Κοινοποιείστε το άρθρο
Χριστούγεννα στη Μακεδονία, τα ήθη και τα έθιμα
Τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου μαρτυρούν τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Με έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο, ετοιμάζονται όλες οι περιοχές της Μακεδονίας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού και την πρώτη μέρα του νέου χρόνου. Πόλεις και χωριά σε όλη την Μακεδονία στολίστηκαν, φωτίστηκαν και οι προετοιμασίες για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης ντύνονται με μελωδίες και παίρνουν άρωμα από τις κουζίνες των νοικοκυριών. Έθιμα και παραδόσεις της πατρίδας μας, που δίνουν ξεχωριστό χρώμα στις περιοχές που τα τηρούν ακόμα.
«Το Χριστόξυλο»
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό είναι το Χριστόξυλο. Η νοικοκυρά έχει ήδη φροντίσει να καθαρίσει το σπίτι και ιδιαίτερα το τζάκι με μεγάλη προσοχή, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζει ακόμη και την καπνοδόχο του σπιτιού, ώστε να μη μπορέσουν να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως αναφέρεται στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Κάθε οικογένεια, προσπαθεί να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα, μέχρι τα Φώτα.
«Οι Μωμόγεροι»
Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων – ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους: «Αρχή κάλαντα και αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου». Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. Άλλοι το λένε ρογκάτσια ή μπαμπαλιούρια. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα προαιώνιο λαϊκό παραμύθι με περίεργες οντότητες και ζωομορφικές φιγούρες, με χορό και θέατρο, μυσταγωγία και σάτιρα, με ρόλο και κορυφαίους, με χορικά και στάσιμα, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα.
O χορός, μαζί με τη μουσική, το τραγούδι και τις επιφώνησεις, προκαλεί την εντύπωση υποτυπώδους χορικού τραγωδίας η κωμωδίας, πράγμα που μας δίνει μιαν ιδέα του πώς θα πρέπει να ήταν η προσθεσπική μορφή των αττικών δραμάτων. Γιατι οι Μωμόγεροι είναι στενότερα δεμένοι, από ό,τι οι αρχαίοι χορευτές του κλασικού δράματος, με τα παριστανόμενα: Είναι ταυτόχρονα και υποκριτές με ρόλο, τη μια στιγμή, και χορευτές την άλλη, και αντίστροφα. Μ’ άλλα λόγια, τα ίδια μεταμφιεσμένα πρόσωπα άλλοτε παίζουν θέατρο κι άλλοτε χορεύουν σαν χορεύτες τον κοινό χορό, κάποτε μαλίστα μαζί και με τους θεατές. Με χορό, λοιπόν αρχίζουν, γενικά, την παράσταση τους οι Μωμόγεροι, σ’ όλες σχεδόν τις πενήντα τόσες παραλλαγές που έχουμε, και με χορό τελειώnουν. Κάποτε ο χορός κρατάει σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης η το δρώμενο παίζεται χορευτικά. Με χορό και μουσική εκδηλώνουν τη λύπη τους για το θάνατο, ή σε νεωτερικές παραλλαγές, για την αρρώστια του κεντρικού προσώπου, και με χορό και μουσική φανερώνουν τη χαρά τους για την ανάσταση η θεραπεία του, καθώς και για το γάμο του, σε άλλες παραλλαγές, με τη Νύφη…
«Σπόρδισμα των φύλλων»
Στο νησί της Θάσου μέχρι σήμερα ακόμα οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής :Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
«Αράπηδες»
Το έθιμο των Αράπηδων αναβιώνει κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, στο Μοναστηράκι, το οποίο απέχει από την πόλη της Δράμας μόλις 4 χλμ. Το συναντάμε επίσης και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει κάθε χρόνο και στη Νικησιανή του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας. Οι «Αράπηδες» φορούν μαύρες, φλοκωτές, ποιμενικές κάπες, που καλύπτουν όλο το σώμα και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες- κεφαλοστολές από γιδοπροβιές. Στη μέση τους κρεμούν τρία μεγάλα κουδούνια αρμονικά συνταιριασμένα από έμπειρους συγχωριανούς. Στα χέρια τους κρατούν από ένα μεγάλο, ξύλινο σπαθί και ένα σακουλάκι με στάχτη του Δωδεκαημέρου, με το οποίο χτυπούν όσους συναντούν, «για το καλό» –τα κουδούνια και οι στάχτες πιστεύεται ότι έχουν αποτρεπτικές ιδιότητες του κακού. Στην ομάδα των «Αράπηδων» -την «τσέτα»- όπως λέγεται, μετέχουν ενεργά και άλλοι μεταμφιεσμένοι, όλοι τους ευσταλείς και ενθουσιώδεις νέοι του χωριού. Είναι οι «Γκιλίγκες», οι «Παπούδες» και οι «Εύζωνοι-Τσολίαδες».
Οι «Γκιλίγκες» ντύνονται με παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές. Φορούν άσπρη βράκα από βαμβακερό υφαντό. Από πάνω περνούν μακρύ, άσπρο πουκάμισο, που φτάνει ως τα γόνατα και στον ποδόγυρο του διακρίνονται πολύχρωμα κεντίδια. Πάνω από το πουκάμισο φορούν τη λεγόμενη «αντεριά», πιο κοντή από αυτό και με μανίκια, φτιαγμένη από ύφασμα καπιτονέ ή χασέ, σκούρο πράσινο ή ανοιχτό κόκκινο στις εξωτερικές επιφάνειες και ενισχυμένο ενδιάμεσα με βαμβάκι. Στη συνέχεια φορούν ξεμανίκωτο πανωφόρι, που φτάνει λίγο πιο πάνω από την «αντεριά», φτιαγμένο από χοντρή μαύρη τσόχα, κεντημένη γύρω-γύρω στις άκρες με γαϊτάνι. Φορούν επίσης πολύχρωμη, με μεγάλα τετράγωνα, υφαντή, μάλλινη ποδιά και στη μέση δένεται με τη βοήθεια χειροποίητης, τσόχινης ζώνης, ολοκέντητης με πολύ μικρές πολύχρωμες χάντρες, που σχηματίζουν μικρά λουλούδια. Στο κεφάλι βάζουν χρωματιστή, λουλουδάτη μαντίλα (τσερβέτα), με χρυσές ή ασημένιες πούλιες στις άκρες. Στο χέρι κρατούν ένα άλλο μαντήλι.
Οι «Παπούδες» φορούν τις παλιές, γιορτινές, τοπικές, αγροτικές ενδυμασίες: μαύρη βράκα, άσπρο πουκάμισο, μαύρο υφασμάτινο ζωνάρι τυλιγμένο στη μέση, στο πάνω μέρος του οποίου διακρίνονται οι πούλιες μιας μαντίλας(τσέβρας), μαύρο γιλέκο, κοντό, μαύρο σακάκι, μακριές, μαύρες πλεχτές μέχρι το γόνατο κάλτσες και μαύρη τραγιάσκα στο κεφάλι. Στο χέρι κρατούν γκλίτσα ή πλεκτό κορδόνι. Οι «Τσολιάδες» φορούν μια ιδιόμορφη φουστανέλα, ως αντιπροσωπευτικό εθνικό ένδυμα, με ριγμένες στην πλάτη τους πολύχρωμες μαντίλες(τσέβρες) και στο κεφάλι τους βάζουν μια άλλη μαύρη μαντίλα με κρόσσια, σαν κεφαλόδεσμο. «Παπούδες» και «Τσολιάδες» μπήκαν στην «τσέτα» σε νεώτερους χρόνους, οι πρώτοι για να τιμήσουν τις περασμένες γενιές, οι δεύτεροι για να τονίσουν στα χρόνια της σκλαβιάς την ελληνικότητα των Μακεδόνων και το ακμαίο τους φρόνημα.
Απαραίτητοι συνοδοί της «τσέτας» σήμερα, όπως και παλιά, είναι οι τοπικοί οργανοπαίχτες, δεξιοτέχνες όλοι τους του «κεμενέ»(λύρα) και του «νταϊρέ» (ντέφι). Το ντύσιμο των μελών της «τσέτας» απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και προσοχή, ιδιαίτερα του «Αράπη». Χρειάζεται πάντοτε για αυτό το σκοπό η βοήθεια κάποιου συγχωριανού γνώστη του εθίμου. Ήταν μια μικρή «ιεροτελεστία» που απαιτούσε χαρά και τραγούδι.
Προάγγελος της τέλεσης του δρώμενου είναι ομάδες από παιδιά, τα οποία από το απόγευμα της παραμονής των Θεοφανείων, τριγυρίζουν στους δρόμους του χωριού, χτυπώντας τα κουδούνια που την επομένη θα φορέσουν οι «Αράπηδες». Πρωί-πρωί, ανήμερα των Θεοφανείων, η «τσέτα» μαζί με τους οργανοπαίχτες ξεκινά και επισκέπτεται με τη σειρά όλα τα σπίτια του χωριού. Τραγούδια, ευχές, πειράγματα, κεράσματα και το γλέντι δεν αργεί να στηθεί. Μέχρι το μεσημέρι έχει μεταφερθεί η γιορτινή ατμόσφαιρα σ’ όλο το χωριό, προσφέροντας απλόχερα την ευθυμία, τη χαρά σε κάθε σπίτι, προετοιμάζοντας κατάλληλα όλους τους συγχωριανούς για το μεγάλο χορό που θα στηθεί νωρίς το απόγευμα. Γύρω στις τρεις, ο κόσμος έχει ήδη συγκεντρωθεί στην πλατεία και περιμένει την «τσέτα» και τους οργανοπαίχτες για να ξεκινήσει ο χορός. Σε λίγο ακούγεται ο ήχος των μεγάλων κουδουνιών και οι «Αράπηδες» πραγματοποιούν μια εντυπωσιακή είσοδο στην πλατεία, κραδαίνοντας τα μεγάλα, ξύλινα σπαθιά τους και σκορπώντας στάχτες δεξιά και αριστερά. Με τον τρόπο αυτό ανοίγουν τον δρόμο για τα υπόλοιπα μέλη της «τσέτας», με πρώτους-πρώτους τους «Τσολιάδες», που ακολουθούν χορεύοντας υπό τους ήχους της λύρας και του νταϊρέ. Σ’ ολόκληρη την πλατεία κυριαρχεί πια η «τσέτα». Κανείς δεν τολμά να διεισδύσει σ’ αυτήν.
Σε λίγο στήνεται τρανός, κοινοτικός χορός, με πρώτους τους ηλικιωμένους του χωριού. Όταν έχει σχηματιστεί ο επιβλητικός κύκλος του χορού, δύο «Αράπηδες» απαγάγουν μια «Γκιλίγκα», μόλις όμως απομακρυνθούν λίγο, την απελευθερώνουν δύο «Τσολιάδες» και αυτή ξαναμπαίνει στο χορό. Κατά την διάρκεια επίσης του χορού, μια «Γκιλίγκα» πλησιάζει τον πρωτοχορευτή, του ρίχνει στον ώμο την τσέβρα της και εκείνος δίνει φιλοδώρημα για την τσέτα. Ο κυριότερος όμως ρόλος που επωμίζονται οι «Γκιλίγκες» στην περίπτωση αυτή, είναι να μη διαταράσσεται η τάξη και το εθιμικό του χορού.
Ο χορός στην πλατεία διαρκεί ώρες πολλές. Με την ανοχή των «Αράπηδων», ή σε διαλείμματα του χορού, δύο μεταμφιεσμένοι, παριστάνοντας την αρκούδα και τον αρκουδιάρη, σκορπίζουν γέλιο και πρόσθετη χαρά, ενθουσιάζοντας μικρούς και μεγάλους με τα φερσίματα και τους σατυρικούς μιμητισμούς τους. «Όταν πλησιάζει ο ήλιος να βασιλέψει, ξεκινά το εικονικό όργωμα και η σπορά. Το ξύλινο άροτρο σέρνουν δύο ψηλόσωμοι «Αράπηδες», με ζευγολάτη ένα «Τσολιά» και σπορέα κάποιο παλιό γεωργό του χωριού. Θέαμα πραγματικά εντυπωσιακό, με βαθύ συμβολισμό κάτω από τον εύθυμο, σήμερα, χαρακτήρα του. Όργωμα και σπορά αντιπροσωπεύουν βασικά έργα βιοπορισμού και τα έργα του κύκλου αυτού, όπως και τα εργαλεία του, καλύφθηκαν προαιώνια από το πέπλο του θρύλου και της ιερότητας.
Ακολουθεί ολονύχτιο γλέντι στα καφενεία του χωριού, με «κεμενέδες» και «νταϊρέδες». Η άλλη μέρα βρίσκει τους τελεστές του δρώμενου με την ικανοποίηση ότι εκπλήρωσαν ένα χρέος στον ίδιο τους τον εαυτό και στους συγχωριανούς τους, συνεχίζοντας ό,τι και οι προγονοί τους σεβάστηκαν ακόμη και στα χρόνια της σκλαβιάς.
Το δρώμενο λήγει τυπικά το βράδυ της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, στις 18 Ιανουαρίου, που «τελειώνει το χτύπημα του «νταϊρέ», όπως λένε, σταματούν δηλαδή τότε οι γιορτές και αρχίζουν οι δουλειές του χωριού με τον συνηθισμένο ρυθμό. Τη βραδιά αυτή γλεντούν και πάλι όλοι όσοι πήραν μέρος στη γιορτή των Θεοφανείων, τρώγοντας χαλβά με υλικά, τα οποία αγόρασαν με τα χρήματα που συγκέντρωσαν στον αγερμό τότε, στις επισκέψεις τους δηλαδή στα σπίτια. Στο γλέντι πρωτοστατούν και πάλι η λύρα και ο νταϊρες.
«Φωτιές της Φλώρινας»
Σήμα κατατεθέν τα Χριστούγεννα στην Φλώρινα είναι οι φωτιές. Ένα έθιμο με παγανιστικές ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων και αφορούσε την λατρεία του ήλιου. Τώρα όμως έχει σχέση με τον Χριστιανισμό και αναπαριστά την φωτιά που άναψαν οι βοσκοί για να ζεστάνουν το Θείο Βρέφος. Τα μεσάνυχτα 23 προς 24 Δεκέμβρη κάθε γειτονιά ανάβει μία μεγάλη φωτιά (με μεγαλύτερη αυτή στην πλατεία Ηρώων), η προετοιμασία κρατάει μήνες, ομάδες παιδιών μαζεύουν τόνους ξύλα και κέδρους που κόβουν από το βουνό. Κάθε ομάδα βρίσκει ένα ασφαλές μέρος να φυλάξει τα ξύλα της, κάθε βράδυ ορίζουν έναν από την ομάδα για φύλακα, γιατί οι άλλες ομάδες καιροφυλακτούν να κλέψουν ξύλα από τους αντιπάλους, είναι τιμή για την αντίπαλη ομάδα αν καταφέρει να κλέψει ξύλα χωρίς να την καταλάβουν, και μεγάλη ντροπή για τους άλλους. Λένε ότι παλιά αυτός που στην βάρδια του έκλεψαν ξύλα ντρεπόταν ακόμα και σχολείο να πάει μετά. Το έθιμο της φωτιάς υπάρχει και την Πρωτοχρονιά, ανάβουν φωτιές για να ‘ρθει πιο γρήγορα ο καινούργιος χρόνος, και μεταμφιέζονται, το έθιμο της μεταμφίεσης κρατάει από την Βακχική λατρεία , επειδή τα καρναβάλια γίνονταν προς τιμή του Διονύσου, θεού της γονιμότητας, της ευθυμίας και της αφθονίας. Αυτό το έθιμο είναι τα «Μπαμπάρια», που αναβιώνει στο χωριό Παπαγιάννη στα βόρεια της Φλώρινας, άλλοι πιστεύουν ότι έχει Ρωμαϊκή προέλευση, η σημασία του όμως είναι ότι υμνεί το ξύπνημα της γης και την καρποφορία στην 1η του Γενάρη.
Κεντρική φιγούρα είναι είναι η «νύφη»-σύμβολο της γονιμότητας, και σκοπός είναι να την απαγάγουν οι «κακοί». Οι άντρες είναι μεταμφιεσμένοι με προβιές, για να γίνουν πιο τρομακτικοί στην όψη προσθέτουν για δόντια φασόλια γίγαντες και κόκκινες μικρές αποξηραμένες πιπεριές. Η ομάδα των αντρών αποτελείται από 15 άτομα περίπου, που φορούν τη λινή πουκαμίσα, αμάνικο γιλέκο και μαύρες υφαντές περικνημίδες, την προβιά, ζώνονται στη μέση τους μεγάλα κουδούνια -από αγελάδες- και κρατούν χοντρά ξύλα – πατερίτσες. Κάθε μέλος επιφορτίζεται και από ένα καθήκον… εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή… πλαϊνή φύλαξη της νύφης… γιατί καραδοκούν οι «κακοί» και φυσικά ο καμπούρης.
Πρέπει να την παραδώσουν σώα και ανέγγιχτη στον γαμπρό… ο οποίος διαφέρει από τα παλικάρια… στην πατερίτσα… που είναι εξάρτημα από αλέτρι που μοιάζει με σπαθί… έχει και φούντα… και μικρά κουδουνάκια… Στο δρώμενο παρουσιάζονται ασφαλώς ο παππούς, η γριά (μπάμπω), ο παπάς με το θυμιατό, ο γιατρός με τα γιατρικά του και ο κουρελής-πειραχτήρι της νύφης (ο καμπούρης).
Η νύφη, περί ης ο λόγος, είναι ένας άνδρας με τοπική νυφιάτικη ενδυμασία – κάθε χρονιά φορά ρούχα μιας άτεκνης γυναίκας του χωριού… για να κυοφορήσει- και κουδουνάκια αλόγου… Η ομάδα μπαινοβγαίνει στις αυλές των σπιτιών και οι νοικοκυραίοι οφείλουν να δώσουν στην παρέα το 1/10 της σοδειάς τους σε τσίπουρο, χοιρινό κρέας, λουκάνικα, κρεμμύδι, ψωμί και κρασί… Υπό τους ήχους της γκάιντας, του νταουλιού και της φλογέρας… το αποκορύφωμα… είναι το ξυλοφόρτωμα των «μνηστήρων» της νύφης και του καμπούρη, στο βαθμό που για πολλές μέρες οι νέοι είναι μαυρισμένοι από το ξύλο… και ανίκανοι – τάχα μου- να δουλέψουν…
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς υπάρχει επίσης το έθιμο της αρκούδας. Πρωί της πρώτης μέρας του έτους μεγάλοι και μικροί πλένονται με τρεχούμενο νερό, αφού καθώς λένε, τη μέρα αυτή λένε ότι γέννησε η αρκούδα και μετά πλύθηκε, έτσι τα τρεχούμενα νερά έχουν την δύναμή της, και την αποκτούν όσοι πλένονται με αυτά. Στο χωριό Πισοδέρι, το πρώτο κομμάτι της Βασιλόπιτας είναι για την αρκούδα και το πηγαίνουν στον «βράχο της αρκούδας» για να το φάει.
«Κόλιντα Μπάμπω»
Κυρίως στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχθούν. Το «Κόλιντα Μπάμπω» φυσικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα κάλαντα στη γιαγιά, μια φράση που είναι γνωστή σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας και την συναντούμε όχι μόνο στην Μακεδονία αλλά και στην Θράκη.
Ας δούμε μερικές παραλλαγές όμως…
«Κόλιντα, κόλιντα δώσ’ μου μπάμπω κλούρα.
Αν δε με δώσεις κλούρα δώσ’ μου τη θυγατέρα ‘ ς…»
«Κόλιντα και μέλιντα με μένα μπάμπω κλούρα…»
«Κόλιντα μπάμπου, δως μας μια κλουρίτσαας είνι σταρίσια,
ας είνι καλαμποκίσια, Κόλιντα μπάμπου»
«Το χριστόψωμο»
Το χριστόψωμο (ή χριστόψωμα ή χριστόπ’τα ή κ’στόπ’τα ή κλίκ΄ ή κ΄κλούρα ) είναι συνήθως σκέτο ψωμί που ψήνεται σε λαδωμένο ταψί. Στην επιφάνειά του φιλοτεχνούν με ζυμάρι, σταφίδες και ψίχες από καρύδι ή μύγδαλο, πλουμίδια, που παριστάνουν σταυρούς, κύκλους, άνθη. Σε κάποια χωριά χαράσσουν στο χριστόψωμο ένα κεντρικό σταυρό, σύροντας το πιρούνι σε δυο κάθετες τετραπλές γραμμές, (με τα τέσσερα δόντια του πιρουνιού)· αλλού πάλι, με δυο πιρούνια, που έχουν αντικρυστά τα δόντια, «τσιμπούν» το ζυμάρι, ανασηκώνοντάς το λίγο, και φτιάχνουν το σταυρό. Στο κέντρο του σταυρού τοποθετούν ένα άσπαστο καρύδι, ενώ στις κεραίες του τοποθετούν σύκα λιασμένα, σταφίδες κ.λ.π. Μόλις βγει από το φούρνο, αλείφεται με λιωμένο μέλι ή ζαχαρόνερο, για να γλυκάνει το Χριστό· αλλού, το αλείφουν με κόκκινο γλυκό πιπέρι, για να «πάρει όψη».
Σε πολλά μέρη, στη χριστόπιτα μπαίνει και «παράς» (νόμισμα), όπως στη βασιλόπιτα.Όταν νυχτώσει, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια γύρω από το σουφρά, όπου βρίσκεται το χριστόψωμο. Αφού θυμιάσει η νοικοκυρά όλο το σπίτι «για να φύγουν οι καρκατζαλοί», ο αρχηγός ή ο γεροντότερος της οικογένειας παίρνει το μαχαίρι, σταυρώνει τη χριστόπιτα τρεις φορές και ευχόμενος: «καλώς μας ήρτι Χριστός! Να μας βουθήσ’! κι του χρόνου!».
Κόβει φέτες: πρώτα για το Χριστό κι έπειτα κατά σειρά ηλικίας σε όλα τα μέλη της οικογένειας, ενώ δεν παραλείπει να βγάλει μερίδιο για το σπίτι, για τα ζώα, για τα χωράφια κ.λ.π.
Τα Ραγκουτσάρια, όπως ονομάζονται τα καρναβάλια, γιορτάζονται από τις 6 μέχρι τις 8 Ιανουαρίου και διατελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών τελετών, που γίνονταν από αρχαιοτάτων χρόνων και σύμφωνα με τους ντόπιους είναι γιορτή που σκοπό έχει να ξεχάσουν τα προβλήματα της χρονιάς. Οι εκδηλώσεις των καρναβαλιών αποτελούν κορύφωση των εορτών για την πόλη, γιατί συνδυάζονται με τις εορτές του δωδεκαημέρου. Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, αλλά και πολλοί ξένοι που παρευρίσκονται εκείνες τις μέρες στην πόλη και ξεχύνονται όλοι στους δρόμους και στα σοκάκια, γιορτάζοντας με χορούς, τραγούδια, πειράγματα και με άφθονο κρασί. Ακόμη παίρνουν μέρος πολλές ορχήστρες με χάλκινα όργανα, αποτελούμενες από 5 έως 12 άτομα. Αν βρεθείτε στην Καστοριά την περίοδο των εκδηλώσεων θα νιώσετε τι θα πει ξεφάντωμα και σίγουρα η όλη διαδικασία δεν θα σας αφήσει αδιάφορους.
Η προέλευση του ονόματος: Η ονομασία Ραγκουτσάρια, προέρχεται από το λατινικό rogatores, δηλαδή ζητιάνοι, (ακόμη rogatio στα Λατινικά σημαίνει ζητώ), αφού οι μεταμφιεσμένοι ζητούν απ’τους νοικοκύρηδες να τους δώσουν δώρα προκειμένου να διώξουν τα κακά πνεύματα. Τα Ραγκουτσάρια έχουν την καταγωγή τους από τα αρχαία Χειμερινά Διονύσια, και είναι γνωστά με αυτό το όνομα μόνο στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, στα οποία υπήρχε ο θίασος των μεταμφιεσμένων που γύριζε από σπίτι σε σπίτι, μπαίνοντας και χαριεντίζοντας με τους νοικοκυραίους ζητώντας κεραστικά και φιλοδωρήματα. Ηταν κρυμμένοι πίσω από προβιές και αυτοσχέδιες μάσκες, φροντίζοντας στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων που ταλαιπωρούσαν τον κόσμο των καιρών εκείνων.
«Tο σπάσιμο του ροδιού»
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”. Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.