Γιώργος Σεφέρης «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια»

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

Γιώργος Σεφέρης «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια»

Γεννήθηκε σαν σήμερα 13 Μαρτίου το 1900

Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν  ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του ’30».
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 στη Σμύρνη. Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ [1]

«Ανήκω σε μια χώρα μικρή», είπε ο μεγάλος Έλληνας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, στην ομιλία του, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, το 1963. «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια».

Κι ενώ η διαμάχη γύρω από τον όρο «παράδοση» έφτασε να γίνεται «για να περνά η ώρα» στην κραιπάλη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως, ο σεφερικός τρόπος σκέψης μάς ενθαρρύνει να τον αναλογιστούμε, παρόλη την ανορθόδοξη Ορθοδοξία που εκφράζει. Η παράδοση, για τον Σεφέρη, αποτελείται από τρία στοιχεία: είναι ζωντανή, είναι καθολική ακριβώς επειδή αποτελείται από ιδιαιτερότητες, και είναι, πάνω απ’ όλα, απελευθερωτική.

Ο ποιητής και διπλωμάτης, (που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης), στάθηκε ευρύτερος κι από την ίδια τη ζωή. Έγινε γνωστός στη Δύση με το ταξιδιωτικό έργο του Henri Miller Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, το 1939. Ο Miller τον περιγράφει σαν «άγριο κάπρο που έσπασε τα δόντια του στις ανήμερες μάχες, τις πλασμένες από έκσταση κι αγάπη». Όταν ο Ορθόδοξος θεολόγος Philip Sherrard συνάντησε, για πρώτη φορά, τον Σεφέρη, σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι ο ποιητής εκπέμπει «μια βαθιά, απλή και αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη ζεστασιά, έναν γνήσιο αυθορμητισμό». Και ο Βρετανός ποιητής και Ιησουίτης ιερέας Peter Levi έγραψε ότι ο Σεφέρης «ήταν στον ουρανό ένας ήλιος για όλους εμάς που ζούσαμε στην Ελλάδα».

«Γεννήθηκα μες στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση», θα σχολιάσει ο Σεφέρης σε ένα δοκίμιό του για τον Δάντη, «αυτή ήταν η μοίρα μου, δεν τη διάλεξα». Όπως σημειώνει, ωστόσο, ο π. Andrew Louth, οι θρησκευτικές απόψεις του Σεφέρη δεν ήταν καθόλου συμβατικές. Ο Σεφέρης είχε πει στον Sherrard ότι ήταν ένας «άνθρωπος εμπειρικός», ένας «εχθρός της θεωρητικής αφαίρεσης». Όταν ένας φιλόσοφος, κάποτε, τον ρώτησε ποια ήταν η κοσμοθεωρία του, ο Σεφέρης απάντησε: «αγαπητέ μου φίλε, λυπούμαι που το λέω, δεν έχω κάποια θεωρία για τον κόσμο […] ίσως και να το βρείτε σκανδαλώδες, αγαπητέ, αλλά θα σας ρωτούσα, εδώ, να μου πείτε ποια νομίζετε πως ήταν η κοσμοθεωρία του Ομήρου;» Σε κάποιο σχεδίασμα επιστολής προς τον Sherrard, την οποία ποτέ δεν έστειλε, ο Σεφέρης σημείωνε ότι η μεταφυσική του βασίστηκε σε «μια γριά που χόρεψε στα γόνατα το εγγόνι της» ή σε «κάποια μικρή χωριατοπούλα της Κύπρου που βγήκε στον χορό, ίδια πριγκίπισσα». Αν όλα αυτά δεν είναι η βάση της μεταφυσικής, τότε «εγώ είμαι ένας άνθρωπος φτωχός· και είναι σπουδαίο πράγμα για κάποιον να μάθει να αποδέχεται τη φτώχεια του». Πώς μπορεί, λοιπόν, να μιλήσει για τον ρόλο της παράδοσης στην εκκλησία;

Πέρα από τη μεταφυσική, η Ορθοδοξία έχει αποφασιστική σημασία στο έργο του Σεφέρη και, όπως εξελίχθηκε η σταδιοδρομία του, την ανακαλεί στη μνήμη του συχνά. Αντί για τη μεταφυσική, ωστόσο, επικεντρώθηκε στη ζωντανή, γήινη πίστη· όπως σημειώνει ο Peter Mackridge, η θρησκεία του Σεφέρη ήταν σωματική. Τον καιρό που ζούσε στην Άγκυρα, ο Σεφέρης αισθάνεται άβολα που ζει σε μια πόλη δίχως εκκλησία και γράφει «αισθάνομαι πως μου λείπει κάτι· λες και ξέμεινα ξαφνικά από τσιγάρα». Το Πάσχα του 1948 διαβάζει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και κρατάει τη νηστεία. Αποκαλεί τη Μεγάλη Εβδομάδα «την υψηλότερη μορφή άνοιξης που έχω γνωρίσει». Μεταφράζει το Άσμα Ασμάτων και την Αποκάλυψη στα νέα ελληνικά (πράγμα που εκφράζει την έγνοια του, αναφορικά με την προφητεία και την αισθαντικότητα). Ο Roderick Beaton σημειώνει στη μεγαλειώδη βιογραφία του ότι ο Σεφέρης εξέφρασε τη θολή πρόθεση του να γίνει μοναχός, δύο φορές τουλάχιστον. Η ποίησή του κατακλύζεται από το φαντασιακό της θρησκευτικότητας· από την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, στο ποίημά του «Η στέρνα», έως την Ανάσταση και την Κοίμηση της Θεοτόκου, μέσα από τις ανασκαφές των ερειπίων στην «Έγκωμη».

Η θρησκευτική κοσμοθεωρία του Σεφέρη δεν ήταν ανύπαρκτη, ακόμα και αν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Με αυτές τι ιδιαιτερότητες κατά νου, μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα λεγόμενά του σχετικά με την παράδοση.

Η έννοια της ζωντανής παράδοσης διαμορφώθηκε πιο ξεκάθαρα στο ταξίδι του Σεφέρη στην Καππαδοκία, το 1950. Εκεί ένοιωσε μια θερμή και βαθιά σχέση με τον τόπο. Φαντάστηκε τους γέροντες καλόγερους των παλαιών ημερών, αναρωτήθηκε πόσοι είχαν αγγίξει το νόμισμα που κρατούσε και έπλασε στον νου του όλους εκείνους που έζησαν κάποτε εκεί, «τους άπειρους τρωγλοδύτες με το ράσο τους, που περιπλανήθηκαν ταλαίπωροι και εκστατικοί». Καμία ασέβεια δεν είχε η φράση του, το αντίθετο, ταυτίστηκε μαζί τους (χρόνια αργότερα, όταν ένας Αμερικανός ποιητής αποκάλεσε τον Σεφέρη «τρωγλοδύτη της Μέσης Ανατολής», αυτός απάντησε, «γελοίος και   επιπόλαιος. Χαρακτήρισα, κάποτε, τον εαυτό μου Καππαδόκη τρωγλοδύτη κι αυτό έχω κατά νου να παραμείνω»). Το ταπεινό μεγαλείο των μοναχών της Καππαδοκίας οφείλεται στην έλλειψη της «σχολαστικότητας», και αντιθέτως οι εκκλησίες και η εικονογραφία τους αποτελούν απόδειξη εκείνου που «μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη μακρόχρονη παράδοση, όταν συγχρωτιστεί με μια ρωμαλέα λαϊκή έκφραση».  Η τέχνη τους ενσαρκώνει «την τάση προς κάθε τι ζωντανό, αληθινό, ειδικό και απτό». Τα Ευαγγέλια είναι ζωντανά, αποτελούν «μνημεία του κοινού ζωντανού λόγου της εποχής μας». Στη δύση της ζωής του, σε μία συνέντευξή του στον Edmund Keeley, ο Σεφέρης θα απορρίψει τη φράση «αρχαία Ελλάδα», διότι εκφράζει τη λήξη μιας ιστορικής εποχής. Η Ελλάδα, θα πει, «είναι μια συνέχεια». Η παράδοση δεν σταματάει.

Ο Σεφέρης επικεντρώθηκε στην Ελλάδα, όμως ακριβώς μέσα από την τοπική παράδοση μπόρεσε να κατανοήσει την παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα. Στην ομιλία του, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, είπε, «αν δεν κατανοήσω τον δικό μου λαό, με όλες τις αρετές και τα ελαττώματά του, αισθάνομαι πως δεν θα γίνω ποτέ ικανός να κατανοήσω τους άλλους λαούς του μεγάλου αυτού κόσμου». Η αγάπη του για την ελληνική γλώσσα και πίστη δεν στηρίχτηκε σε καμία φυλετική προτίμηση. «Οι φυλετικές θεωρίες μού προκαλούν τρόμο», είπε. Σε μια επιστολή προς τον Sherrard, έγραψε πως δεν τον νοιάζει αν ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο λαϊκός ήρωας της επανάστασης του ’21, ήταν «Έλληνας, Βυζαντινός, Αλβανός, ιδέα δεν έχω». Μέσα από μια «ομφαλική» σχέση με τη φύση, όπως παρατηρεί ο Sherrard, η αγάπη του Σεφέρη για τη γενέθλια γη και τους ανθρώπους της μετατρέπεται σε παγκόσμια αγάπη του ανθρώπινου στοιχείου. Σε κάποια επιστολή του αναφορικά με το ποίημα «Κίχλη», ο Σεφέρης θα σημειώσει, «Έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση». Όπως παρατηρεί ο Miller, ο Σεφέρης είναι «ένας παγκόσμιος ποιητής, μια και ριζώθηκε παθιασμένα στο χώμα του λαού του».

Στην ομιλία του, κατά την τελετή της απονομής του βραβείου Νόμπελ, ο Σεφέρης συνεχίζει σχολιάζοντας τι σημαίνει, γι’ αυτόν, η παράδοση. «Ίσως χρησιμοποίησα τη λέξη “παράδοση”», δηλώνει, «δίχως να διευκρινίσω επαρκώς ότι παράδοση δεν σημαίνει συνήθεια». Δεν πρόκειται για μηχανική επανάληψη, «αντίθετα, έχει ενδιαφέρον για τη δύναμη της να σπάει τη συνήθεια· με τέτοιον τρόπο προβάλλει τη ζωτικότητά της». Η αληθινή παράδοση είναι δημιουργική, ζωντανή, ελεύθερη. Να γιατί είναι τόσο σημαντικό, σύμφωνα με τον Σεφέρη, οι σύγχρονοι Έλληνες να δημιουργήσουν ποίηση· για να αποδείξουν ότι η Ελλάδα είναι ακόμα ζωντανή. Ανταμώνοντας με την Ιστορία ως έχει, όχι ως εξιδανικευμένο και μονολιθικό παρελθόν, αλλά ως ζωντανή Ιστορία που καθοδηγείται και παίρνει ζωή από το Άγιο Πνεύμα, (παρόλο που ο Σεφέρης δεν θα χρησιμοποιούσε πιθανόν τη φράση αυτή), ο καθένας μπορεί να καθοδηγηθεί μέσα από την παράδοση σε ένα δυναμικό παρόν δημιουργίας.

Σύμφωνα με τον Beaton, όταν ο Σεφέρης επισκέφτηκε τον Ναό του Παναγίου Τάφου, είδε με ικανοποίηση πως ο τόπος ήταν ντυμένος με όλη την Ιστορία του, σαν να ήταν ένδυμα. Δεν ήταν απογυμνωμένος από το πολυσχιδές του παρελθόν, όπως συνέβη με τον Παρθενώνα· η αισθαντική Ιστορία, εκεί, ήταν παρούσα να καλλιεργήσει τη μνήμη. Προς το τέλος της ζωής του, ο Σεφέρης θα έχει την εμπειρία μιας επιφοίτησης στο Κωρύκειον Άντρον, των Δελφών, καθώς θα βγει στο φως, από το σκοτάδι. Τη μεταφέρει σε λόγο, σε ένα από τα τελευταία του «Τρία Κρυφά Ποιήματα»καθώς περιγράφει τις διαβαθμίσεις του φωτός, την ελπίδα της αναγέννησης και ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δυναμική ανάπτυξη της παράδοσης· κάτι στέρεο και σωματικό, πλασμένο, ωστόσο, από το χέρι του αγγειοπλάστη χρόνου:

ήσουν εκεί· πονούσες
τον άλλο μόχθο την αγάπη
την άλλη αυγή την παρουσία
την άλλη γέννα την ανάσταση·
κι όμως εκεί ξαναγινόσουν
στην υπέρογκη διαστολή του καιρού
στιγμή στιγμή σαν το ρετσίνι
το σταλαχτίτη το σταλαγμίτη.

 

[1] Πηγή https://publicorthodoxy.org/

 

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like