Κοινοποιείστε το άρθρο
Χρυσόστομος Παναγιωτόπουλος: Κορυφαίος της νευρολογίας, ξεχωριστός άνθρωπος και σπουδαίος δάσκαλος
Yπήρξε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ιατρός, ερευνητής και δάσκαλος, όλα σε υπερθετικό βαθμό . Ο Χρυσόστοµος Παναγιωτόπουλος (για τους φίλους του Τόµης) αποτελεί ένα µμεγάλο κεφάλαιο για τους Έλληνες νευρολόγους, εκ των οποίων αρκετοί εν ενεργεία υπήρξαν συνεργάτες του, μαθητές του ή απλώς έχουν εμπνευστεί από το επιστημονικό έργο του και εφαρμόζουνε τις απόψεις του.
Γεννήθηκε στην Τήνο το 1938 και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, ειδικεύθηκε στη νευρολογία στο Αιγινήτειο Νοσοκοµείο Αθηνών. Πολυπράγµων, κανένα πεδίο της νευρολογίας δεν ήταν ικανό να µονοπωλήσει το ενδιαφέρον του για µεγάλο διάστηµα. Αν και πρέπει να παραδεχθώ ότι τα σύνδροµα των επιληψιών (epilepsies), και όχι της επιληψίας όπως διευκρίνιζε, ήταν η αδυναµία του. Κοµβικό σηµείο στη σταδιοδρομία του ήταν η απόφαση να εγκαταλείψει την Ελλάδα για να κάνει διεθνή καριέρα σε πολλά πανεπιστηµιακά ιδρύµατα και νοσοκοµεία τεσσάρων ηπείρων.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, µετέβη στο Μπέρμιγχαμ του Ηνωµένου Βασιλείου όπου εργάστηκε κοντά στον καθηγητή Edwin Bickerstaf και µαζί µε τους καθηγητές Peter Jevons και Graham Harding ειδικεύτηκε στην κλινική και εργαστηριακή µελέτη της επιληψίας εκπονώντας τη διδακτορική του διατριβή. Tο 1974 έγινε δεκτός ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ και το 1979 επίσης ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Γουέστερν Αυστράλια. Αργότερα, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήµιο του Κολοράντο και στη συνέχεια εξελέγη καθηγητής και πρύτανης στο Πανεπιστήµιο του Ριάντ. Τα τελευταία 20 έτη, µέχρι τη συνταξιοδότησή του, υπηρέτησε ως consultant in clinical Neurophysiology and epilepsies στο πανεπιστηµιακό νοσοκοµείο St. Thomas στο Λονδίνο. Τυπικά, η αναγνώριση της προσωπικότητάς του στον ελληνικό χώρο ήρθε αργά, αν και οι κατάµεστες αίθουσες στις οµιλίες του, η διακίνηση των καινοτόµων ιδεών του ανάµεσα στους νευρολόγους, αλλά και η ευγνωµοσύνη που έτρεφαν γι’ αυτόν οι ασθενείς του, τον είχαν καταξιώσει στην ελληνική νευρολογία πολύ νωρίτερα.
Η αρχή της γνωριµίας µαζί του έγινε το 1990, όταν απάντησε θετικά σε ένα γράµµα που του έστειλα ζητώντας του να εξειδικευθώ κοντά του στη νευροφυσιολογία στο τµήµα που διηύθυνε στο πανεπιστηµιακό νοσοκοµείο St. Τhomas. Ηµουν η πρώτη από µια σειρά Ελλήνων νευρολόγων που µε µεγάλη προθυµία και ανιδιοτέλεια δέχθηκε να εκπαιδεύσει στο τµήµα αυτό. Γενναιόδωρος µε τους µικρότερους συναδέλφους, υποστηρικτικός, δίκαιος και αξιοκρατικός, συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά ενός µεγάλου δασκάλου. Πρώτα ήταν αυστηρός µε τον εαυτό του και µετά µε τους µαθητές, και µάλιστα εκείνους που θεωρούσε ικανούς. Ηταν κλασική η απάντησή του όταν κάποιος προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ότι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει µια µελέτη: «Καλά, στις 2 µε 3 η ώρα τη νύχτα τι έκανες;».
Η επίβλεψη της διατριβής µου από τον Παναγιωτόπουλο ήταν ουσιαστική καθοδήγηση µε προτροπές και προβληµατισµούς. Δεν έκρυβα την απογοήτευσή µου όταν, τα πρώτα χρόνια, συχνά δεν απαντούσε στις επίµονες ερωτήσεις µου για την ερµηνεία των ευρηµάτων στο ηλεκτρονευρογράφηµα. Στην πραγµατικότητα, ο τρόπος αυτός της προσέγγισης µου παρείχε την ελευθερία να αποφασίσω µόνη µου τον δρόµο που έπρεπε να ακολουθήσω ώστε να βρω τις απαντήσεις που αναζητούσα. Δεν ήταν λοιπόν η διατριβή ο προορισµός, αλλά το συναρπαστικό ταξίδι στον χώρο της έρευνας που µου χάρισε και για το οποίο θα του είµαι για πάντα ευγνώµων. Στην καθηµερινότητά του, όπως τον έζησα για τέσσερα χρόνια, κατάφερνε µε ευκολία να ισορροπεί µεταξύ της εργαστηριακής πράξης, της κλινικής εξέτασης και του ερευνητικού έργου. Η ώρα που απολάµβανε ιδιαίτερα ήταν οι συνεδρίες µε τους συνεργάτες του για τη διάγνωση των ηλεκτροεγκεφαλογραφηµάτων και η µέτρηση κάθε εκφόρτισης, κάθε κύµατος και αιχµής µε τον ειδικό διαφανή χάρακα, βαθµονοµηµένο σε hz, που κατασκεύασε, ώστε να µετράει µε ακρίβεια τη συχνότητα των δυναµικών, σκιαγραφώντας τις ιδιαιτερότητες ενός διαγράµµατος.
Υπήρξε χαρισµατικός κλινικός νευρολόγος µε υψηλή αντίληψη και διορατικότητα, που ενίοτε δεν δίσταζε να αµφισβητήσει µια διάγνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγµα, όταν ήταν ακόμη νεαρός νευρολόγος, τα νευροφυσιολογικά ευρήµατα που κατέγραψε στο πειραµατικό εργαστήριο του Αιγινητείου τον οδήγησαν να σκεφτεί ότι κάτι ξεχωριστό έχει η περίπτωση ενός ασθενούς ο οποίος είχε διαγνωστεί µε πλαγία µυατροφική σκλήρυνση. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ασθενής αυτός τον επισκέφθηκε στο Λονδίνο για να τον ευχαριστήσει, αφού η δική του αµφιβολία για τη διάγνωση ήταν το πρώτο βήµα για να παραπεµφθεί σε κέντρο αναφοράς της Αγγλίας και να αποτελέσει έναν από τους πρώτους ασθενείς στους οποίους περιεγράφη το σύνδροµο της πολυεστιακής κινητικής νευροπάθειας µε µπλοκ αγωγής (mmN).
Η βαθιά γνώση των τεχνικών της νευροφυσιολογίας τού επέτρεψε να εκφράζει µε πεποίθηση τις επιφυλάξεις του για απόψεις άλλων συναδέλφων. Σε ένα διεθνές συνέδριο το 1972, αµφισβήτησε την εφαρµογή της τεχνικής µέτρησης των κινητικών µονάδων (motor unit counting) που είχε εισηγηθεί ο τότε αναγνωρισµένος καθηγητής ΜcComas στη διάγνωση των µυοπαθειών. Σήµερα, η τεχνική αυτή, µετά πολλές βελτιώσεις και παραλλαγές που χρειάστηκαν, εφαρµόζεται στην πράξη αλλά όχι σε παθήσεις των µυών, δικαιώνοντας την αρχική αντίληψη του Παναγιωτόπουλου.
Για τον Παναγιωτόπουλο, τίποτα δεν ήταν συνηθισµένο ή βαρετό. Θυµάµαι την περίπτωση ενός παιδιού που εµφάνισε µια περίεργη λιποθυµία µε εµέτους και για το οποίο ζητήθηκε τυπικά η συνδροµή του νευρολόγου µε διενέργεια ΗΕΓ. Ηταν εκείνο το διάγραµµα στο οποίο παρατήρησε τις χαρακτηριστικές ινιακές αιχµές και τον οδήγησε να περιγράψει το πρώτο περιστατικό που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως σύνδροµο panayiotopoulos.
Το πάθος του για την επιστήµη του µεγάλο. Η προσπάθειά του διαρκής να κατακτά στόχους και να τους ξεπερνά. Στον αγώνα αυτόν δεν ήταν µόνος. Στην προσωπική ζωή, µαζί µε την αγαπηµένη του σύζυγο Θάλεια Βαλέτα, σύντροφο και στήριγµά του για περισσότερο από 40 χρόνια, απέκτησαν µία κόρη, τη Σοφία, και ένα γιο, τον Πάρη. Ο Παναγιωτόπουλος αφιέρωσε τα περισσότερα γραπτά του έργα στη σύζυγό του – «Στη γυναίκα μου τη Θάλεια, γιατί είναι όμορφη, η μούσα μου, ο άγγελός μου, το λουλούδι και το χαμόγελο στη ζωή μου», έγραφε. Τα τελευταία χρόνια µάλιστα, από τη στενή συνεργασία µε τη σύζυγό του δηµιουργήθηκε µια ολοκληρωµένη θεραπευτική αντιµετώπιση για τους ασθενείς µε επιληψία καλύπτοντας τις ιατρικές και ψυχολογικές ανάγκες τους. Υπήρξε πολυγραφότατος, µε πολλά από τα επιστηµονικά του κείµενα να αποτελούν πια κλασικά εγχειρίδια. Από τα πιο σηµαντικά ήταν το βιβλίο µε τίτλο «A clinical guide to epileptic syndromes and their treatment», που θεωρήθηκε σταθµός στη επιληπτολογία, και το τρίτοµο «Αtlas of epilepsies». Tου απονεµήθηκαν πολλά και σηµαντικά βραβεία, εκείνο που ήθελε να ξεχωρίσει είναι το βραβείο Αριστείας στη επιληψία από τον βρετανικό κλάδο της International league against epilepsy (excellence in epilepsy award by the British Ilae) που έλαβε το 2012.
* Καθηγήτρια Νευρολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.