Κοινοποιείστε το άρθρο
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εκοιμήθη σαν σήμερα το 2008
«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα. Μέσα σ’ αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»
Συμπληρώνονται σήμερα δεκατρία χρόνια από την κοίμηση του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αδιαμφισβήτητα έμεινε στην ιστορία γιατί τόλμησε, όχι μόνο να ασχοληθεί με μεγάλα κοινωνικά θέματα, επιδεικνύοντας σπουδαίο κοινωνικό έργο σε διάφορους τομείς, αλλά και γιατί τόλμησε να μιλήσει τη γλώσσα των νέων. Με τη γνωστή και χαρακτηριστική του φράση «Παιδιά και εγώ σας πάω» αλλά και με το κάλεσμά του «Ελάτε έτσι όπως ακριβώς είστε με το τζιν, τα σκουλαρίκια και τις κοντές φούστες», επιβεβαίωνε τον ρόλο της Εκκλησίας να αποδέχεται και να δέχεται στους κόλπους της όλους, χωρίς διακρίσεις. Ο Μακαριστός Χριστόδουλος ήταν ο πρώτος που με τα λόγια και το έργο του προσπάθησε να προσεγγίσει τους νέους, να κατανοήσει επί της ουσίας τα προβλήματα, να σκύψει στους προβληματισμούς τους και να τους φέρει κοντά στην Εκκλησία.
Δεν λησμονούσε να λέει: «για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να αλλάξουμε πρώτα εμείς».
Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μιλούσε ανοιχτά για τα ζητήματα της Εκκλησίας, μιλούσε «στη γλώσσα του κόσμου» με κύριο μέλημα να ενισχύει την πίστη των Χριστιανών και ασχολήθηκε με όλα τα μέγιστα κοινωνικά προβλήματα. Με τους χειμαρρώδεις λόγους του προσπαθούσε να αφυπνίσει την κοινωνία. Διαχρονικά και επίκαιρα αποδεικνύονται τα λόγια του όταν σε ομιλία του το 2001 με θέμα «Παγκοσμιοποίηση: νέοι ορίζοντες ή απώλεια προσανατολισμού» έλεγε:
«Τό θέμα τό ὁποῖο ἀνετέθη στήν ταπεινότητά μου ἦταν μία πρόκληση. Κι αὐτό γιατί πράγματι στίς ἡμέρες μας τίθεται ἔντονα τό ἐρώτημα τί εἶναι ἡ Παγκοσμιοποίηση; ἕνα ἄνοιγμα σέ νέους ὁρίζοντες, μία ἀδήριτη ἀνάγκη, ἤ μία ἀπώλεια προσανατολισμοῦ; θά προσπαθήσω νά καταθέσω στήν ἀγάπη σας τή σκέψη μου κι ἐλπίζω νά σᾶς δώσω ἐναύσματα ὥστε νά προβληματισθεῖτε ἐπί τοῦ θέματος.
Ἡ Παγκοσμιοποίηση ὡς ἕνα γεγονός καταρρίψεως τῶν συνόρων δέν εἶναι κάτι τό καινούριο γιά μᾶς τούς Χριστιανούς. Ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπτύχθηκε ἐπί Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅταν στόν τότε γνωστό κόσμο δέν ὑπῆρχαν σύνορα καί οἱ διάφοροι λαοί ζοῦσαν ὑπό μία κρατική ἐξουσία.Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, ὁ καί ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας μας γράφοντας πρός τούς Γαλάτας καί τούς Κολοσσαεῖς θέτει τό θέμα ὅτι ὅλοι οἱ λαοί εἶναι ἑνωμένοι κάτω ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι εἶναι πρόσωπα καί γεννημένοι κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ: ” Οὐκ ἔνι Ἕλλην ἤ Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός ” (Κολ. Γ´ 11). Ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς ἤ οἰκονομικῆς καταστάσεως πραγματώνεται στήν Ἐκκλησία μας μέσα στή Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν καλούμεθα ” μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης ” νά προσέλθουμε στήν κοινωνία μας μέ τό Χριστό, αὐτό εἶναι μία πρόσκληση πρός τόν ὁποιοδήποτε χωρίς καμία διάκριση. Κάθε τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι μία ἐπαλήθευση στόν αἰώνα τῆς ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων καί μία εἰκόνα τῆς ἐσχατολογικῆς συνάξεως τῶν διασκορπισμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ. Μέ τή Θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀγάπη, πού εἶναι προϋπόθεσή της, ξεπερνᾶμε τά ἐμπόδια τόσο τῶν μεταξύ μας συνόρων ὅσο καί τῶν κρατικῶν.
Ἡ Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας στηρίζεται στόν ἄνθρωπο -πρόσωπο, ὡς μοναδικό, ἀνεκτίμητο καί ἀνεπανάληπτο. Στόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι ἐλεύθερος καί αὐτεξούσιος (Θεόφιλος Ἀντιοχείας ” Πρός Αὐτόλυκον ” Β´ 27). Στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη ὁ ἱερέας ἀναφέρει ” Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος ἤ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ … ” καί λέγει τό ὄνομά τους. Ὁ καθένας μας ἀποτελεῖ μέρος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχει κεφαλή τόν Χριστό. Αὐτό τό νιώθει κανείς στίς Διορθόδοξες συναντήσεις, ὅταν ἀπό τό Ἱερό Ποτήριο μεταλαμβάνουν ὡς ἀδελφοί Βούλγαροι, Ρῶσοι, Ἕλληνες, Ἄραβες, Ἀφρικανοί, Γάλλοι, Ρουμάνοι κ.λ.π. Ἐκεῖ βλέπει κανείς τήν πνευματική ἑνότητα καί τήν ” παγκοσμιοποίηση ” ὅπως τήν βιώνει ὁ Πιστός μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ὁ ἑνωτικός κρίκος τῆς Οἰκουμενικότητας πού βιώνει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μᾶς τήν παρέδωσε μέ τή Ζωή, τή Σταυρική του Θυσία, τήν Ἀνάσταση καί τή Διδασκαλία του ὁ Κύριός μας καί ὅπως τήν περιέγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γράφει στούς Ἐφεσίους: ” Γίνετε μιμητές τοῦ Χριστοῦ, σάν ἀγαπητά του παιδιά καί περπατεῖστε μέ ἀγάπη, καθώς καί ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό Του προσφορά καί θυσία στό Θεό ” (‘Εφεσ. Ε´ 1-2). Ἡ ἀγάπη γιά τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν εἶναι τό πλήρωμα τοῦ Νόμου (Ρωμ. Γ´ 10) καί ὁ σύνδεσμος τῆς τελειότητας (Κολ. Γ´ 14) καί συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅτι εἶναι ” μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν καί ἀρχή καί τέλος τῆς ἐνάρετης ζωῆς “, διότι κάθε ἐντολή καί κάθε ἐνέργεια μας συγκεφαλαιώνονται σέ αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριός μας ” νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτόν μας ” ( Ἰωάν. Κβ´ 39). Στήν ‘Εκκλησία δέν ὑπάρχουν ἐχθροί, δέν ὑπάρχουν ἀντίπαλοι. Ἡ ἀγάπη ἐξουδετερώνει τήν ἐχθρότητα καί καταργεῖ τήν ἀντιπαλότητα. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής ” ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς ” (Ματ. Ε´, 44). Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε ὅτι τό χαρακτηριστικό τοῦ ἐχθροῦ εἶναι νά βλάπτει καί νά ἐπιβουλεύεται, ἀλλά ὁ Κύριος δίδαξε ὅτι ἀγαπώντας ἐμεῖς τούς έχθρούς μας μοιάζουμε σ’ Ἐκεῖνον πού πέθανε γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
Ὅ ἄνθρωπος – πρόσωπο λοιπόν εἶναι τό πρῶτο καί κύριο στοιχεῖο τῆς Οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας μας καί συνεκτικός κρίκος της ἡ ἀγάπη. Θά σᾶς ἀναφέρω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα γιά νά κατανοηθεῖ ἀκόμη καλύτερα ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας. Στό σχόλιο του ἐπί τοῦ Εὐαγγελικοῦ Ρητοῦ ” Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας ” ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει ὅτι ὁ πλοῦτος καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἀντιστρόφως ἀνάλογα. Διότι ἄν ἀγαπᾶ ὁ πλούσιος τόν πλησίον του θά τόν φρόντιζε καί δέν θά σκεπτόταν συνεχῶς καί μόνο τά περιττά καί τά ἄχρηστα ὡς ἀναγκαῖα. Μέ τό πνεῦμα τῆς σπατάλης, σημειώνει ὁ Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, τίποτε στόν πλούσιο δέν εἶναι ἀρκετό καί θέλει συνεχῶς νά σπαταλᾶ ἀκόμη περισσότερα. Βλέπετε ὅτι αὐτά πού ἀναφέρουν τά πιό σύγχρονα βιβλία τῆς Οἰκονομίας ἀλλά καί τῆς Οἰκολογίας εἶναι οἱ Ἀρχές τίς ὁποῖες δίδαξαν ἐδῶ καί αἰῶνες πρίν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Τώρα λοιπόν ἔρχομαι στό κύριο καί καίριο ἐρώτημα, μήπως μέ τήν Παγκοσμιοποίηση, ὅπως τήν βλέπουμε νά διαμορφώνεται, ὑπάρχει μία ἀπώλεια τοῦ προσανατολισμοῦ μας; Αὐθορμήτως ἀπαντᾶμε θετικά. Ἡ ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέσα στό σύνολο τῶν κοινωνιῶν μετατρέπεται σέ ἐλευθερία τοῦ ἐμπορίου καί σέ “κοινωνικές ἐλευθερίες”, ἡ ἀγάπη μετατρέπεται σέ συμφέρον, ἡ πρόνοια γιά τόν πλησίον σέ ἐκμετάλλευση τοῦ πιό ἀδύνατου. Πῶς νά συμφωνήσει μέ αὐτήν τήν διαμορφούμενη κατάσταστη ἡ Ἐκκλησία;
Οἱ ἰδεολόγοι τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς μᾶς λένε : ” ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἱστορικῶς ἀναπόφευκτη “. Πράγματι. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς παθητικῆς ἀποδοχῆς τῶν πραγμάτων ἤ τῆς σιωπῆς μας. Εἶναι περίεργο πώς οἱ ἰδεολόγοι αὐτοί ξεχνοῦν ὅτι τό ἱστορικῶς ἀναπόφευκτον ἐπικαλέσθηκαν πρῶτοι οἱ Σοβιετικοί, χωρίς αὐτό νά ὑποχρεώσει κανέναν – οὔτε βέβαια τήν ἱστορία – νά τούς κοιτάζει ἀπαθῶς.
Θά ἔπρεπε νά εἶναι κοινή πεποίθηση πιά, ὅτι ὁσοδήποτε ἱστορικῶς ἀναπόφευκτο καί νά εἶναι κάτι, δέν ὑποχρεώνει τόν ἄνθρωπο σέ παθητική ὑποταγή ἤ σέ συναίνεση. Καί τοῦτο διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο δημιούργημα τῆς ἱστορίας, ἀλλά δημιουργός της ἐπίσης. Ἀπ’ ὅτι βλέπω, οἱ ἰδεολόγοι ἴσως δυσκολεύονται νά τό κατανοήσουν αὐτό. Οἰ χριστιανοί ὅμως γνωρίζουν πώς ἡ Θεία Πρόνοια δέν καταργεῖ τό αὐτεξούσιο.
Δεύτερο ἐπιχείρημά τους εἶναι ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση προωθεῖ τήν ἐλεύθερη ἀγορά, ἐνῶ οἱ σκέψεις περιορισμοῦ της ἐνισχύουν τόν κρατισμό. Ἄς τούς βεβαιώσουμε λοιπόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει λόγους νά ὑπερασπίζει τόν κρατισμό καί νά μάχεται τήν ἐλεύθερη οἰκονομία. Ἐκεῖνο πού τήν ἀπασχολεῖ, εἶναι ἄν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μέσο ἀλλά σκοπός. Καί ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἀδιαφορήσει, εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ φτωχοῦ, ἡ μοῖρα τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τήν προστασία τοῦ πάσχοντος καί τήν κοινωνική ἀλληλεγγύη, ὄχι ὡς πολιτικό πρόγραμμα, ὄχι ὡς μία δέσμη προτάσεων, οὔτε κἄν ὡς ἠθική ἀξία. Γιά τήν Ἐκκλησία, οἱ φτωχοί εἶναι ” οἱ θυρωροί τῆς βασιλείας [τοῦ Θεοῦ], οἱ ἀνοίγοντες τάς θύρας τοῖς χρηστοῖς, καί κλείοντες τοῖς δυσκόλοις καί μισανθρώποις “. (Γρηγ. Νύσσης P.G. 46, 460 C).
Τήν ἐλεύθερη ἀγορά, ἐξ ἄλλου, ἐνισχύει ὄχι μόνον ἡ παγκοσμιοποίηση ἀλλά καί τό ἐμπόριο ὅπλων, τό ἐμπόριο ναρκωτικῶν, τό δουλεμπόριο καί ἡ πώληση μικρῶν παιδιῶν στούς οἴκους ἀνοχῆς. Τήν ἐλεύθερη ἀγορά ἐνισχύει καί ἡ κατάργηση κάθε ἀσφάλειας, ὅπως ἐπίσης κάθε σύνταξης. Τήν ἐνισχύει καί ἡ κατάργηση τῶν κρατικῶν σχολείων καί τῶν κρατικῶν νοσοκομείων. Ἐν τούτοις, εἶμαι βέβαιος ὅτι καί οἱ πιό ἀκραῖοι ἰδεολόγοι δέν φθάνουν στό σημεῖο νά στηρίζουν ὁποιοδήποτε μέτρο προωθεῖ τήν ἐλεύθερη ἀγορά, ἀδιαφορώντας γιά τό κοινωνικό κόστος.
Ἐπειδή ἀκριβῶς θέλω νά πιστεύω πώς ἔχουν αὐτή τή σωφροσύνη, γι’ αὐτό νομίζω ὅτι θά συμφωνήσουν μέ τήν Ἐκκλησία ἡ ὁποία ζητᾶ ἡ παγκοσμιοποίηση νά μήν μετατραπεῖ σέ ὁδοστρωτήρα πού θά συνθλίψει τόν πάσχοντα ἄνθρωπο, οὔτε σέ ὄχημα τοῦ ὀργανωμένου ἐγκλήματος.
Ἀκόμη περισσότερον ἄνετα αἰσθάνονται οἱ ἰδεολόγοι μέ τίς συνέπειες τῆς παγκοσμιοποίησης στόν πολιτισμό. Κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία ὅτι ἀντιτίθεται στήν παγκοσμιοποίηση, μέ σκοπό νά διατηρήσει τόν ἐθνικισμό, τή μισαλλοδοξία, τίς διακρίσεις. Τήν κατηγοροῦν ἀκόμη ὅτι μάχεται τήν παγκοσμιοποίηση γιά νά κρατήσει τόν λαό δέσμιο τῆς ξεπερασμένης παράδοσης καί τοῦ παρελθόντος.
Ἄς ξεκαθαρίσουμε λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν προωθεῖ τήν καλλιέργεια τοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἀγαποῦμε τήν πατρίδα μας καί τόν Ἑλληνισμό, χωρίς φυλετισμούς, χωρίς νά ὑποτιμοῦμε τούς ἄλλους λαούς, χωρίς ξενοφοβίες. Ἀντίθετα ἀπό τίς προκατειλημμένες ἐπικρίσεις, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι προστάτης τῶν μειονοτήτων, τῶν προσφύγων. Ἐπικρίνει ἐνίοτε πολιτικές ἐπιλογές, ἐφ’ ὅσον αὐτές ἀντιβαίνουν πρός τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδέποτε ὅμως καταφέρεται κατά ἔθνους. Τιμᾶ τήν προσφορά καί τά χαρίσματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, οὐδέποτε ὅμως ἀπεσιώπησε τήν προσφορά καί τή συμβολή ἄλλων λαῶν. Κι αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζει μέ τόση θέρμη τήν πολιτική ἕνωση τῆς Εὐρώπης, γνωρίζοντας πώς αὐτή ἡ ἕνωση συνεπάγεται τόν περιορισμό τῆς ἐθνικῆς μας κυριαρχίας.
Γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ παράδοση δέν εἶναι συγκεκριμένα ἤθη καί ἔθιμα πού πρέπει νά τά κρατήσουμε στή ζωή μέ τεχνητό τρόπο, ἀλλά ἐμπειρία κοινωνικότητας, φορέας πνεύματος. Εἶναι αὐτό πού στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα λέμε λείψανο. Γιά τόν ξένο πρός τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπο, τό λείψανο εἶναι ἀπομεινάρι ἀπό κάτι πού ὑπῆρχε σέ παλιούς χρόνους. Ἐνῶ γιά τήν Ἐκκλησία, τό λείψανο εἶναι χορηγός ζωῆς. Δέν προσκυνᾶμε πτώματα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τούς νῦν καί ἀεί ζωντανούς.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ Ἐκκλησία δέν καλλιεργεῖ μία λατρεία τοῦ πολυκαιρισμένου, δέν διδάσκει τήν καθήλωση σέ τρόπους ζωῆς τοῦ παρελθόντος. Ἡ Ἐκκλησία ἐπισημαίνει ὅτι μέσα στήν ἱστορική μας πορεία κατορθώσαμε νά δημιουργήσουμε τρόπους ἔκφρασης τῆς κοινωνικότητάς μας, τρόπους ἀλληλεγγύης καί συνοχῆς, πού ἀποδείχτηκαν φορεῖς ζωῆς καί πνεύματος. Ἡ ἐμμονή σέ αὐτούς τούς τρόπους θἆταν καθήλωση σέ ἀναπηρική καρέκλα ὑγιῶν ἀνθρώπων. Αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία διδάσκει εἶναι νά υἱοθετοῦμε νέες μορφές, καί μάλιστα νά τίς δημιουργοῦμε, μή χάνοντας ὅμως ποτέ ἀπό τά μάτια μας τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, τήν ἀλήθεια του ὡς σχέσης, ὡς ὄντος πού ζεῖ μέ τόν πλησίον καί μέσῳ τοῦ πλησίον.
Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ὑποστηρίζει, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει σεβασμός στόν ἄνθρωπο, ἄν περιφρονοῦμε τίς ρίζες του, τή γλῶσσα του, τήν παράδοσή του καί θέλουμε νά τόν βάλουμε στά καλούπια πού ἐμεῖς ἀποφασίζουμε γι’ αὐτόν. Εἶναι δική μας εὐθύνη νά βοηθήσουμε τίς φτωχές χῶρες νά ἀναπτυχθοῦν, νά τίς βοηθήσουμε νά ἀποκτήσουν τεχνολογία, νά τίς βοηθήσουμε νά ἀποκτήσουν θεσμούς πού θά ἐπιτρέψουν τήν οἰκονομική τους προκοπή, δείχνοντας ὅμως σεβασμό στόν πολιτισμό κάθε λαοῦ καί κάθε χώρας. Θέλουμε νά βοηθήσουμε, θά πεῖ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, δέν τούς ὑποχρεώνουμε νά γίνουν σάν ἐμᾶς. Γιατί δέν ὑπάρχει χειρότερη μορφή ρατσισμοῦ ἀπό τό νά πιέζεις αὐτόν πού σ’ ἔχει ἀνάγκη νά γίνει σάν ἐσένα. Καθώς παρατηρεῖ ὁ Τόμας Φρίντμαν, διευθυντής think tank, σέ βιβλίο πού ἔγραψε γιά τό θέμα μας, ” ἡ παγκοσμιοποίηση, θά ἐπιφέρει κατάρρευση τοῦ περιβάλλοντος καί ξερίζωμα κάθε ἐθνικῆς κουλτούρας σέ βαθμό πού ἔχει δεῖ ποτέ ἡ ἱστορία. Κι ὅμως, δέν μπορεῖς νά χτίσεις μιά κοινωνία, ἄν τήν ἴδια ὥρα καταστρέφεις τίς ρίζες της, τά πολιτιστικά θεμέλια πού ἔδιναν στά μέλη της συνοχή καί σεβασμό στίς κοινές ἀξίες “.
Ἡ Παγκοσμιοποίηση δέν ἔχει σχέση μέ τήν οἰκουμενικότητα, εἶναι ἐμπαιγμός της. Τό ὅραμα τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ὁ ἀνταγωνισμός, ἐνῶ ἡ προσδοκία τῆς οἰκουμενικότητας εἶναι ἡ δοξολογική ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ παγκοσμιοποίηση δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας, εἶναι ἐμπαιγμός της. Ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας σημαίνει συμμετοχή καί συνευθύνη, ἐνῶ ἡ παγκοσμιοποίηση ὑπόσχεται νέους κύκλους ἀντιπαράθεσης καί ἔντασης μεταξύ τῶν μελῶν μιᾶς κοινωνίας.
Δέν νομίζω πώς ὑπάρχει κανείς ἀνάμεσά μας πού νά μήν καταλαβαίνει πολύ καλά ὅτι τίς ἑπόμενες δεκαετίες τό ἐμπόριο ὅπλων θά ἀναπτυχθεῖ, ὅτι τό ἐμπόριο ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν θά γιγαντωθεῖ. Δέν νομίζω πώς ἀμφιβάλλει κανείς ἀπό μᾶς ὅτι θά γίνουμε μάρτυρες νέων κυμάτων προσφύγων ἀπό τίς ἴδιες κι ἀπό νέες χῶρες, πού θά σημαίνει βέβαια ἀπίστευτης ἔκτασης ξεριζωμό καί ὁλοκληρωτική καταστροφή τῶν κοινωνιῶν τῶν φτωχῶν χωρῶν.
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας τρόπος διαπίστωσης τῶν ἐπερχομένων δεινῶν, εἶναι ἀγάπη καί μέριμνα : ” ἡ γάρ κατά Θεόν ἀγάπη ἐν τῷ συμπάσχειν ἀλλήλοις ἐστί ” (Βίος Ἁγ. Παχωμίου, 37) Αὐτό λοιπόν πού πρέπει νά περιμένουμε ἀπό ἐμᾶς ὅλους, ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἁπλῶς καί μόνο ἡ προειδοποίηση, ἀλλά ἡ πρόνοια.
Ἔχοντας συνείδηση τῆς κοινωνικῆς κατάρρευσης πού ἔχει ἤδη ἀρχίσει καί πρόκειται νά ἐνταθεῖ, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά προχωρήσει σέ διεκκλησιαστικές συνεργασίες πού θά δώσουν, μέ τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου, τίς δυνάμεις νά ἀντιμετωπίσουμε τήν ἀπειλή τοῦ γενικοῦ ξεριζωμοῦ, νά ἀντισταθοῦμε στήν ἀντικατάσταση τῶν πολιτισμῶν μας ἀπό τήν παγκόσμια προσφυγιά, καί νά συμπαρασταθοῦμε σέ αὐτούς πού θά ἔλθουν στά σπίτια μας ἱκέτες, αὐτούς πού θά περιμένουν νά δοῦν στό δικό μας βλέμμα μιά στιγμή ἀνακούφισης καί ἀγάπης.
Ἐπίλογος
Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τή δική της Παγκοσμιοποίηση. Ἡ ὁλόψυχη συμμετοχή μας στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ καλλιέργεια τῆς Ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὁ σεβασμός τῆς προσωπικότητος καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου δέν εἶναι θεωρητικές προτάσεις ἀλλά βιωματικές πραγματικότητες. Ὁ ἄνθρωπος ὅσο ὑπάρχει ἱστορία, ἀλλά ἰδιαιτέρως ἀπό τόν 18ο αἰώνα καί μετά πειραματίζεται. Ἐπιχειρεῖ μέ τήν ἐφαρμογή διαφόρων πολιτικῶν, οἰκονομικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων νά δημιουργήσει πλοῦτο καί εὐτυχία στήν κοινωνία πού ζεῖ. Κι ἔχει ἐπιτύχει ἀρκετά στήν ἀνάπτυξη τοῦ πλούτου, τῆς τεχνολογίας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ὅμως ἕνα δέν ἐπέτυχε, πού ὅμως εἶναι τό κύριο : νά αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος χαρά, ἀμεριμνησία καί ἀσφάλεια στή ζωή του καί νά ἔχει λύσει τό ὑπαρξιακό του πρόβλημα. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πλεονεξία, ὁ καταναλωτισμός, ἡ εὐμάρεια ἔχουν τίς παρενέργειές τους. Γιά δέστε στό μέρος τῶν πλουσίων χωρῶν τοῦ πλανήτη. Οἱ τρελές ἀγελάδες, τά γενετικῶς τροποποιημένα τρόφιμα, ἡ ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ μόλυνση ποταμῶν καί θαλασσῶν εἶναι ὁρισμένες ἀπό τίς παρενέργειες.
Ὀ ἄνθρωπος εἶναι προφανές ὅτι βρίσκεται σέ ἀδιέξοδο. Δύο εἶναι σήμερα οἱ λύσεις : ἡ μία νά δοκιμάσει πάλι διεξόδους μέ ἀντίδοτα, πού θά ἔχουν ὅμως ἄλλες παρενέργειες, γιατί θά κινοῦνται καί αὐτά στά ἴδια λογικοκρατούμενα πλαίσια. Εἶναι σά νά βρεῖ κάποιος μία ἔξοδο σέ ἕνα λαβύρινθο πού ὅμως στήν περιφέρειά του εἶναι ἀπό παντοῦ κλειστός . . . . Ἡ ἄλλη εἶναι νά προοδεύει, νά ἐξελίσσεται, νά ἀναπτύσσεται μέ βάση τίς Χριστιανικές ἀρχές καί Ἀξίες, τόν Ἠθικό ἐκεῖνο Νόμο δηλαδή πού τώρα ὁ ἄνθρωπος ἐν πολλοῖς ἀγνοεῖ. Ἄν καί ἔχει τήν ἱστορική ἐμπειρία πώς ἀκολουθῶντας αὐτές τίς Ἀρχές δημιούργησε τόν πολιτισμό, τόν ὁποῖο σήμερα τείνει νά πλήξει. Αὐτές τίς Ἀρχές ἔχουμε τήν εὐθύνη ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά προβάλουμε, ἔχουμε τήν εὐθύνη νά διδάξουμε, ἔχουμε τήν εὐθύνη νά συζητήσουμε. Ὀφείλουμε νά ἐργασθοῦμε σκληρά καί ἐντατικά μέσα στήν κοινωνία γιά νά τήν πείσουμε ὅτι μεγάλο μέρος της ἀκολουθεῖ λάθος δρόμο. Καί νά προσευχόμεθα ὁ Κύριος νά εὐλογήσει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Του, νά δώσει στούς ἀνθρώπους Πίστη καί Ἐλπίδα καί νά τούς ὁδηγήσει σέ μία ζωή ὄμορφη καί χωρίς ἄγχος. Ὅταν γνωρίζει καί βιώνει ὁ ἄνθρωπος τήν πνευματική ζωή πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία μας τότε αἰσθάνεται ἐλεύθερος καί ἀσφαλής στή ζωή του κι ἐπί πλέον πορεύεται φροντίζοντας κι εὐεργετώντας τούς ἄλλους, ὅπου κι ἄν βρίσκονται.
Αὐτή εἶναι ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας μας, πρόταση κατατεθειμένη ἐδῶ καί δύο χιλιάδες χρόνια πού ὅμως ἡ ἀνθρωπότητα δέν ὑλοποίησε ψάχνοντας ματαίως σέ ὑποκατάστατά της. Ὡς Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας μας προσεύχομαι ἀδιαλείπτως ὑπέρ τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ἀκραδάντως πιστεύω ὅτι ὡρίμασε ὁ καιρός πού ὁ ἄνθρωπος θά δοκιμάσει τήν πρότασή Της καί θά θελήσει νά ἐφαρμόσει τή λιτότητα καί τήν ἐγκράτεια στή ζωή του, τήν προσοχή καί μέριμνα γιά τόν ἄλλο, γενικά τόν Εὐαγγελικό Νόμο τῆς Ἀγάπης, τόν μοναδικό πού δημιουργεῖ ἀνεκλάλητη χαρά ἀπό τή βίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας καί τήν προσδοκία καί τῆς δικῆς μας Ἀναστάσεως, χαρά τῆς ὁποίας μέτοχοι εὔχομαι νά γίνουμε ὅλοι μας».
Ποιος ήταν ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Σύντομο αφιέρωμα στην μνήμη του
Βιογραφικά Στοιχεία
Ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρός +Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, γεννήθηκε στὴν Ξάνθη τὸ 1939. Τὸ 1962 ἔλαβε τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς καὶ τὸ 1967 τὸ πτυχίο τῆς Θεολογικῆς. Ἦταν διδάκτωρ τῆς Θεολογίας, πτυχιοῦχος τῆς γαλλικῆς καὶ ἀγγλικῆς γλώσσας, γνώστης δὲ τῆς ἰταλικῆς καὶ γερμανικῆς γλῶσσας. Διάκονος χειροτονήθηκε τὸ 1961 καὶ πρεσβύτερος τὸ 1965. Διετέλεσε ἐπὶ 9 χρόνια ἱεροκήρυκας καὶ πνευματικὸς προϊστάμενος τοῦ Ι.Ν. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Παναγίτσας) στὸ Παλαιὸ Φάληρο, καὶ ἐπὶ 7 χρόνια Γραμματεὺς τῆς Ι. Συνόδου. Ἐξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος τὸ 1974. Ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀποστολὲς στὸ ἐξωτερικό. Συνέγραψε πλῆθος ἐπιστημονικῶν καὶ ἐποικοδομητικῶν κειμένων. Ἀρθρογράφησε στὸν ἐκκλησιαστικὸ τύπο καὶ σὲ ἐφημερίδες. Τὸ 1998 ἐξελέγη ὑπὸ τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος.
Ἀνάμεσα στὶς δημοσιεύσεις του ξεχωρίζουν τὰ βιβλία «Ἑλληνισμὸς προσήλυτος. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα στὸν χριστιανισμό», ὅπου ἑρμηνεύει πῶς ἐπέτυχε ὁ χριστιανισμὸς νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ προσυλητίσει Ἕλληνες καὶ Ρωμαίους, καὶ «Ἡ ψυχὴ τῆς Εὐρώπης» ( ἀγγλικὴ ἔκδοση: The European Psyche) ὅπου ἀναφέρεται στὸν ρόλο τοῦ χριστιανισμοῦ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου καὶ τὶς προοπτικὲς τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἐὰν ξερριζώσει τὴν ταυτότητά του.
Ἡ ἄνοδός του στὸν θρόνο τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στάθηκε ἀφετηρία ἀναβάθμισης τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στὴ σύγχρονη πραγματικότητα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἀναδιοργανώθηκαν οἱ Συνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ ἱδρύθηκαν νέες, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ παρεμβαίνει ὅπου καὶ ὅποτε τοῦτο εἶναι ἀναγκαῖο.
Ὑπὸ τὴν ἡγεσία του, προήχθη τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸν κοινωνικὸ τομέα. Ἡ ἐνίσχυση τῶν ὑπαρχόντων καὶ ἡ ἵδρυση νέων ὀργανισμῶν καλύπτουν τομεῖς ὅπως ἡ βιοηθική, ἡ μέριμνα γιὰ τοὺς τοξικομανεῖς, ἡ συμπαράσταση πρὸς τοὺς οἰκονομικοὺς πρόσφυγες, τὴν κακοποιημένη γυναίκα, τὴν ἄγαμη μητέρα, τὰ θύματα τοῦ trafficking, κλπ., συνοδεύτηκε ἀπὸ παρεμβάσεις ποὺ ὁδήγησαν στὴ δημιουργία δικτύου δεκάδων βρεφονηπιακῶν σταθμῶν γιὰ τὴ στήριξη τῆς ἐργαζόμενης γυναίκας, τὴ μεθοδικὴ στήριξη τῶν πτωχῶν καὶ πολύτεκνων οἰκογενειῶν κλπ. Ἡ ἵδρυση τῆς Ἀλληλεγγύης ΜΚΟ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπέτρεψε τὴ σὲ μεγάλη κλίμακα παρέμβαση μὲ ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν διεθνὴ χῶρο –τὴ Μέση Ἀνατολή, τὴν Ἀφρική, τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀνατολική Εὐρώπη.
Σημαντικὲς προόδους σημείωσε καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν μὲ τὰ ὀργανωμένα σισίτια γιὰ περίπου 3000 ἄτομα τὴν ἡμέρα, τὴ δωρεὰν παροχὴ καινούργιου ρουχισμοῦ, τὴν ἵδρυση τῆς «Στέγης Μητέρας», τῶν Βρεφονηπιακῶν Σταθμῶν, τῶν Στεγῶν Γερόντων, Κατακοίτων, Ἀπροσαρμόστων παιδιών, τὶς δωρεὰν ὶατρικὲς καὶ νομικὲς υπηρεσίες μέσω τοῦ «Κέντρου Στήριξης Οἰκογένειας» καὶ τῆς «Διακονίας», τοῦ Ἱδρύματος Ψυχοκοινωνικῆς Ἀγωγῆς καὶ Στήριξης.
Καὶ στὴν ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ὅπως ἐλέχθη, «ὁδήγησε τὴν Ἐκκλησία στὸν κόσμο τῆς ψηφιακῆς ἐποχῆς», ἱδρύοντας τὴν ὑπηρεσία διαδικτύου στὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικῆς ὕλης ἱστοχώρους δημιούργησε τὸ πρῶτο διαδικτυακὸ πολιτιστικὸ κέντρο μὲ ψηφιακὴ βιβλιοθήκη σὲ 9 γλῶσσες, πινακοθήκη, μουσικοθήκη, καὶ πύλη πολιτιστικῶν εἰδήσεων στὴν ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλικὴ γλώσσα. Ἱδρύθηκε ἀκόμη ἱστοχῶρος πολυμέσων, γιὰ ὁπτικοακουστικὲς μεταδόσεις.
Σημαντικὴ ὑπήρξε ἡ φροντίδα τοῦ Μακαριστοῦ γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ θέματα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἱδρύθηκαν ἡ ad hoc Συνοδικὴ Επιτροπή, ἡ Ἀντιπροσωπία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Ευρωπαϊκὴ Ἕνωση μὲ ἕδρα τὶς Βρυξέλλες, καὶ ἱστοχῶρος ἀφιερωμένος στὴν προβολὴ καὶ στήριξη τῶν ταυτοτικῶν στοιχείων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος.
Ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χριστόδουλος ἐκοιμήθη στήν Ἀθήνα στίς 28-01-2008, ἔπειτα ἀπό σκληρή μάχη γιά τή ζωή ποῦ ἔδωσε ἐπί ἑπτά μῆνες μέ σθένος καί ὑποδειγματική ψυχική δύναμη.
Πηγές
http://www.ecclesia.gr
https://xristodoulos.antibaro.gr/