Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και ο προσφυγικός Ελληνισμός

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και ο προσφυγικός Ελληνισμός

«Είμαστε ένας τόπος που η μοίρα του είναι να πληρώνει την κίνηση της ιστορίας με πόνο και αίμα. Απ’ τους παλαιούς μας χρόνους έρχονται οι ενθυμήσεις, τα παραμύθια και τα δάκρυα. Οι μητέρες μας, για ν’ αποκοιμίσουν τα παιδιά τους, δεν έχουν να τούς λένε χαρούμενα παραμύθια για πουλιά και για δάση. Τούς λένε για αραπάδες και για κουρσάρους, για σφαγές και για πείνα. Όλα σ’ εμάς εδώ υπάρχουν για να θυμίζουν. Είμαστε ένας λαός της μνήμης. Αυτό είναι η πηγή της λύπης και της περηφάνιας μας… Λοιπόν –λέμε στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου– αν ζητάτε να σβήσουμε την ιστορία μας, το συναξάρι και το μαρτυρολόγιό μας, αυτό δεν το μπορούμε. Όμως ξέρουμε να κάνουμε κάτι άλλο τίμιο και βαθύ: μπορούμε να μη μνησικακούμε. Γι’ αυτό, χωρίς να σβήσουμε την ιστορία μας, εμείς τη συναδελφοσύνη των λαών μας θα τη βοηθήσουμε έτσι: θα βάλουμε στο μερίδιό μας όλα όσα υποφέραμε, τόσους αιώνες μίσους, τη λύπη μας και τον ξεριζωμό μας. Και απ’ την άλλη θα βάλουμε την αγάπη μας για την ειρήνη, τη συνείδηση της ανάγκης να μη βρεθούνε πια οι λαοί μας σε πόλεμο και σε εξολοθρεμούς».

(Ηλίας Βενέζης, «Μικρασία, Χαίρε», σ. 156-157)

Από τις αρχές τού 1921, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την απόβαση τού ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, όλα έδειχναν να μεταβάλλονται δραματικά. Η κυβέρνηση είχε αλλάξει από τον Νοέμβριο τού 1920, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, η οποία έμπαινε όλο και πιο βαθιά σε μια περιπέτεια.

Η παραλία της Σμύρνης όπως απεικονίζεται σε παλαιό επιστολικό δελτάριο

Το ελληνικό κράτος, με ολοένα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα, με μια κοινωνία εξαντλημένη έπειτα από δέκα συνεχή χρόνια πολέμων, διπλωματικά αποδυναμωμένο και απομονωμένο, αγωνιζόταν με κάθε τρόπο να βρει λύση στα προβλήματά του. Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι καλλιεργούσαν φιλικές σχέσεις με την Ιταλία και την Γαλλία αλλά και με την νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση. Η φρίκη τού πολέμου σήμανε το τέλος τής καθημερινότητας που βίωναν οι Έλληνες τής Μικράς Ασίας στο παρελθόν. Η σφαγή των Ελλήνων στην Σμύρνη και τις άλλες παραλιακές πόλεις και η καταστροφή τής Σμύρνης δεν ήταν παρά η κορύφωση τού δράματος.

Η έλευση στον ελλαδικό χώρο των Ελλήνων προσφύγων από την ευρύτερη Μικρά Ασία, συμπεριλαμβανομένων και των πληθυσμών από τον Πόντο, δημιούργησε καινούργια δεδομένα για το ελληνικό κράτος.Δέκα χρόνια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους  του 1912-13 ο ελληνικός στρατός πολεμούσε ακόμα. Όπως διαβάζουμε σε μυθιστορήματα τής Διδώς Σωτηρίου και τού Ηλία Βενέζη, οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και πολλές φορές με εχθρότητα από την πλευρά των ντόπιων. Ο κόσμος κουρασμένος διαπίστωνε ότι είχε φτάσει το τέλος τού ονείρου. Ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που είχε συμφωνηθεί στην Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπήρξαν γεγονότα δραματικά, τραγικά, τραυματικά, χωρίς προηγούμενο. Η τραγικότητά τους έμεινε στην μνήμη όχι μόνο όσων τα έζησαν, αλλά και των νεότερων γενεών. Ο πόνος που φώλιασε στις καρδιές δεν τους άφησε να συνειδητοποιήσουν και να κατανοήσουν μια μεγάλη αλήθεια. Η αποκατάσταση και η αφομοίωση των προσφύγων τής Μικρασιατικής καταστροφής υπήρξε και παραμένει το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα τού νεοελληνικού κράτους. Η έλευσή τους στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ανθρώπινο δυναμικό, να τονωθούν τομείς όπως η οικονομία και να γίνουν αλλαγές στην κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική ζωή. Η προσφορά των προσφύγων υπήρξε σημαντική, καθώς πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στο εμπόριο, στην βιομηχανία, στην ναυτιλία, στα γράμματα και στις τέχνες. Παράλληλα, τονώθηκαν από έναν πληθυσμό καινούργιο, εργατικό και δημιουργικό όλες οι περιοχές τής Ελλάδας, δημιουργήθηκαν τα πρώτα μεγάλα αστικά κέντρα και σύντομα η Ελλάδα μπήκε στον δρόμο τής ανασυγκρότησης.

Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκατεστημένοι σε θεωρεία του Δημοτικού θεάτρου στην Αθήνα, λίγο μετά την καταστροφή. (απο το Αρχείο της ΕΡΤ)

Τα πρώτα χρόνια τού 20ού αιώνα ο Μικρασιατικός Ελληνισμός συνάντησε μεγάλες δυσκολίες στην αντιμετώπιση των οποίων η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία βοήθησε με κάθε τρόπο. Κατόπιν αιτήσεως της Υγειονομικής Υπηρεσίας, παραχώρησε την αίθουσα τελετών τού Εξωτερικού Σχολείου, όπου λειτουργούσε το Ε΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο, (Πρ. ΔΣΦΕ 8/5/1921), ενίσχυσε και συνέδραμε (Πρ. ΔΣΦΕ, 28/5/1922) τον «Κυανού Σταυρό», ίδρυμα που λειτουργούσε υπό την προεδρία τής πριγκίπισσας Ελένης τού Νικολάου, και προσέφερε 1.000 δρχ «υπέρ των εν μετώπω αγωνιζομένων στρατιωτών».

Ο Ηλίας Βενέζης γράφει στο βιβλίο του «Μικρασία, Χαίρε» για τα γεγονότα τού 1922: «Μια από τις συγκλονιστικές σελίδες τής νεώτερης ιστορίας μας άρχισε. Έχει την οικονομία αρχαίου δράματος, την αμείλικτη αναγκαιότητά του, την κορύφωση τού πάθους και τής λάμψεως, την πυκνότητα τής δράσεως. Και στο βάθος το πεπρωμένο πού ελλοχεύει».

Τα γεγονότα τού 1922 άνοιξαν νέα περίοδο στις σχέσεις τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας με τον Μικρασιατικό Ελληνισμό. Για μία ακόμη φορά η Φ.Ε. υιοθέτησε συγκεκριμένη τακτική στο πρόβλημα των προσφύγων. Το πρώτο κύμα προσφύγων προκλήθηκε από την αλλαγή πολιτικής τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς την Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα ακολούθησε την Μικρασιατική καταστροφή (1922) και την Συνθήκη τής Λωζάννης, που προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923). Είχε φθάσει δυστυχώς η στιγμή η Φ.Ε. να ανταποδώσει στον Μικρασιατικό Ελληνισμό μέρος τής δικής του στήριξης κατά το παρελθόν. Γι’ αυτό έσπευσε να συνδράμει τους πρόσφυγες προσφέροντας ως βοήθημα ένα γενναίο χρηματικό ποσό και καθιερώνοντας και στα 3 σχολεία της, Αθήνας, Κέρκυρας, Λάρισας, σειρά ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις νεαρές προσφυγοπούλες. Στα Πρακτικά τής Φ.Ε. διαβάζουμε ότι προσέφερε:

  1. Δωρεάν φοίτηση για 10 πρόσφυγες μαθήτριες εσωτερικές.
  2. Δωρεάν φοίτηση στα Εξωτερικά Σχολεία τής Φ.Ε.
  3. Ελάττωση τροφείων των συσσίτων προσφύγων μαθητριών.
  4. Δωρεάν φοίτηση και στα επαρχιακά Εξωτερικά Σχολεία τής Εταιρείας προσφύγων μαθητριών.

Ο αριθμός των Μικρασιατισσών Αρσακειάδων αυξήθηκε, καθώς επίσης αυξήθηκε και ο αριθμός των εκ Μικράς Ασίας καθηγητών και καθηγητριών που άρχισαν να διδάσκουν στο Αρσάκειο. Παράλληλα, με ευρύ ανθρωπιστικό πνεύμα το Δ.Σ. τής Φ.Ε. αντιμετώπισε τις δυσκολίες που βίωναν μαθήτριες των Σχολείων της, όπως τής άπορης μαθήτριας Ψαρέλλη από την Σμύρνη και τής Ζηνοβίας Τσαραγέτη από τον Πόντο, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι γονείς της.

Αλλά ακόμα και στις μέρες μας το Αρσάκειο συντελεί με τον δικό του τρόπο στην διατήρηση τού μεγάλου πνευματικού κεφαλαίου τού ελληνικού μικρασιατικού πολιτισμού με γιορτές, διαλέξεις, εκδηλώσεις και εκθέσεις. Με την παιδεία που προσέφερε κατόρθωσε να ενσωματώσει την «καθ’ ημάς Ανατολή» και να την εντάξει στην εκπαιδευτική πράξη. Και σίγουρα μεταξύ των μαθητών που φοιτούν στα Αρσάκεια δεν είναι λίγοι αυτοί που φέρουν στην προσωπικότητα και στο αίμα τους την μικρασιατική καταγωγή τους.

   

Παναγιώτα Αναστ. Ατσαβέ, φιλόλογος ‒ ιστορικός

(Το κείμενο βασίζεται σε στοιχεία από το Αρχείο τής Φ.Ε., στα Πρακτικά τού Δ.Σ. τής Φ.Ε., στον τόμο «Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Αρσάκεια-Τοσίτσεια Σχολεία, 160 χρόνια παιδείας» και στο βιβλίο τής Μαρίας Ν. Βαϊάννη «Μικρασιατικός Ελληνισμός και Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, 1900-1930», τόμος Β΄).

 

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like