Κοινοποιείστε το άρθρο
Ανορεξία: Η λαχτάρα για αληθινή επικοινωνία
«… γιατί δεν μπορώ να βρω το φαγητό που μου αρέσει.
Αν το ‘βρισκα, πιστέψτε με,
Δεν θα έκανα καμία φασαρία
Και θα έτρωγα καλά, όπως
Εσύ και όλοι»
~ Φραντς Κάφκα, «Ο καλλιτέχνης της πείνας»
Ένας τομέας στον οποίο η Ηθική θριαμβεύει είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της ανορεξίας. Εδώ ο κανόνας είναι να εντείνουμε τα αισθήματα ενοχής του ανορεξικού νεαρού ατόμου με παραινέσεις όπως «Δεν καταλαβαίνεις πόσο στενοχωρείς τους γονείς σου; Δεν βλέπεις πόσο υποφέρουν εξαιτίας σου;».
Το νόημα της άρνησής τους να τραφούν, το μήνυμα της ασιτίας, αγνοείται πλήρως με αυτές τις παραινέσεις. Γιατί η ανορεξία δείχνει ξεκάθαρα με πόση ακρίβεια το σώμα επισημαίνει την αλήθεια του πάσχοντα.
Πολλά ανορεξικά άτομα σκέφτονται: «Πρέπει να αγαπάω και να τιμάω τους γονείς μου, πρέπει να τους τα συγχωρώ όλα, πρέπει να τους καταλαβαίνω, να κάνω θετικές σκέψεις, να μάθω να ξεχνάω, πρέπει να κάνω το ένα, πρέπει να κάνω το άλλο… Και δεν πρέπει να δείχνω τη θλίψη μου».
Το ερώτημα βέβαια που τους δημιουργείται είναι: Τι ακριβώς όμως θα απομείνει από μένα αν προσπαθήσω να εκβιάσω αισθήματα που δεν έχω, αν δεν ξέρω πια τι δικαιούμαι να νιώθω, να θέλω, να χρειάζομαι; Και γιατί να τα κάνω όλα αυτά;
Μπορώ να απαιτήσω από τον εαυτό μου να έχει υψηλές επιδόσεις –στη δουλειά, στα σπορ, στην καθημερινή ζωή. Αν όμως του επιβάλω αισθήματα που του είναι ξένα (με ή χωρίς τη βοήθεια του αλκοόλ, των ναρκωτικών, των φαρμάκων), αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσω τις συνέπειες της αυταπάτης.
Περιορίζω τον εαυτό μου σε μια μάσκα και δεν ξέρω ποιος πραγματικά είμαι. Η πηγή της επίγνωσης βρίσκεται στα αληθινά μου αισθήματα, που με τη σειρά τους βρίσκονται σε σύμπνοια με τα βιώματά μου. Και φρουρός αυτών των βιωμάτων είναι το σώμα μου. Η μνήμη μου.
Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε, να σεβαστούμε, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας αν αγνοήσουμε τα μηνύματα των συναισθημάτων μας, όπως π.χ. τα μηνύματα του θυμού.
Εντούτοις, υπάρχει ολόκληρη σειρά «θεραπευτικών» κανόνων και τεχνικών για τη χειραγώγηση των συναισθημάτων, που μας υποδεικνύει, με κάθε σοβαρότητα, πώς μπορούμε να δώσουμε τέλος στη δυστυχία και να απολαύσουμε τη χαρά της ζωής.
Άτομα με έντονα σωματικά συμπτώματα ακολουθούν τις συμβουλές που τους δίνουν στο νοσοκομείο, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα απελευθερωθούν από την αγανάκτηση που νιώθουν για τους γονείς τους.
[…] Ο «καλλιτέχνης της πείνας» του Κάφκα στο τέλος της ζωής του λέει ότι έμενε νηστικός γιατί δεν μπορούσε να βρει τα φαγητά που του άρεσαν. Το ίδιο θα μπορούσε να πει και η Ανίτα, αλλά μόνο αφότου συνέλθει από την ασθένεια, γιατί μόνο τότε μπορεί να γνωρίζει ποια τροφή χρειάζεται, ποια τροφή αναζητεί και ποια της λείπει από την παιδική της ηλικία.
Η τροφή αυτή είναι η αληθινή, συναισθηματική επικοινωνία, χωρίς ψέματα, χωρίς εσφαλμένες «ανησυχίες», χωρίς αισθήματα ενοχής, κατηγορίες, προειδοποιήσεις, εκφοβισμό και προβολές.
Αυτή η μορφή επικοινωνίας ιδανικά εδραιώνεται στο πρώτο στάδιο της κοινής ζωής μητέρας και παιδιού εφόσον βέβαια η πρώτη επιθυμούσε να φέρει στον κόσμο το δεύτερο.
Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, αν η μητέρα μπουκώνει το παιδί με ψέματα, αν χρησιμοποιεί λέξεις και χειρονομίες για να συγκαλύψει την άρνησή της, το μίσος της, την αηδία και την απέχθειά της, τότε και το παιδί με τη σειρά του θα αρνηθεί αυτήν την «τροφή» και αργότερα μπορεί να καταλήξει ανορεξικό, μη γνωρίζοντας ποια τροφή χρειάζεται. Καθώς δεν έχει σχετική εμπειρία, αγνοεί ότι υπάρχει αυτή η τροφή.
Ως ενήλικος μπορεί να έχει την αόριστη εντύπωση ότι όντως υπάρχει και ως εκ τούτου να επιδοθεί σε διατροφικά όργια, να καταναλώνει αδιακρίτως οτιδήποτε αναζητώντας αυτό που χρειάζεται, το οποίο όμως δεν γνωρίζει. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι η παχυσαρκία και η βουλιμία.
Και το άτομο δεν θέλει να εγκαταλείψει τη συνήθειά του, θέλει να τρώει, να τρώει ασταμάτητα, χωρίς περιορισμούς.
Αλλά επειδή ακριβώς –όπως οι ανορεξικοί- δεν γνωρίζει τι χρειάζεται, δεν νιώθει ποτέ χορτάτο. Επιθυμεί να είναι ελεύθερο να φάει ό,τι θέλει, ελεύθερο από κάθε υποχρέωση, και τελικά πέφτει θύμα της αδηφαγίας του.
Για να απελευθερωθεί από αυτήν την κατάσταση πρέπει να εκφράσει τα αισθήματά του σε κάποιον, πρέπει να βιώσει ότι κάποιος το ακούει, το καταλαβαίνει, το λαβαίνει σοβαρά υπόψη του και ότι δεν χρειάζεται πλέον να κρύβεται. Τότε θα αντιληφθεί ότι αυτή ακριβώς είναι η τροφή που χρειαζόταν όλη του τη ζωή.
Ο «καλλιτέχνης της πείνας» του Κάφκα αδυνατούσε να ονοματίσει αυτήν την τροφή γιατί ο ίδιος ο Κάφκα αδυνατούσε να την ονοματίσει, αφού όταν ήταν παιδί δεν γνώρισε τι σημαίνει αληθινή επικοινωνία.
Ωστόσο, υπέφερε ανείπωτα από αυτήν την έλλειψη. Ο πύργος, Η δίκη, Η μεταμόρφωση, όλα του τα έργα δεν περιγράφουν τίποτε άλλο από την έλλειψη επικοινωνίας. Στις ιστορίες του τα ερωτήματά του δεν εισακούονται ποτέ, οι απαντήσεις είναι διαστρεβλωμένες και οι ήρωες νιώθουν εντελώς απομονωμένοι, ανίκανοι να βρουν κάποιον να τους ακούσει.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζε για καιρό η Ανίτα Φινκ. Πηγή της ασθένειάς της ήταν η ανεκπλήρωτη λαχτάρα της για πραγματική επαφή με τους γονείς και τον σύντροφό της.
Η ασιτία επισήμαινε αυτήν την έλλειψη. Η Ανίτα κατάφερε τελικά να θεραπευτεί όταν συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν και μπορούσαν να την καταλάβουν. Άρχισε να κρατάει η ημερολόγιο τον Σεπτέμβριο του 1997 στο νοσοκομείο. Ήταν τότε δεκαέξι χρονών:
«Τα κατάφεραν. Το βάρος μου έχει βελτιωθεί και αρχίζω να ελπίζω. Όχι, δεν τα κατάφεραν αυτοί. Από την αρχή μού έχουν σπάσει τα νεύρα σε αυτό το απαίσιο νοσοκομείο, είναι χειρότερα από ό,τι στο σπίτι: πρέπει να κάνεις αυτό, πρέπει να κάνεις εκείνο, δεν μπορείς να κάνεις αυτό και το άλλο, ποια νομίζεις ότι είσαι, εδώ προσπαθούμε να σε βοηθήσουμε, αλλά πρέπει να το πιστέψεις και να υπακούσεις, διαφορετικά κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει.
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα να είναι τόσο αλαζόνες; Είναι δυνατόν να γίνω καλά αν ακολουθήσω τους ηλίθιους κανόνες τους, αν γίνω κομμάτι της μηχανής τους; Αυτό θα ήταν ο θάνατός μου. Και εγώ δεν θέλω να πεθάνω! Θέλω να ζήσω ως το άτομο που είμαι. Αλλά δεν με αφήνουν. Κανείς δεν με αφήνει.
Όλοι έχουν ένα σχέδιο για μένα. Και με αυτά τα σχέδια διαλύουν τη ζωή μου. Αυτό θα ήθελα να τους πω, αλλά πώς; Πώς μπορείς να πεις κάτι τέτοιο στους ανθρώπους που έρχονται στο νοσοκομείο για να παίρνουν ένα μισθό τον μήνα, που το μόνο που θέλουν είναι να σημειώνουν τις επιτυχίες τους στις αναφορές τους (Ανίτα, έφαγες το ψωμάκι σου;) και το απόγευμα περιχαρείς εγκαταλείπουν σκελετούς σαν εμένα και πηγαίνουν στο σπίτι τους να ακούσουν μουσική.
Κανείς δεν θέλει να με ακούσει. Υποτίθεται ότι ο ευγενικός ψυχίατρος αυτό κάνει, υποτίθεται ότι σκοπός του είναι να με ακούσει, οι πραγματικοί στόχοι του όμως είναι τελείως διαφορετικοί. Το βλέπω στον τρόπο που μου μιλάει, όταν προσπαθεί να μου δώσει κουράγιο να ζήσω (πώς ακριβώς «δίνεις κουράγιο» σε κάποιον;), όταν μου εξηγεί ότι όλοι εδώ θέλουν να με βοηθήσουν, όταν μου λέει ότι θα γίνω καλά αν τους εμπιστευτώ. Μάλιστα, λοιπόν, είμαι άρρωστη επειδή δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Εδώ το έμαθα κι αυτό. […]
Με την ανορεξία αυτό ακριβώς δηλώνω. Κοιτάξτε με, κοιτάξτε με πώς είμαι. Σας προκαλώ απέχθεια; Τόσο το καλύτερο! Γιατί έτσι θα καταλάβετε ότι κάτι δεν πάει καλά, είτε με μένα είτε με εσάς. Όμως εσείς αποστρέφετε το βλέμμα, με θεωρείτε τρελή. Αυτό με πληγώνει, όμως είναι προτιμότερο από το να γίνω σαν εσάς.
Κατά κάποιον τρόπο είμαι τρελή, γιατί απομακρύνομαι από εσάς, γιατί αρνούμαι να προσαρμοστώ και να προδώσω τη φύση μου. Θέλω να ξέρω ποια είμαι, γιατί ήρθα σε αυτόν τον κόσμο, γιατί αυτήν την εποχή, γιατί στη Γερμανία, γιατί από τους συγκεκριμένους γονείς που δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί βρίσκομαι σε αυτόν τον κόσμο; Τι κάνω εδώ;
Χαίρομαι που συζητώντας με τη Νίνα δεν χρειάζεται πλέον να κρύβω όλα αυτά τα ερωτήματα πίσω από την ανορεξία. Θέλω με κάποιον τρόπο να απαντηθούν όλα αυτά τα ερωτήματα και να ζήσω όπως μου ταιριάζει. […]».
Χάρη στη Νίνα, η Ανίτα βίωσε πρώτη φορά στο νοσοκομείο ότι μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ζεστασιά, ενσυναίσθηση και ενδιαφέρον χωρίς απαιτήσεις και κατηγορίες. Έπειτα είχε την τύχη να βρει στο πρόσωπο της Σούζαν μια θεραπεύτρια που μπορούσε να την ακούσει και να τη νιώσει, και με τη βοήθειά της να ανακαλύψει τα συναισθήματά της, να τα βιώσει και να τολμήσει να τα εκφράσει.
Από εκείνη τη στιγμή ήξερε ποια τροφή αναζητούσε και χρειαζόταν, μπόρεσε να δημιουργήσει νέες σχέσεις και να εγκαταλείψει τις παλιές […]
Η ιστορία της Ανίτα δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Τα γεγονότα που περιγράφει υποδεικνύουν τι ισχύει πραγματικά σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Πηγή της ασθένειάς της ήταν η πείνα που της προκάλεσε η έλλειψη αληθινής επαφής με τους γονείς και τον σύντροφό της. Η Ανίτα κατάφερε τελικά να αναρρώσει όταν συνειδητοποίησε ότι υπάρχουν άνθρωποι που και θέλουν και μπορούν να την καταλάβουν. […]
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ» της Άλις Μίλερ, εκδόσεις Ροές. Κεφάλαιο ΙΙΙ. Ανορεξία: Η λαχτάρα για αληθινή επικοινωνία. Σελ. 160 -192.
Πηγή εδώ