υπουργό. Ο Μελάς σε έντονο ύφος είπε στον Υπουργό:
– “Εάν δεν διορίσεις τούτον, ποιον θα διορίσεις;” Έτσι μετά από αυτό το περιστατικό διορίστηκε ένας Μητροπολίτης, ως απλός Ιεροκήρυκας στην περιοχή της Χαλκίδος. Ο διάβολος όμως δεν έκανε πίσω και οι συκοφαντίες έφτασαν και στην περιοχή της Χαλκίδος, όπου από το εκκλησίασμα στο πρώτο κήρυγμά του αποδοκιμάστηκε. Κάθε Κυριακή το εκκλησίασμα τον αντιμετώπιζε όλο και πιο επιθετικά, αλλά ο Άγιος προσευχόταν και παρέμενε στη θέση του. Κάποια στιγμή όμως οι συκοφαντίες διαλύθηκαν και η αλήθεια νίκησε. Κατέφθασε μια επιστολή από το Κάιρο στην Αθήνα, που την υπέγραφαν πάνω από εννιακόσιοι Χριστιανοί του Καΐρου, που λυπήθηκαν που τον έχασαν. Ο Άγος Νεκτάριος που είχε την επιστολή πολύ πριν καταφθάσει στην Αθήνα δεν την γνωστοποιούσε αφού τα είχε αναθέσει όλα στον Θεό. Οι υπεύθυνοι, μόλις έλαβαν την επιστολή, έστειλαν απεσταλμένο τους στη Μητρόπολη Χαλκίδας και ενημέρωσαν ότι ο Μητροπολίτης – Ιεροκήρυκας ήταν θύμα συκοφαντίας και ότι πρέπει να τον προσέξουν. Αστραπιαία αυτή η πληροφορία μαθεύτηκε και το εκκλησίασμα από τότε έγινε πολυπληθέστερο και τον αγάπησε με την ψυχή του. Δυόμισι χρόνια έμεινε στη θέση του και όταν κάποτε τον μετέθεσαν στον νομό Λακωνίας. το εκκλησίασμα με την επιμονή του τον κράτησε και δεν τον άφησε να φύγει.
Κάποια στιγμή όμως τον μετέθεσαν στην Φθιώτιδα, όπου και έμενε στη Λαμία. Μάλιστα πλήρωσε ενοίκιο στο σπίτι του Κωστή Σακκόπουλου. Ήταν οικότροφος στο σπίτι του. Εκεί λοιπόν έλαβε ένα τηλεγράφημα που του ανέφερε ότι έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα για να αναλάβει τα καθήκοντα του Διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής. Οι κάτοικοι της Λαμίας κτυπούσαν λυπητερά τις καμπάνες την ώρα που στο σιδηροδρομικό σταθμό λυπημένοι ζητούσαν τις ευλογίες του.
Η ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ
Ο Διευθυντής
Το έτος 1984 το Υπουργείο αναγνωρίζοντας την δράση του, τον διόρισε Διευθυντή της Ριζαρείου σχολής, που είναι Εκκλησιαστική και βγάζει Ιερείς. Η Ριζάρειος Σχολή πριν τον διορισμό του Αγίου Νεκταρίου δεν πήγαινε καλά. Η αρετή και οι πατρικές συμβουλές του Αγίου προς τους μαθητές της Σχολής και το προσωπικό της, την έφερε σε πολύ καλά επίπεδα. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο Α’ έγραψε ότι ο Άγιος Νεκτάριος απεκατέστησε τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της Σχολής, που επί των ημερών του και για δεκατέσσερα συνεχή χρόνια έβγαζε πολλούς κληρικούς, που με σεβασμό μίλησαν και έγραψαν βιβλία για τον Άγιο.
Μαρτυρίες λοιπόν αναφέρουν ότι, όταν κανείς μαθητής του, παρεκτρέπονταν ο Άγιος δεν τιμωρούσε τον μαθητή, αλλά τον εαυτό του, αφού έκανε νηστεία. Όσο λοιπόν κακός και αν ήταν ο μαθητής, όταν έβλεπε το μεσημέρι στο τραπέζι τον Άγιο να μένει νηστικός, εξαιτίας του, τον έπιανε τον φιλότιμο και διορθωνόταν.
Μάλιστα όταν το έτος 1889 χήρευσε ο Πατριαρχικός θρόνος της Αλεξανδρείας, ομογενείς της Αιγύπτου κάλεσαν τον Διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής να θέσει υποψηφιότητα. Κατάλαβε όμως ότι οι κληρικοί του θρόνου υποστήριζαν τον Φώτιο και για αυτό το λόγο, απέσυρε την υποψηφιότητα του.
Την εποχή λοιπόν που διευθύνει τη Σχολή λειτουργούσε και κήρυττε στο Παρεκκλήσι της Σχολής, ενώ εξομολογούσε και κατάρτιζε πνευματικά πολλούς ανθρώπους. Οι Μητροπολίτες των Αθηνών τον καλούσαν τιμητικά σε συσκέψεις, ενώ εκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί και κοινωνικοί σύλλογοι τον προσκαλούσαν να τους βοηθήσει ή του ανέθεταν την προεδρία τους. Τέτοιοι σύλλογοι ήταν, η “Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος”, ο “Σύλλογος Μικρασιατών: Η Ανατολή”, η “Χριστιανική Εταιρεία” και πολλοί άλλοι. Η Χίος και η Αίγινα ευεργετήθηκαν ιδιαίτερα από το ενδιαφέρον του γι’ αυτές.
Ο Συγγραφέας
Ο Άγιος Νεκτάριος είχε διαβάσει πολλά βιβλία και τις νύχτες προσευχόταν και έγραφε βιβλία. Τα ζητήματα που τον απασχολούσαν στην συγγραφή είχαν να κάνουν με τα προβλήματα που παρουσιάζονταν και απασχολούσαν τον Εκκλησιαστικό χώρο. Για παράδειγμα, την εποχή της συγγραφής των βιβλίων από τον Άγιο, στις ανώτατες σχολές της χώρας οι συζητητές στην πανεπιστημιακή κοινότητα δεν παραδέχονταν τα θαύματα και την παρουσία του Θεού στις πράξεις των ανθρώπων. Έτσι για το ζήτημα αυτό ο Άγιος έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο: “Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού”. Στο βιβλίο αυτό με πολλά παραδείγματα, προσπαθεί να καθοδηγήσει τους πιστούς από την πλάνη στην Αλήθεια.
Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ
Η εποχή του ορθολογισμού
Την εποχή λοιπόν του ορθολογισμού οι πολέμιοι του Μοναχισμού είχαν εξαπλωθεί. Μάλιστα οι Βαυαροί είχαν διαλύσει τα μεγαλύτερα Μοναστήρια, ενώ οι πανεπιστημιακοί κατηγορούσαν τον μοναχισμό μας ότι δεν προσφέρει στην κοινωνία.
Από την άλλη ο Άγιος Νεκτάριος πίστευε ότι ο μοναχισμός είναι ο καρπός του Χριστιανισμού. Μάλιστα από την αγάπη που είχε στον μοναχισμό, πήγε το καλοκαίρι του έτους 1898, με την ευκαιρία της διακοπής των μαθημάτων της Ριζαρείου Σχολής, στο Άγιο Όρος. Εκεί λοιπόν επισκέφτηκε όλες τις Μονές, καθώς και το Γηροκομείο της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Άγιος Νεκτάριος ότι τα Μοναστήρια αποτελούν την καρδιά της Ορθοδοξίας, αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του, που θα είναι τόπος όπου θα μπορεί να αποσυρθεί και να ησυχάζει. Με όσα χρήματα είχε αγόρασε το έτος 1904 ένα παλιό Μοναστηράκι, την Ζωοδόχο Πηγή, που ήταν στην Αίγινα.
Στο μικρό αυτό Μοναστήρι είχε ασκητέψει στα χρόνια του Βυζαντίου η Οσία Αθανασία, που την μνήμη της εορτάζουμε στις 18 Απριλίου κάθε χρόνο. Για τον λόγο αυτό και έδωσε το όνομα Αθανασία στην κυρία Αβέρωφ, η οποία μόνασε εκεί και που είχε οριστεί γραμματέας της Μονής, λόγω της μορφώσεώς της. Με τον καιρό ανακαίνισε το ερειπωμένο Μοναστήρι, ενώ οκτώ κοπέλες που άκουγαν το κήρυγμά του αποφάσισαν τελικά να μονάσουν. Εκάρησαν λοιπόν Μοναχές στην Αγία Τριάδα της Αίγινας. Πρώτη Ηγουμένη ήταν η Ξένη και την ακολούθησε η Νεκταρία. Η ζωή βέβαια για τις κοπέλες δεν ήταν καθόλου εύκολη λόγω του νεαρού της ηλικίας τους.
Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Νεκτάριος επέβλεπε τον μοναχικό τους βίο και φρόντιζε να εφαρμόζει στο Μοναστήρι τους κανονισμούς των Πατέρων, πάντα όμως σαν πατέρας.
Η Αίγινα
Όταν έφτασε ο καιρός να επισκεφθεί την Αίγινα, στο νησί ζούσε ένας νέος που ήταν δαιμονισμένος. Αυτός λοιπόν έκλεινε τα μάτια και προφήτευε διάφορα πράγματα. Την μέρα λοιπόν που ο Άγιος θα επισκεπτόταν το νησί έλεγε συνέχεια:
– Έρχεται ο Πενταπόλεως. Αυτός θα σώσει το νησί. Ετοιμαστείτε να τον υποδεχτούμε”.
Το άκουσε λοιπόν ο π. Μιχαήλ και αποφάσισε να κατέβει στο λιμάνι. Τον υποδέχθηκε και του μίλησε για την προφητεία του νέου. Ο Άγιος Νεκτάριος θέλησε να συναντήσει τον νέο. Μόλις τον είδε έκανε το σημείο του Σταυρού στο μέτωπό του και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως. Όταν οι κάτοικοι του νησιού έμαθαν την θεραπεία του νέου βγήκαν να προσκυνήσουν τον Δεσπότη. Μάλιστα μία γυναίκα που ήταν άρρωστη έσκυψε να φιλήσει την άκρη του ράσου του και αμέσως θεραπεύτηκε. Ο τότε δήμαρχος της Αίγινας παρακάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί στον Θεό να βρέξει, γιατί είχαν ξεραθεί τα πάντα στον νησί από την ανομβρία.
– “Θα έρθω την άλλη Κυριακή να κάνουμε μία παράκληση στον Μητροπολιτικό Ναό. Αυτή την εβδομάδα όμως, όλοι να νηστεύουμε και να ετοιμαστούμε, για να κοινωνήσουμε την Κυριακή”, τους είπε.
Την επόμενη Κυριακή, έκαναν την παράκληση και το απόγευμα άρχισε η βροχή, που κράτησε δυο μήνες με πολύ μικρές παύσεις. Τότε όμως οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να σπείρουν, και είπαν στον Άγιο να παρακαλέσει τον Θεό να σταματήσει την βροχή. Ο Άγιος του απάντησε:
– “Παιδιά μου, ο Θεός γνωρίζει καλύτερα από μας τι πρέπει να κάνει”.
Μετά από λίγο σταμάτησε η βροχή και οι κάτοικοι έσπειραν.
Τον πρώτο καιρό τον βοήθησε ο Θεοδόσιος που ήταν ηγούμενος της Μονής της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Ο Θεοδόσιος ήταν αυτός που ανέλαβε την συντήρηση των πρώτων Μοναχών, μέχρι την μόνιμη εγκατάσταση του Αγίου στην Αίγινα. Πολύ γρήγορα ο Άγιος Νεκτάριος παραιτήθηκε από την Ριζάρειο Σχολή και εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Μοναστήρι του.
Η Μονή του Αγίου Μηνά
Κάποια στιγμή στο δρόμο προς το Μοναστήρι Ο Άγιος συνάντησε τον Άγιο Διονύσιο Αιγίνης. Ο Άγιος Διονύσιος είχε επιτελέσει Επίσκοπος Αιγίνης και την στιγμή της συνάντησης ήταν μαζί με ένα νέο ονόματι Μηνά. Μετά από καιρό ο Άγιος Νεκτάριος ρώτησε τους ντόπιους αν υπάρχει εκεί κοντά κάποιος Ναός του Αγίου Μηνά. Οι Αιγινήτες του απάντησαν ότι υπάρχει ένα ερημοκλήσι κοντά στο Μεσαγρό, που είναι όμως δύσκολο να φτάσει ως εκεί κάποιος γιατί είναι βουνό χωρίς δρόμο και γεμάτο πεύκα. Θα είχαν περάσει λοιπόν δυο χρόνια, όταν ο Άγιος πήρε ΄μαζί του δυο αδελφές και ξεκίνησαν να βρουν το άγνωστο ερημοκλήσι, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο και καταφύγιο των τσοπάνων. Το καθάρισαν, άναψαν τα καντήλια του και προσευχήθηκαν για πολλή ώρα. Όταν τελείωσαν και βγήκαν, ο Άγιος κοίταξε στον ουρανό και τους είπε:
– “Σ’ αυτή την τοποθεσία κάποτε, θα γίνει Μοναστήρι γυναικών”.
Μετά από σαράντα χρόνια, σε εκείνο το σημείο δημιουργήθηκε η Μονή του Αγίου Μηνά, κατά θαυμαστό τρόπο, όταν κάποιος ευσεβής δώρισε τον τόπο στον Ιερομόναχο Αμφιλόχιο Μακρή. Μάλιστα οι Μοναχές ακόμη και σήμερα ζουν και προσεύχονται κάτω από την σκέπη του Αγίου Μηνά και του Αγίου Νεκταρίου.
Εργάτης και συγγραφέας
Ο Άγιος Νεκτάριος βασισμένος στους κανονισμούς των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, απαγόρευσε την ελεύθερη είσοδο των ανδρών στη Μονή. Οι Μοναχές σέβονταν τόσο τον αυστηρό Άγιο Νεκτάριο, που όταν έβγαιναν από την Μονή και τύχαινε να δουν κάποιον άντρα από μακριά. έπεφταν κάτω για να μην τις δει εκείνος. Στη Μονή υπήρχε πάντα ηρεμία και γαλήνη.
Ο ίδιος εκτελούσε όλα τα καθήκοντα του εφημερίου μόνος του, ενώ βοηθούσε ταυτόχρονα τους εργάτες και μάλιστα μπάλωνε και τα ρούχα των Μοναχών, ενώ καθάριζε τα αποχωρητήρια, καλλιεργούσε τους κήπους και τα κτήματα. Τις νύχτες λοιπόν και ενώ είχε κάνει όλες αυτές τις εργασίες έγραφε βιβλία. Εκδίδει λοιπόν τα “Περί του Σχίσματος” και το “Αλάθητο του Πάπα”. στα οποία κατηγορεί τους Παπικούς ως αιρετικούς και αλαζόνες. Η συγγραφική δραστηριότητα του Αγίου ήταν τεράστια και τα εκδοθέντα βιβλία που έγραψε ο Άγιος κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι τα πιο κάτω:
- Γνώθι σ’ αυτόν
- Ευαγγελική Ιστορία
- Θεία λειτουργία του Άγιου Αποστόλου Μάρκου
- Θεοτοκάριον
- Ιερά Κατήχησις
- Ιστορία περί νηστειών των διατεταγμένων υπό της Εκκλησίας
- Κεκραγάγιον
- Λογίων θησαύρισμα
- Λόγοι διάφοροι
- Λόγοι εκκλησιαστικοί
- Μελέτη περί θείων Μυστηρίων
- Μελέτη περί Μετανοίας
- Πανδέκτης των Θεόπνευστων Γραφών
- Περί Αθανασίας Ψυχής
- Περί αληθούς και ψευδούς μορφώσεως
- Περί αναγκαιότητος και σπουδαιότητος των επτά Οικουμενικών Συνόδων
- Περί εξομολογήσεως
- Περί επιμέλειας ψυχής
- Περί Θείων Μυστηρίων
- Περί της αειπαρθενείας της Θεοτόκου
- Περί της εν τω κόσμω Αποκαλύψεως του Θεού
- Περί της Ιεράς Παραδόσεως
- Περί της Μίας, Αγίας, Αποστολικής Εκκλησίας
- Περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
- Περί των Αγίων του Θεού
- Ποιμαντική
- Προσευχητάριον Κατανυκτικόν
- Τα παρ’ ημίν τελούμενα Ιερά μνημόσυνα
- Τριαδικόν έμμετρον
- Υποτύπωσις περί ανθρώπου
- Χριστιανική ηθική
- Χριστολογία
- Ψαλτήριον εκτεταμένον
Το προορατικό χάρισμα
Η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε και πολλοί άνθρωποι από την Αθήνα πήγαιναν για εξομολόγηση στον Άγιο και σε πολλούς από τους πιστούς ο Άγιος πρόλεγε τι θα τους συμβεί, αφού είχε το προορατικό χάρισμα.
Κάποτε ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, εκδήλωσε τον πόθο του να γίνει μοναχός. Ο Άγιος Νεκτάριος του συνέστησε την Ιερά Μονή της Λογγοβάρδας στην Πάρο. Ο π. Φιλόθεος είπε ότι θα ήταν προτιμότερο να πάει στο Άγιο Όρος, για να πάρει την απάντηση του Αγίου:
– “Πήγαινε”, του είπε ο Άγιος, “αλλά κάποια μέρα στην Λογγοβάρδα θα καταλήξεις”.
Ο π. Φιλόθεος λοιπόν δεν τον άκουσε και ξεκίνησε για το Άγιο Όρος. Θέλοντας να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι τον συνέλαβαν μαζί με ένα φίλο του για κατασκοπεία. Επειδή μάλιστα διαμαρτυρήθηκε για την άδικη σύλληψή τους, βγήκε απόφαση να θανατωθούν. Στον δρόμο για τον τόπο της εκτέλεσης ο Άγιος Δημήτριος μεσολάβησε και εμφανίστηκε ο Πασάς, ο οποίος τους απελευθέρωσε. Θυμήθηκε τότε τα λόγια του Αγίου και πήγε κατ’ ευθείαν στη Λογγοβάρδα. Τρία χρόνια μετά τον επισκέφτηκε και πάλι στην Αίγινα μας και ήθελε να πάει και στον Μοναστήρι της Χρυσολεόντισσας.
– “Μην πας, γιατί θα στεναχωρηθείς”.
Ο π. Φιλόθεος δεν τον άκουσε και πήγε στη Μονή όπου αντίκρισε δυο Ιερομόναχους που λογομαχούσαν και χρειάστηκε να επέμβουν άλλοι για να μην γίνει μεγαλύτερο κακό.
Οι συκοφαντίες πάλι επιστρέφουν
Ο διάβολος όμως πάντα ασχολιόταν με τον Άγιο γιατί ήταν εχθρός του. Πολλοί διεστραμμένοι άνθρωποι άρχισαν να σπέρνουν συκοφαντίες για τον Άγιο. Με αυτές μάλιστα ασχολήθηκε και η Ιερά Σύνοδος. Ο Πρόεδρος της Θεόκλητος, πήγε το έτος 1908 στην Αίγινα για να εξετάσει το ζήτημα. Φεύγοντας δήλωσε ότι το έργο του Αγίου ήταν Θείο.
Από την άλλη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης ήταν μασόνος και την εποχή που ο Άγιος αγωνιζόταν να τελειώσει το Μοναστήρι, πήγαινε και του έλεγε ότι είναι άσκοπο να κτίζει γιατί η περίοδος του Μοναχισμού είχε πια τελειώσει.
Μάλιστα ο Άγιος Νεκτάριος πιστός στην ιερή παράδοση, έκτισε εννέα μοναστήρια γυναικών στην Αίγινα. Όμως, βρέθηκαν πολλοί που τον κατηγόρησαν για ανηθικότητες και ότι είχε μετατρέψει το μοναστήρι σε άντρο ακολασίας. Μάλιστα η μητέρα μιας δεκαεξάχρονης που είχε μανία καταδίωξης προς την κόρη της, δεν μπόρεσε να χωνέψει ότι η κόρη της την άφησε για να γίνει μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Έλεγε σε όλους λοιπόν ότι ο Άγιος Νεκτάριος είχε όλες τις μοναχές ερωμένες και έκανε παιδιά μαζί τους που τα πετούσε στο πηγάδι. Ο εισαγγελέας, αποφάσισε να επέμβει, παίρονοντας μαζί του δυο αστυφύλακες. Πήγε στην Αίγινα και παραβιάζοντας την πόρτα του Μοναστηριού, πήγε κατευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Ο Άγιος τους υποδέχτηκε με χαμόγελο στα χείλη. Ο ανακριτής άρχιζε να φωνάζει και να βρίζει τον Άγιο κατηγορώντας τον για ανήθικα πράγματα.
Ο Άγιος το μόνο που έκανε ήταν να δείχνει τον ουρανό και να μονολογεί.
– “Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός.”.
Ο ανακριτής της υπόθεσης αρρώστησε βαριά και ενώ ήταν έτοιμος να πεθάνει, παρακάλεσε να τον πάνε μπροστά στον Άγιο και να ζητήσει συγχώρεση και να γιατρευεί. Ο Άγιος τον δέχθηκε και προσευχήθηκε για την σωτηρία και την ίασή του, με όλη του την καρδιά.
Η ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ
Η κοίμηση του Άγιου
Ζούσε λοιπόν στο μοναστήρι, που είχε γίνει πια πνευματικό κέντρο για τους ανθρώπους. Μετά από δώδεκα χρόνια το έτος 1920 προσβλήθηκε από προστάτη και υπέφερε πολύ για ένα χρόνο. Πήγε λοιπόν στην μονή της Χρυσολεόντισσας, όπου υπάρχει θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, για να προσευχηθεί. Έμεινε εκεί δεκαπέντε μέρες γονατιστός και προσευχόταν, αλλά επιδεινώθηκε η κατάστασή του και επέστρεψε στην Αγία Τριάδα. Στο δρόμο παρακαλούσε την Παναγία να τον λυτρώσει από την αρρώστια, όμως προαισθάνθηκε τον θάνατό του και σταμάτησε πριν το μοναστήρι για να προσευχηθεί. Από τότε οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και οι Μοναχές αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν στο Αρεταίειο Νοσοκομείο στην Αθήνα.
Στο Αρεταίειο έμεινε δυο μήνες μαζί με τους άπορους γιατί ο Δεσπότης δεν είχε χρήματα για την νοσηλεία του. Εκεί λοιπόν, παρέδωσε το πνεύμα του στις 8 Νοεμβρίου του 1920, αφού προηγουμένως μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.
Όταν παρέδωσε το πνεύμα του και οι νοσοκόμες του άλλαζαν τα ρούχα για τον ενταφιασμό, άφησαν την φανέλα που φορούσε στον διπλανό κρεβάτι, όπου κείτονταν ένας παράλυτος. Μόλις ακούμπησε τη φανέλα του Αγίου, ο παράλυτος σηκώθηκε υγιής από το κρεβάτι και περπάτησε.
Ο θάλαμος που νοσηλεύονταν μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδιάζε. Έκτοτε σ’ αυτό το δωμάτιο δεν ξαναέβαλαν ασθενή και το χρησιμοποιούσαν σαν γραφείο και το ονόμασαν “Άγιος Νεκτάριος”. Η Μοναχή κάλεσε τον ιερέα να πάρουν το σκήνωμα και να το πάνε για ταφή στην αγαπημένη του Αίγινα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και τοποθετήθηκε στην Αγία Τριάδα για ανοιχτό προσκύνημα. Εκατοντάδες πιστοί έμειναν έκθαμβοι από το μύρο που έβγαινε από το λείψανο και από το οποίο ήταν μουσκεμένη η γενειάδα του και τα μαλλιά του.
Το απόγευμα το πλοίο με το ευωδιαστό λείψανο ξεκίνησε για την Αίγινα. Κατά την είσοδο στο λιμάνι της Αίγινας, οι καμπάνες σήμαιναν λυπητερά. Η μεταφορά της σωρού από το λιμάνι στην Μονή έγινε στα χέρια από τους πιστούς. Την νύχτα εψάλη στον Ναό η νεκρώσιμη ακολουθία. Το μέτωπο του Αγίου ίδρωνε και ευωδίαζε και οι πιστοί μάζευαν με βαμβάκι τον ιδρώτα για να το κάνουν φυλακτό. Αν και 48 ώρες ανοικτό το φέρετρο, το λείψανο δεν παρουσίαζε καμία δυσοσμία.
Το Ιερό Λείψανο
Είχαν περάσει πέντε μήνες από την ταφή του Αγίου, όταν οι Μοναχές θέλησαν να κτίσουν ένα μαρμάρινο τάφο. Τις προβλημάτιζε όμως η δυσοσμία από την πολυκαιρία και γι’ αυτό δεν άνοιγαν τον τάφο του. Το βράδυ λοιπόν εκείνης της μέρας η Ηγουμένη είδε τον Άγιο Νεκτάριο στον ύπνο της που την παρότρυνε να ανοίξουν τον τάφο.
Όταν έβγαλαν το φέρετρο και το άνοιξαν είδαν ότι το σώμα ήταν ανέπαφο. Το καθάρισαν οι Μοναχές από τις λάσπες και το μετέφεραν προσεκτικά μέσα στο Μοναστήρι. Το είδε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος ο οποίος δήλωσε ότι αυτό είναι δείγμα Αγιότητας και διέταξε μετά την ενταφίαση να κάνουν την ανακομιδή με πολλές τιμές επτά χρόνια μετά.
Ένας προσωπικός γνωστός του και άγιος άνθρωπος ο γιατρός της Αίγινας Γ. Ξυδέας, βεβαιώνει σε μία έκθεση του 1932 ότι είδε το σώμα του Αγίου ανέπαφο. Δεν είχε νεκρική δυσκαμψία και δεν μπορούσε να βγάλει τρίχες από την γενειάδα του.
Η Αγιοποίηση
Μετά την κοίμησή του, ο Άγιος άρχισε να θαυματουργεί συνεχώς. Μόνο κάποιοι μοναχοί από το Άγιο Όρος είχαν αντιρρήσεις για την αγιοποίηση του. Όμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1961 τον ανακήρυξε Άγιο:
– “Θεσπίζομεν συνοδικώς, όπως από του νυν και εις το εξής είς αιώνα τον άπαντα, ο αοίδημος Ιεράρχης Νεκτάριος Κεφαλάς, συναριθμήται τοις Οσίοις και Αγίοις της Εκκλησίας, τιμώμενος, παρά των πιστών”.
“Έγινε τετραήμερος εορτασμός με σημαιοστολισμό ολόκληρου του νησιού. Χιλιάδες πιστοί κατέφτασαν στο παρεκκλήσι της Μονής για την Λειτουργία. Μέγας Εσπερινός τελέστηκε υπό του Μητροπολίτου Ύδρας και Αιγίνης μετά δέκα άλλων Αρχιερέων. Και στις 5 Νοεμβρίου τελέστηκε στο Μοναστήρι, πανηγυρική λειτουργία παρουσία ιερέων, σπουδαστών και πλήθος κόσμου η οποία αναμεταδιδόταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών.
Μετά την Θεία Λειτουργία επακολούθησε λιτανεία της Αγίας Κάρας που πέρασε από όλα τα σπίτια του νησιού και κατέληξε στο Μοναστήρι. Εκεί έγινε η δοξολογία και διαβάστηκε η ανακήρυξη του Πατριαρχείου.
Σήμερα οι πιστοί συρρέουν στην Αίγινα να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγίου και να ζητήσουν την βοήθεια του. Όλοι μένουν έκθαμβοι με την μυρωδιά που βγαίνει από τον τάφο καθώς και με τους ήχους που ακούγονται από μέσα.
Στις 2 Νοεμβρίου 1963 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο.
Δικτυογραφία – Βιβλιογραφία
[1]Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Δ. Βασιλόπουλος, «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» -Εκδ. «Ορθόδοξου Τύπου», Κάνιγγος 10, Αθήνα 2001)