Κοινοποιείστε το άρθρο
Αργεντίνικο Τάνγκο – Αφιέρωμα στον πιο Ερωτικό Χορό
Το αργεντίνικο τάγκο πρωτοέφτασε στα Βαλκάνια και την ανατολή μέσα από τα γαλλόφωνα καμπαρέ και στέκια, για αυτό και στους περισσότερους ελληνόφωνους είναι γνωστό με τη γαλλική του προφορά – «ταγκό». Είτε έτσι, είτε αλλιώς, δεν υπάρχει διάνοια που στο άκουσμα της λέξης να μην συνεπαίρνεται από τον φανταστικό του ερωτισμό, τις δυναμικές και ταχύτατες φιγούρες, την αισθησιακή κίνηση και τη μαγεία της λατινικής Αμερικής.
Γεννημένο στα τέλη του 19ου αιώνα στα φτωχικά σοκάκια του Μπουένος Άιρες, ανάμεσα σε παρακμιακά στέκια, περιθωριακά κοινωνικά στοιχεία και οίκους ανοχής, αλλά και μεροκαματιάρηδες μετανάστες που δεν είχαν άλλη διέξοδο για διασκέδαση από τη μουσική και το χορό, το Τάγκο ήταν εξαρχής έκφραση πάθους, σκληροτράχηλου ανδρισμού και ακαταμάχητης θηλυκής γοητείας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το Τάγκο, όπως και κάθε τι υπέροχο στον ανθρώπινο πολιτισμό, είναι ένα αμάλγαμα διάφορων πολιτισμών και μουσικών στοιχείων από πολλές χώρες, και εκφράζει κυρίως τον πόθο ενός μοναχικού άνδρα για έναν αιώνιο, συχνά ανικανοποίητο έρωτα, που συνεχώς ονειρεύεται και προσπαθεί να υποτάξει, μα πάντα μοιάζει να του ξεφεύγει.
Το τάγκο, ειδικά στην αργεντίνικη εκδοχή του, πολεμήθηκε όσο κανείς άλλος χορός από τον καθωσπρεπισμό της εκκλησίας και της αστικής τάξης, καθώς θεωρήθηκε «ανήθικος», «βάρβαρος», «προκλητικός» και ένα σωρό άλλα, που έμοιαζαν να ρίχνουν το φταίξιμο για όλα τα κακά της κοινωνίας σε τούτο το υπέροχο μουσικοχορευτικό δημιούργημα.
Τίποτα, όμως, ούτε καν ο κίνδυνος αφορισμού από την ενορία, δεν εμπόδισε χιλιάδες παθιασμένους νέους και ηλικιωμένους, κυρίους και «αλήτες», αριστοκράτισσες και κορίτσια της νύχτας να μυηθούν στο μαγικό κόσμο του Τάγκο, είτε στην πιο αποστειρωμένη, γαμήλια εκδοχή του, είτε στην αισθησιακή μορφή των σκοτεινών καμπαρέ της δεκαετίας του 1920.
Χορός απόλυτα προσωπικός, σχεδόν εγωιστικός, μα παράλληλα η απόλυτη εξύμνηση του συγχρονισμού και της συνεργασίας, σπάνια χαρακτηρίζεται από χαρωπές μελωδίες – σχεδόν πότε για την ακρίβεια. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μιλά για μια αγάπη που πασχίζει συνεχώς να ξεδιψάσει, μα δεν το κατορθώνει ποτέ.
Tango: ο χορός του πάθους και της κομψότητας
Όσοι αγαπούν το χορό είναι σχεδόν αδύνατο να μη γοητεύονται έστω και λίγο από την εικόνα ενός ζευγαριού που χορεύει αργεντίνικο τάνγκο, καθώς πρόκειται για το χορό του ερωτισμού, του αισθησιασμού, αλλά και της απλότητας.
Γεννήθηκε στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ως αποτέλεσμα συγκερασμού αφρικανικών και ευρωπαϊκών στοιχείων που προέρχονταν απο την έντονη μεταναστευτικότητα εκείνης της περιόδου.
Παράλληλα με την πολιτιστική ανάμιξη, οι διάφορες πολιτικές αναταραχές που συνέβαιναν στην Αργεντινή, σταδιακά ζύμωσαν και εξέλιξαν το μουσικοχορευτικό είδος του τάνγκο, μέσα από το οποίο, οι χορευτές δεν εκτελούν μόνο βήματα, αλλά εκφράζουν τα έντονα βιώματά τους.
Το τάνγκο λοιπόν είναι ένα αυτοσχέδιο ‘περπάτημα’ μεταξύ καβαλιέρου- tanguero και ντάμας-tanguera υπό τη μουσική υπόκρουση οργάνων όπως το φλάουτο, το βιολί, η κιθάρα και το μπατονεόν. Οι παρτενέρ χορεύουν αντικριστά σε κλειστή στάση, με ανοιχτή ή κλειστή-στήθος με στήθος- αγκαλιά, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται το κράτημα μεταξύ τους. Τα πόδια τους έχουν την τάση προς τα μέσα για να διατηρούνται κλειστά και κατά το ‘βάδισμα’ να περνούν το ένα ξυστά από το άλλο, ώστε να μοιάζει πως γλιστρούν στο πάτωμα.
Για να επιτευχθεί ο σωστός βηματισμός χρειάζεται η ώθηση να προέρχεται από το κέντρο του σώματος του κάθε χορευτή, με σκοπό τα βήματα να έχουν δύναμη και σιγουριά και έτσι να σχηματίζονται κομψές φιγούρες, που θα καταλήγουν σε εντυπωσιακές πόζες.
Χορεύοντας τάνγκο, πέρα από βηματολόγιο και μουσικά ακούσματα που μαθαίνω, έχω αρχίσει να αντιλαμβάνομαι βαθύτερα βασικές ‘αρχές’, πάνω στις οποίες θα έλεγα στηρίζεται η φιλοσοφία του τάνγκο. Η πρώτη έχει να κάνει με την απλότητα, την απλότητα στη σκέψη, στη φαντασία, στο βήμα, στην έκφραση. Με τον καιρό αρχίζω να συνειδητοποιώ πως η καθημερινότητά μας, μας έχει οδηγήσει στο να συμπεριφερόμαστε πολύπλοκα και λιγότερο ξεκάθαρα. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο ότι δεν αντιλαμβανόμαστε ουσιαστικά όσα μας συμβαίνουν ώστε να μπορούμε να τα αποδώσουμε με απλό τρόπο.
Βασανίζουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας περιπλέκοντας τα «θέλω» με τα «πρέπει» και καταλήγοντας να κάνουμε βεβιασμένες κινήσεις. Για να χορέψει όμως κανείς τάνγκο χρειάζεται σιγά σιγά να αποβάλλει αυτή τη νοοτροπία (ομολογουμένως είναι δύσκολο!) και να δημιουργήσει κάτι απλό και ταυτόχρονα σπουδαίο, μία τάνγκο αυτοσχέδια, αισθαντική χορογραφία.
Για να χορέψει κανείς βέβαια τάνγκο χρειάζεται επιπλέον και την εμπιστοσύνη. Η γυναίκα πρέπει να εμπιστευτεί τον άντρα και ο άντρας τη γυναίκα, έστω για εκείνα τα λεπτά που διαρκεί το μουσικό κομμάτι. Χαρακτηριστικό του τάνγκο είναι πως το βήμα δίνεται από τον καβαλιέρο, όταν εκείνος νιώσει πως είναι η κατάλληλη στιγμή, σύμφωνα με το ρυθμό αλλά και την προσωπική του αίσθηση.
Με τη σειρά της η ντάμα, δέχεται την πρωτοβουλία του καβαλιέρου και τον ακολουθεί. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε το ζευγάρι δεν θα καταφέρει να χορέψει τάνγκο. Εδώ, εμπλέκονται τόσο στοιχεία της φυσικής, όσο και συμπεριφορικά στοιχεία των παρτενέρ. Με αλλαγές βάρους οι χορευτές συντονίζονται και ελευθερώνουν τα πόδια τους, αλλά και τις αισθήσεις τους και ακολουθώντας το ρυθμό σχηματίζουν το βηματισμό τους. Ο καβαλιέρος διοχετεύει τη δύναμή του στη ντάμα και εκείνη την επιστρέφει με θηλυκότητα και δυναμισμό. Έτσι, το ζευγάρι αποκτά ισορροπία. Αν μέρος της ενέργειάς τους χαθεί, τότε χάνεται και μέρος του χορού.
Παρά λοιπόν που ο καβαλιέρος είναι αυτός ο οποίος κάνει την πρώτη κίνηση και παροτρύνει την ντάμα να ξεκινήσουν το χορό τους, η ντάμα δεν μένει αμέτοχη. Είναι εκείνη που τον συγκρατεί και κλείνοντας τα μάτια της, διαβάζει με το μυαλό και τις αισθήσεις της την επόμενη κίνησή του. Αν εκείνος νιώσει πως δεν είναι και οι δύο έτοιμοι, καλύτερα να μην προχωρήσει, αλλά να περιμένει την κατάλληλη στιγμή που τα σώματα θα στείλουν τα σημάδια τους και θα είναι σε θέση να συνθέσουν ένα ολοκληρωμένο χορευτικό αποτέλεσμα.
Η διαδραστική διαδικασία στην οποία εμπλέκονται οι χορευτές τάνγκο αναπτύσσει ένα συναίσθημα που δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Και ίσως είναι καλύτερα τα περισσότερα λόγια για το τάγκο να μείνουν πίσω και να δοθεί χώρος για επαφή και φαντασία. Η αλληγορικότητά του με την καθημερινή ζωή μας ας γίνει η μαγεία που αναζητούμε για να αφεθούμε και να χορέψουμε με ψυχή και σώμα
Δικτυογραφία