Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διονυσίου Σολωμού

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διονυσίου Σολωμού

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι από τα κορυφαία έργα του Σολωμού και της νεοελληνικής ποίησης γενικότερα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι είναι το έργο ζωής του Σολωμού, αφού, όπως φαίνεται, τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της ώριμης ποιητικής του περιόδου.

Θέμα του είναι ο ηρωικός αγώνας των Μεσολογγιτών κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826) ως την απεγνωσμένη έξοδο, την παραμονή των Βαΐων. Ο ποιητής ξεκινώντας από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ανάγεται στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική, την εσωτερική του ελευθερία. Το έργο όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε και έφτασε σ’ εμάς σε χειρόγραφα «αποσπάσματα» συγκροτημένα σε τρία Σχεδιάσματα που το καθένα τους αντιπροσωπεύει όχι μονάχα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας αλλά και διαφορετική ποιητική αντίληψη. Το αρχικό σχεδίασμα, «συνθεμένο εις είδος προφητικού θρήνου εις το πέσιμο του Μεσολογγίου», πρέπει να γράφτηκε γύρω στα 1830. Παρουσιάζει στενή σχέση με το 5ο κεφ. της Γυναίκας της Ζάκυθος. Το Β’ Σχεδίασμα, σε στίχους δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ζευγαρωτούς, «εις το οποίον εικονίζοντο τα παθήματα των γενναίων αγωνιστάδων εις τες υστερινές ημέρες της πολιορκίας έως οπού έκαμαν το γιουρούσι», το δούλευε ο ποιητής από το 1833 ως το 1844, οπότε αρχίζει να το ξαναπλάθει σε νέα μορφή (Γ’ Σχεδίασμα), σε στίχους λιτούς, χωρίς ομοιοκαταληξίες, αλλά αρμονικότατους.

Πριν από τα τρία Σχεδιάσματα παραθέτουμε Στοχασμούς του ποιητή (δηλαδή σημειώσεις του για τις βασικές αρχές που θ’ ακολουθούσε κατά τη σύνθεση).  Οι Στοχασμοί και τα πεζά των Ελεύθερων Πολιορκημένων γράφτηκαν ιταλικά (εκτός από τα πεζά του Α’ Σχεδιάσματος) και μεταφράστηκαν από τον Πολυλά.

Σ’ αυτούς θα βρούμε τις βασικές ποιητικές ιδέες του έργου και στοιχεία που φωτίζουν αρκετά σημεία του. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ανάμεσα στα αποσπάσματα δεν υπάρχει πάντα αλληλουχία (χρονική, θεματική ή νοηματική), αλλά τα περισσότερα έχουν μια αυτοτέλεια. Τα χωρία σε πεζό ανήκουν στον ποιητή, ενώ οι παρέμβλητες διευκρινιστικές σημειώσεις είναι του Πολυλά.

Βασικό κείμενο για την κατανόηση του σολωμικού έργου είναι τα Προλεγόμενα του Ιάκωβου Πολυλά (στην έκδοση των Ευρισκομένων). Μιλώντας ειδικά για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Πολυλάς λέει ότι η ηθική ελευθερία είναι το πιο οχυρό καταφύγιο της ανθρώπινης ψυχής που πολιορκείται από τη φυσική βία. Ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί την αυτονομία του απέναντι στις φυσικές δυνάμεις οδηγείται στη δράση και από τη σύγκρουση αυτή γεννιούνται οι υψηλές πράξεις. Στο ποίημα έπρεπε να φανεί ακέραιος ο άνθρωπος· το ύψος της ψυχής του και συνάμα τα φυσικά αισθήματα (έρωτας, μητρική αγάπη, ενθουσιασμός της δόξας, φιλοζωία, έρωτας προς τα κάλλη της φύσης) σε όλη τους τη σφοδρότητα, την ώρα που τα σκεπάζει η σκιά του θανάτου. Και συγχρόνως αυτή η υπεροχή του πνεύματος μπροστά στη βία έπρεπε να φανεί και στον ανδρικό και στο γυναικείο χαρακτήρα.

Στην ουράνια γαλήνη, όπου υψώνει ο Σολωμός τους Πολιορκημένους, έτσι που «όλα τους τα έργα τα λόγια και οι στοχασμοί να παρομοιάζονται με το ωραιότερο και τερπνότερο γέννημα της φύσης» (Σχεδ. Γ’, απόσπ. 2, στ. 1-3) αντιπαρατάσσεται η άγρια ζωική δύναμη του βαρβάρου που περιπαίζει την αδυναμία τους (Σχεδ. Β’, απόσπ. 3), αλλά τελικά, ταπεινωμένος, αδημονεί που δεν μπορεί να τους καταβάλει. Έτσι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι θριαμβεύουν και μέσα στην ψυχή των εχθρών τους.

Στοχασμοί του ποιητή (Επιλογή)

1. Εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο και γυρίζει εις αυτόν, αφού περιέλθει, ως βαθμούς ξετυλιγμού, όλες τες φυτικές μορφές, δηλαδή τη ρίζα, τον κορμό, τα φύλλα, τ’ άνθη και τους καρπούς. Εφάρμοσέ την και σκέψου βαθιά την υπόσταση του υποκειμένου και τη μορφή της τέχνης. Πρόσεξε ώστε τούτο το έργο να γένεται δίχως ποσώς να διακόπτεται.

2. Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις.

3. Ο θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της Εθνικότητος και ας υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα, από το οποίο πηγάζει η Ποίηση, και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους του.

4. Εις το ποίημα του Χρέους μακρινή πρέπει να είναι η φριχτή αγωνία μέσα εις τη δυστυχία και εις τους πόνους, όπως εκείθε φανερωθεί απείραχτη και άγια η διανοητική και ηθική Παράδεισος.

5. Κοίταξε να σχηματίσεις βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθρα από δυσκολίες, τες οποίες θα υπερβούν εκείνοι οι Μεγάλοι, με όσα οι αίσθησες απορουφούν από τα εξωτερικά, τα οποία ή τους τραβούν με τα κάλλη τους ή τους βιάζουν με την ανάγκη και με τον πόνο, έως εις τη βεβαιότητα του θανάτου, αλλά εξαιρέτως με την ενθύμηση της περασμένης δόξας. Όλα αυτά, όσο μεγαλύτερα είναι και πλέον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στυλοπόδι σταίνουν την Ελευθερία, μεστήν από το Χρέος, δηλαδή απ’ όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η Πατρίδα, η Πολιτική κ.ά.

6. Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, – και για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. – Ιδές τον Προμηθέα και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου. – Ας φανεί καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.

7. Μείνε σταθερός εις τούτη την υψηλή θέση. Η θλίψη τους στέκεται εις το να θυμούνται την ευτυχισμένην κατάστασή τους, όθεν έπρεπε να βλαστήσει το καλό της πατρίδας. Τώρα αισθάνονται ότι θα χάσουν τα πάντα· το αισθάνονται βαθμηδόν, και επομένως ολικώς. Η πείνα δεν μπαίνει εις αυτόν τον κύκλον, ειμημόνον ως εξωτερική δύναμη, την οποίαν υπερνικούν καθώς όλες τες άλλες.

8. Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων, μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη· τούτες ας νικάνε και αυτές, αλλ’ ωσάν γυναίκες.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α’
1 Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κ ρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ’ όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»

2
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»

3
Γρικούν να ταράζει
Του εχθρού τον αέρα
Μιαν άλλη, που μοιάζει
Τ’ αντίλαλου πέρα·
Και ξάφνου πετιέται
Με τρόμου λαλιά·
Πολληώρα γρικιέται,
Κι ο κόσμος βροντά.

Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί

 4
Αμέριμνον όντας
Τ’ Αράπη το στόμα
Σφυρίζει, περνώντας
Στου Μάρκου το χώμα·
Διαβαίνει, κι αγάλι
Ξαπλώνετ’ εκεί
Που εβγήκ’ η μεγάλη
Του Μπάιρον ψυχή.

5
Προβαίνει και κράζει
Τα έθνη σκιασμένα.

 6
Και ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί!

7
Και η μέρα προβαίνει,
Τα νέφια συντρίβει·
Να, η νύχτα που βγαίνει
Κι αστέρι δεν κρύβει.

Στο πρώτο απόσπασμα από το Β’ Σχεδίασμα της ποιητικής σύνθεσης του Διονύσιου Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αποτυπώνεται η τραγική κατάσταση των κατοίκων και των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, που υποφέρουν από την πείνα και την έλλειψη πολεμοφοδίων. Στο δεύτερο απόσπασμα, που υμνεί τη χαρά της φύσης τον Απρίλη, οι άνθρωποι απουσιάζουν. Στον τελευταίο μόνο στίχο δηλώνεται η δραματική αντίθεση ανάμεσα στην απόφαση των Μεσολογγιτών να θυσιαστούν και στην οργιαστική χαρά της ζωής, που κορυφώνεται δίπλα τους.

I

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γώ στο χέρι;
οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

II

O Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
………………………………………………………………………….
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

III
«Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με <τή> βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιού, μήν κόψουν την αντρεία».

Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε καί ξάστερον αέρα·
τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.

IV
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το Χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος». Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μεσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα.

V
. . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι οί βράχοι,
και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν καί κλαίνε,
κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται καί λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι».

VI
– «Κρυφή χαρά ΄στραψε σ΄ έσέ· κάτι καλο ΄χει ο νους σου·
πές, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ άδελφοποιτού σου;».

-«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε: “Όχι, παιδί μου· άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε”.
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.

Και η πρώτη είπε: “Και το αεράκι μας πολεμάει”.
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ ονειρό της.

Και μία είπε: “Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή”.

Και μία δεύτερη είπε:
Εγώ ‘δα δάφνες. – Κι εγώ φως …………………………
– Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: “Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τή θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα”. Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού ‘χε ξεψυχήσει.

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.
Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος;».

VII
Εχαμογέλασε πικρά κι ολούθενε κοιτάζει·
κι ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν:
-«Εκεί ‘ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός τού κόπου χάμου.
Φωνή ‘πε: “Ο δρόμος σου γλυκός καί μοσχοβολισμένος·
στην κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος·
παλληκαρά καί μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!
Άκου, νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου!
Τούτος, αχ, που ‘ν’ ο δοξαστός κι η θεϊκιά θωριά του;
Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του”.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τσ’ είδησες του κόσμου
η κορασιά τρεμάμενη …………………………..
Χαρά της έσβιε τη φωνή που ‘ν’ τώρα αποσβημένη·
άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη!
Εδώ ‘ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου·
τα λίγα απομεινάρια της πείνας καί τσ’ αντρείας,
………………………………………………………………….
που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα,
γκόλφι να τα ‘χω στο πλευρό και να τα βγάλω περα.
Δρόμο αστραφτά να σχίσω τους σ’εχθρούς καλά θρεμμένους,
σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
να μείνεις, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες».

VIII
Και συχνά του ‘π’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια,
μάνα καλή παληκαριών, και κάμε τη δική σου.
Αιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι η ντροπή μου!».

IX
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
Στά μάτια καί στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκειά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα νά ‘τανε βγαλμένη,
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

XII
Ιδού, σεισμός καί βροντισμός, κι εβάστουναν ακόμα,
που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα·
κι εσκίστη αμέσως, κι έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια,
της πείνας, του <μαρτύριου> τα λίγα απομεινάρια·
τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
τα γόνατα και τα σπαθιά τα ‘ματοκυλισμένα.

ΑΠΟ ΤΟ Γ’ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
I
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζούν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα·
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
που μέρη τόσα φαίνονται καί μέρη ‘ναι κρυμμένα!
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
κι ευθύς εγώ τ’ ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του καί το ξερό χορτάρι.

II
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σαν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νούς, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι,
κι αλιά, σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν!
Αθάνατή ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ήσυχάζεις;».
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τουτά ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν καί κλαίνε,
και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
(Παραλλαγή)
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονο, βαρεί το καλυβάκι·
σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν!
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;».

IV
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος,
από το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνου τή σημαία,
που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας.

Κι ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φώς μιλούσε,
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!».

V
Και τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ΄ αργοπορώντας,
κατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει,
σφίγγει στενά τη σπάθα του στο λαβωμένο στήθος,
που μέσα αγρίκα την ψυχή μεγάλη και τη θλίψη

VI
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια καί γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γή, σ’ ουρανό, σε κυμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ‘χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μεσα στον άγριο κρίνο.
– «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες;».
– «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο καν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».

VIII
«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ‘πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Ιδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τα θέλω γω, να τα ‘χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».

XII
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και γγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.
Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά
το ξεροκάλαμο περνά.

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like