Κοινοποιείστε το άρθρο
Η μάχη στο Βαλτέτσι 12 – 13 Μαΐου 1821
Μία από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης, που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς
Σαν σήμερα 12 και αύριο 13 Μαΐου διεξήχθη μία από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης, που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Συγκεκριμένα διεξήχθη στις 12 και 13 Μαΐου του 1821 γύρω από το ορεινό χωριό Βαλτέτσι της Μαντινείας (12 χλμ. δυτικά της Τριπολιτσάς) και στέφθηκε από τη νίκη των ελληνικών όπλων.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εν λόγω μάχη έδινε τόση σημασία στην επιτυχή έκβασή της που έλεγε πως αν την χάναμε δεν θα πετύχαινε η Επανάσταση.
Η Επανάσταση στην Πελοπόννησο είχε ξεκινήσει με απόλυτη επιτυχία. Οι Έλληνες στις 23 Μαρτίου 1821 κατέλαβαν την Καλαμάτα και σύντομα πολλά άλλα κάστρα έπεσαν στα χεριά τους.
Ωστόσο, ύστερα από την απελευθέρωση αυτών των περιοχών, συγκαλύφτηκε πολεμικό συμβούλιο μεταξύ των Ελλήνων αρχηγών. Στο συμβούλιο αυτό παρευρίσκονταν ο μπέης της Μάνης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, γνωστός και ως απλά Πετρόμπεης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), ο θρυλικός «Γέρος του Μωριά» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί.
Στο συμβούλιο αυτό ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης πρότεινε να καταλάβουν τα υπόλοιπα κάστρα της Μεσσηνίας και των άλλων περιοχών. Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί συμφώνησαν μαζί του. Ο Κολοκοτρώνης όμως ήταν παντελώς αντίθετος με τις από του. Υποστήριζε πως έπρεπε να καταληφθεί πρώτα η Τρίπολη, η γνωστή τότε Τριπολιτσά.
Η Τρίπολη τότε αποτελούσε το διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου. Είχε μεγάλα τείχη απέξω και φρουρούταν από παραπάνω από 11 χιλιάδες πάνοπλους Τούρκους και Αλβανούς στρατιώτες και δεκάδες κανόνια. Το να εκτελέσουν πολιορκία γύρω από τα τείχη της ήταν σχεδόν απίστευτο και απίθανο. Η οποιαδήποτε προσπάθεια να την καταλάβουν θα ήταν καταστροφική. Γι’ αυτό ακριβώς όμως ήθελε ο Κολοκοτρώνης να καταληφθεί πρώτη. Δεν ήθελε προφανώς να καταστραφεί ο μετά βίας συγκροτημένος Ελληνικός στρατός. Ήξερε καλά όμως, ίσως και να φοβόταν, πως αν οι Έλληνες πολιορκούσαν πρώτα τα γύρω κάστρα τα στρατεύματα της Τρίπολης θα έβγαιναν έξω από την βάση τους και θα διέλυαν την οποιαδήποτε πολιορκία πριν καν αρχίσει. Γι’ υποστήριζε πως έπρεπε πρώτα να καταληφθεί η Τρίπολη. Μετά θα μπορούσαν ανενόχλητοι να πάρουν τα υπόλοιπα κάστρα.
Προφανώς οι οπλαρχηγοί τον πέρασαν για έναν τρελό που πάει να σκοτωθεί. Κανείς δεν τον άκουσε. Μόνο ο Παπαφλέσσας και ο ανεψιός του ο Νικηταράς. Ξεκίνησαν λοιπόν αυτοί οι τρεις πολέμαρχοι για να πάρουν την Τριπολιτσά. Ο Πετρόμπεης του εμπιστεύτηκε 70 Μανιάτες και ο οπλαρχηγός Διονύσιος Μούρτζινος του έδωσε 200 άνδρες του.
Αυτή όμως δεν θα ήταν η μόνη βοήθεια που θα έπαιρνε ο Κολοκοτρώνης. Ο Νικηταράς του μάζεψε μέσα σε λίγες μέρες περίπου τετρακόσια παλικάρια. Από κάθε χωριό που περνούσε οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα και πολλοί άνδρες τον ακολουθούσαν. Παπάδες με Ευαγγέλια τον ευλογούσαν στον δρόμο. Οι οπλαρχηγοί της Κυπαρισσίας, οι Δημήτρης Πλαπούτας από την ορεινή Τριφυλία, οι σκληροτράχηλοι κάτοικοι της Γαρατζάς, δοκιμασμένα παλικάρια του γέρο-Μήτρου Πέτροβα. Ο Πέτροβας ήταν τότε 70 περίπου χρονών γέρος, με κατάλευκα μαλλιά και γένια, αλλά πολεμούσε ακόμα σαν παλικάρι σαράντα χρόνων νεότερο. Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν όταν έφτασε στην Αρκαδία είχε στην διάθεση του χιλιάδες πολεμιστές!
Ο Γέρος του Μωριά με το που μπήκε στην Αρκαδία κατευθύνθηκε στην Καρύταινα, στις 27 Μαρτίου, για να την καταλάβει πρώτη και να την χρησιμοποιήσει σαν ορμητήριο προς τους Τούρκους. Έστησε μία παγίδα με διαλεχτά παλικάρια στον Αλφειό ποταμό. Οι Τούρκοι όπου περνούσαν από εκεί έπεσαν στην παγίδα και όταν τους επιτέθηκαν οι Έλληνες πανικοβλήθηκαν και έπεσαν στον ποταμό για να σωθούν. Πολλοί από αυτούς πνίγηκαν και οι Έλληνες άρπαξαν πολλά λάφυρα.
Ξαναγύρισε ύστερα στο στρατόπεδο γύρω από την Καρύταινα και ζήτησε από τους οπλαρχηγούς να στήσουν μία δεύτερη ενέδρα στο Σάλεσι, που ήταν μεταξύ της Καρύταινας και της Τρίπολης μιας και ήταν σίγουρος πως οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση από την Τριπολιτσά. Οι οπλαρχηγοί όμως τον αγνόησαν επειδή είχαν θαμπωθεί τόσο απ’ τα λάφυρα που δεν έδωσαν καθόλου σημασία στον γέρο.
Ο Κολοκοτρώνης λοιπόν ανέβηκε απογοητευμένος σε έναν λόφο να δει με το τηλεσκόπιο του την Τρίπολη. Και ο χειρότερός φόβος του πραγματοποιήθηκε. Ένα μεγάλο στράτευμα τους πλησίαζε απειλητικά! Έδωσε γρήγορα σινιάλο στους Έλληνες πως έρχονταν στρατός καταπάνω τους. Και τότε πανικός επικράτησε στα πνεύματα των Ελλήνων! Αμέσως διαλύθηκαν και το έβαλαν στα πόδια! Κανείς δεν έμεινε να πολεμήσει!
Όταν κατέβηκε ο Κολοκοτρώνης από το λόφο οι Τούρκοι είχαν φτάσει ήδη πολύ κοντά του. Ο Κολοκοτρώνης φορούσε τότε την στολή του Άγγλου αξιωματικού με την περικεφαλαία. Οι Τούρκοι θα τον αναγνώριζαν σίγουρα και θα τον σκότωναν. Άρπαξε όμως την κάπα ενός τσοπάνη, την φόρεσε, και οι βιαστικοί Τούρκοι δεν τον αναγνώρισαν.
Πήγε στην Πιάνα όπου εκεί κατάφερε μέσα σε λίγες μέρες να μαζέψει τριακόσιους άνδρες. Τους χώρισε σε τρεις λόχους και για να τους δελεάσει ακόμα περισσότερο τους έδωσε επιτιμητικά διπλώματα. Αλλά με την πρώτη επίθεση των Τούρκων οι Έλληνες διαλύθηκαν. Ο Κολοκοτρώνης απογοητευμένος έφυγε μαζί με έναν φίλο του, τον Νίκο Μπούκουρα, πάνω σε ένα άλογο, βρίζοντας τους Τούρκους στον δρόμο.
Έφτασε στο Χρυσοβίτσι όπου εκεί συνάντησε μερικούς οπλαρχηγούς. Προσπάθησε μάταια να τους πείσει πως το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν είναι να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά. Όλοι στο τέλος τον κορόιδεψαν και έφυγαν.
Ο γερο-Θόδωρος γεμάτος πίκρα κατέβηκε γεμάτος πίκρα σε ένα κοντινό ερημοκλήσι. Εκεί έπεσε απότομα στα γόνατά και ξέσπασε σε αναφιλητά…
Προσευχήθηκε ακόμα κλαίγοντας:
-Μακάρι Παναγία μου οι Έλληνες να ξαναβρούν το θάρρος τους!
Την επόμενη μέρα ο γέρος πήγε στο Λεοντάρι. Εκεί βρήκε τον Αναγνωστάρα, τον Παπαφλέσσα, τον Ηλία Μαυρομιχάλη και τον Μουρτζίνο. Κατάφερε με τα πολλά να τους πείσει πως έπρεπε να πάρουν την Τρίπολη.
Αποφάσισαν να στήσουν στρατόπεδο στο ορεινό χωριό Βαλτέτσι. Το στρατόπεδο όμως όταν δημιουργήθηκε ήταν εντελώς ανοργάνωτο. Κανένας στρατιώτης δεν άκουγε στις διαταγές των οπλαρχηγών. Και μαζί με αυτό οι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους στις 14 Απριλίου στην μάχη στο Λεβίδι και ο ξάδερφος του Κολοκοτρώνη, ο Αντώνης, επιτέθηκε σε μερικούς Τούρκους στην Δαβιά, στις 18 Απριλίου. Αυτό θα έκανε τους Τούρκους να ξαναεπιτεθούν στους Έλληνες ως αντίποινα, και ο Κολοκοτρώνης το ήξερε καλά αυτό. Διέταξε τους Έλληνες να φτιάξουν οχυρώματα. Εκείνοι όμως τον αγνόησαν.
Στις 24 Απρίλη επτά χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες δεν κρατήθηκαν ούτε αυτή τη φορά. Σκορπίστηκαν με την πρώτη επίθεση. Το ιππικό των Τούρκων τους διέλυσε. Δεκάδες Έλληνες σκοτώθηκαν και πολλά σπίτια κάηκαν…
Ο Νικηταράς τότε έφτασε με λίγα παλικάρια και οχύρωσε την βόρεια πλευρά του Βαλτετσίου. Ξεκίνησε εκεί μάχη και σύντομα τον ακολούθησε ο Δημήτρης Πλαπούτας με πεντακόσιους συντρόφους. Οι Τούρκοι εκείνη την στιγμή, φοβούμενοι τις απώλειες, αποφάσισαν να φύγουν και υποχώρησαν στην Τριπολιτσά. Η καταστροφή όμως είχε ήδη γίνει. Το στρατόπεδο του Βαλτετσίου είχε διαλυθεί… Οι Έλληνες είχαν ηττηθεί για τρίτη φορά…
Ο Κολοκοτρώνης όμως αυτή την φορά κατάπιε την πίκρα του και προσπάθησε να ξανασυγκεντρώσει στρατό. Αυτή την φορά όμως τον βοήθησε ένας τίμιος και μεγάλος πατριώτης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Οι Δεληγιανναίοι ήταν σπουδαία οικογένεια και με μεγάλο κύρος. Ο Κανέλλος λοιπόν, όντας φίλος του Κολοκοτρώνη, και έχοντας καταλάβει πως η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς αυτόν ως αρχηγό, έπεισε τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου πως μόνο ο Κολοκοτρώνης θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε νίκη λόγω της στρατιωτικής του εμπειρίας στα Επτάνησα. Έτσι όλοι οι οπλαρχηγοί αναγνώρισαν πια τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως αρχηγό των Ελληνικών δυνάμεων. Ο τελευταίος, ευχαριστημένος και ικανοποιημένος που τώρα μπορούσε να έχει τα ηνία της Επανάστασης, άρχισε αμέσως να δίνει διαταγές. Αποφασίστηκε να γίνουν πέντε στρατόπεδα: στο Λεβίδι, στο Χρυσοβίτσι, στην Πιάνα, στα Βέρβενα και το τελευταίο και μεγαλύτερο θα ήταν στο Βαλτέτσι.
Μέσα σε λίγες ημέρες οι Έλληνες, ακολουθώντας τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, έστησαν τα πρώτα τέσσερα στρατόπεδα. Τέλος ήρθε η σειρά του Βαλτετσίου. Στο Βαλτέτσι η αρχηγία του στρατοπέδου δόθηκε στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τον νεότερο αδελφό του Πετρόμπεη. Ο Κυριακούλης όμως διαφωνούσε με την δημιουργία στρατοπέδου στο Βαλτέτσι γιατί νόμιζε πως θα ήταν επικίνδυνο. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης όμως, ο γιος του Πετρόμπεη, έπεισε τον θείο του να αναλάβει την αρχηγία του στρατοπέδου. Τα αδέρφια του Παπαφλέσσα, ο Νικήτας και ο Ηλίας Φλέσσας, έφτασαν να βοηθήσουν. Ο Μήτρος Πέτροβας τους ακολούθησε επίσης. Σύντομα πολλοί Μανιάτες, Μεσσήνιοι, Γορτύνιοι, Μπουραίοι και άλλοι ντόπιοι ενώθηκαν μαζί τους. Εν τέλει είχαν φτάσει τα 850 παλικάρια. Άρχισαν αμέσως λοιπόν να φτιάχνουν προμαχώνες πάνω στους λόφους που περιτριγύριζαν το Βαλτέτσι. Ο Κολοκοτρώνης επέβλεπε ο ίδιος το κτίσιμο των προμαχώνων όχι μόνο στο Βαλτέτσι αλλά και στις περιοχές γύρω από αυτό. Γράφει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα του: «Κοιμόμουν στο Βαλτέτσι, γευμάτιζα στην Πιάνα, και δείπναγα στο Χρυσοβίτσι!»
Ο Τούρκος στρατηγός Χουρσίτ πασάς, ο διοικητής της Πελοποννήσου, ήταν εκείνη την περίοδο στα Γιάννενα πολιορκώντας τον αντάρτη Αλή πασά. Ανησυχούσε επειδή η οικογένειά του βρισκόταν μέσα στην Τρίπολη και με το που άκουσε πως οι Έλληνες περικυκλώνουν την πόλη έστειλε 3.500 στρατιώτες με αρχηγό τον κεχαγιά (=αντιπρόσωπος) Μουσταφάμπεη. Ο Μουσταφάμπεης διέσχισε την Αιτωλοακαρνανία, πέρασε από το Ρίο-Αντίρριο, και έφτασε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα στην Κόρινθο όπου εκτόπισε τις δυνάμεις του Παπαφλέσσα. Ύστερα επιτέθηκε στους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στο Άργος και τους διέλυσε, σκοτώνοντας τον αρχηγό τους, τον γιο της περίφημης Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, Γιάννη Γιάννουζα. Στις 6 Μαΐου μπήκε θριαμβευτής στην Τρίπολη. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκε… με την γυναίκα του Χουρσίτ. Την επόμενη μέρα ενημερώθηκε για τις πράξεις των Ελλήνων. Ανέλαβε αμέσως δράση και άρχισε να ετοιμάζει τον στρατό για να κάνει επίθεση στους Έλληνες. Η αντίστροφη μέτρηση για την μάχη είχε μόλις ξεκινήσει…
Ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, άρχισε να κάνει τις τελικές επιβλέψεις και ετοιμασίες για τα στρατόπεδα. Εγκατέστησε στο λόφο της Επάνω Χρέπας των Τρικόρφων μία φρυκτωρία (φρουρά με σκοπό να ανάβουν πυρές για να δίνουν σινιάλο για τις κινήσεις του εχθρού). Έδωσε στην φρουρά αυτή συγκεκριμένες οδηγίες. Η φρουρά θα ειδοποιούσε τις κατευθύνσεις του εχθρού με μία πυρά στην περίπτωση που ο εχθρός κινούνταν εναντίον της Πιάνας, δύο για το Βαλτέτσι και τρεις πυρές για τα Βέρβενα.
Μετά από αυτό σειρά είχε οι θέσεις που θα λάμβαναν οι αγωνιστές. Τον βορειοανατολικό προμαχώνα θα τον αναλάμβαναν οι Γορτύνιοι και οι αδελφοί Φλέσσα. Τον δυτικό επάνδρωσε ο γερο-Πέτροβας με τους Μεσσήνιους. Τον ανατολικό προμαχώνα ανέλαβαν να υπερασπίσουν οι Μαυρομιχαλαίοι με τους Μανιάτες, ενώ οι Μπουραίοι οχυρώθηκαν σε μία εκκλησία.
Όσο καλά όμως κι αν είχαν ετοιμαστεί οι οχυρώσεις του Βαλτετσίου οι Έλληνες είχαν ένα μεγάλο πρόβλημα: Δεν είχαν φυσέκια! Και μάλιστα πολλοί από τους υπερασπιστές του Βαλτετσίου ήσαν άοπλοι! Χρησιμοποιούσαν σφεντόνες και μαχαίρια για όπλα. Ο Κολοκοτρώνης ανήσυχος για αυτό, αφού έβαλε στις πρώτες σειρές τους πιο οπλισμένους, έστειλε τον Νικηταρά στις 11 Μάη 1821 στο Άργος να πάρει μόλυβδο για να το λιώσουν και να το μετατρέψουν σε φυσέκια.
Ξημέρωνε η 12η Μαΐου. Ο Κολοκοτρώνης, που βρίσκονταν στο Βαλτέτσι κάθισε λίγο, να ξεκουραστεί από τις πολλές ετοιμασίες και να φάει κάτι. Δεν πρόλαβε καν να βάλει μία μπουκιά στο στόμα του όταν παρατήρησε έντρομος δύο πυρές από την φρυκτωρία της Επάνω Χρέπας. Ήταν το σήμα πως ο Τούρκικος στρατός πλησίαζε το Βαλτέτσι! Πετάχτηκε αμέσως πάνω και καβάλησε το άλογο του για να πάει να φέρει βοήθεια από το Χρυσοβίτσι.
Πράγματι ο Μουσταφάμπεης είχε βγει από την Τρίπολη επικεφαλής 12.000 στρατιωτών. Όταν πλησίασε το Βαλτέτσι χώρισε το στρατό του σε 5 τμήματα. Το πρώτο σώμα 3.000 ανδρών με επικεφαλής τους Τούρκους ντόπιους και εμπειροπόλεμους Βαρδουνιώτη Ρουμπή και Μουραμπούτη κατευθύνθηκε βόρεια του Βαλτετσίου για να κάνει γενική επίθεση. Το δεύτερο σώμα 2.000 ιππέων κατευθύνθηκε στο Καλογεροβούνι, μία ώρα νότια του Βαλτετσίου. Ένα σώμα δύο χιλιάδων ανδρών κατευθύνθηκε στην Ασέα, για να αποκλείσει κάθε τρόπο επικοινωνίας με το στρατόπεδο των Βερβένων. Στη συνέχεια άλλοι δύο χιλιάδες άνδρες κατέλαβαν τους Αραχαμίτες. Ο Μουσταφάμπεης με τους υπόλοιπους τρεις χιλιάδες έμεινε πίσω.
Με το που έφτασε στο Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης ειδοποίησε τον Πλαπούτα που ήταν στην Πιάνα και ετοίμασε τους άνδρες του στρατοπέδου για επίθεση.
Ο Βαρδουνιώτης Ρουμπής, στο μεταξύ, έφτασε κοντά στις οχυρώσεις των Ελλήνων και τους φώναξε:
-Έλληνες πετάξτε τα όπλα σας και φύγετε!
Σε μία συνηθισμένη κατάσταση οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια. Αντί γι’ αυτό ακούστηκαν γέλια. Η ευχή του Κολοκοτρώνη είχε γίνει πραγματικότητα. Οι Έλληνες είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους! Και τότε ακούστηκε η φωνή του Πέτροβα:
-Τούρκοι πετάξτε τα όπλα σας και φύγετε, το καλό που σας θέλουμε! Πάνε εκείνα που ξέρατε!
Ο αλαζόνας Ρουμπής έστειλε τότε 14 σημαιοφόρους του να στήσουν τις σημαίες τους στα οχυρώματα των Ελλήνων. Μία ομοβροντία όμως τους θέρισε όλους. Διατάχτηκε αμέσως γενική έφοδος.
Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στους Ελληνικούς προμαχώνες με ορμή. Η μάχη έμελλε να είναι σκληρή καθώς οι Έλληνες γνώριζαν πως οι Τούρκοι τους είχαν περικυκλώσει και δεν μπορούσαν να φύγουν. Η μόνη τους επιλογή ήταν να μείνουν και να πολεμήσουν. Άλλωστε οι προμαχώνες είχαν τοποθετηθεί σε τόσο καλά διαλεγμένα σημεία που οι Έλληνες είχαν ελεύθερο πεδίο βολής. Τα διασταυρωμένα τους πυρά έριχναν τους Τούρκους κάτω στο χώμα σαν τα σπίρτα χωρίς εκείνοι καν να έχουν πλησιάσει τους προμαχώνες.
Σύντομα οι Τούρκοι υποχώρησαν. Αλλά σύντομα ένα νέο κύμα επιθέσεως εξαπολύθηκε πάνω στους Έλληνες. Οι Τούρκοι αυτή την φορά επιτέθηκαν με περισσότερη ένταση, με περισσότερη λύσσα. Αλλά και οι Έλληνες με το ίδιο πείσμα πολεμούσαν. Η μάχη σύντομα γενικεύεται… Βρισιές, φοβέρες, πυροβολισμοί, βογγητά ανακατεύονται όλα μαζί… Η ατμόσφαιρά σιγά-σιγά γεμίζει από καπνούς και μπαρούτι μιας και δεν φυσούσε καθόλου. Ο γερο-Πέτροβας βρίσκεται πρώτη γραμμή αγέρωχα, δίνει οδηγίες και διαταγές στους άνδρες του. Ένας από αυτούς του γέμιζε και του άλλαζε καριοφίλια γρήγορα για να μην χάνει χρόνο και να σκοτώνει τους εχθρούς του εγκαίρως. Αν και γέρος, είναι άριστος στην σκόπευση, κάθε του βολή και σημαίνει και ένας Τούρκος νεκρός…
Σύντομα οι Τούρκοι παρατήρησαν κάτι που τους προκάλεσε μεγάλο πανικό. Στο ύψωμα του Ρεζενίκου φάνηκε μία Ελληνική σημαία να κυματίζει… Αυτό φρίκαρε τον Μουσταφάμπεη για τα καλά. Σήμαινε πως κατέφθανε βοήθεια στους Έλληνες από στιγμή σε στιγμή! Ο Κολοκοτρώνης πλησίαζε!
Ο Ρουμπής κινδύνευε και διέταξε όλες τις δυνάμεις να επιτεθούν ενώ παράλληλα ζήτησε από τα άλλα τουρκικά σώματα να κινητοποιηθούν. Είχε αργήσει πολύ όμως. Δεν θα είχε περάσει μιάμιση ώρα από την αρχή της μάχης όταν φάνηκε ο Κολοκοτρώνης με 800 τυφεκιοφόρους! Κατέλαβαν ένα ύψωμα βόρεια του χωριού και άρχισαν να πυροβολάνε τους Τούρκους από τα νώτα. Οι υπερασπιστές του Βαλτετσίου παρατηρώντας την βοήθεια που τους είχε έρθει χαιρέτησαν τους συμπατριώτες τους με μία ομοβροντία. Σε λίγο έφτασε και ο Δημήτρης Πλαπούτας με άλλα 800 παλικάρια και πήρε τις ίδιες θέσεις με τον Κολοκοτρώνη. Κραυγές χαράς ήχησαν αυτή την φορά από τους υπερασπιστές του Βαλτετσίου όσο και από τους νεοφερμένους.
Ο Μουσταφάμπεης για να μην εξουδετερωθεί το σώμα του Ρουμπή έστειλε το σώμα που ήταν στο Καλογεροβούνι να επιτεθεί και να τον βοηθήσει. Το σώμα αυτό υπάκουσε αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με βαρύτατες απώλειες. Έτσι ο Μουσταφάμπεης έβαλε μπρος τα κανόνια. Τα κανόνια όμως ήταν πεδινά και δεν ήσαν κατάλληλα για ορεινές περιοχές. Κάθε τους βολή είτε χτυπούσε τους άνδρες του Ρουμπή είτε έσκαγαν στο χώμα μακριά από το σημείο της μάχης. Στο τέλος τα απέσυρε. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθούσε την μάχη τρίβοντας τα χέρια του από χαρά! Είχε καταφέρει περικυκλώσει τον Τούρκικο στρατό μέσα στο Βαλτέτσι!
Και σαν να μην έφτανε αυτό ανέβηκε σε ένα βουνό (το οποίο σήμερα ονομάζεται «Του Κολοκοτρώνη το βουνό»). Είχε βροντερή φωνή και από το σημείο που ήταν μπορούσαν να τον ακούσουν όλοι, Έλληνες και Τούρκοι. Φώναξε λοιπόν στον Πέτροβα:
-Βάστα Μπάρμπα Μήτρο! Έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000 άνδρες και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες! Βαστάτε και σας φέρνω από όλα!
Ο Πέτροβας του απάντησε με έναν χαιρετιστήριο πυροβολισμό. Οι Τούρκοι από την άλλη έτρεμαν από τον φόβο τους…
Είχε νυχτώσει πια και μαύρο σκοτάδι απλώθηκε στον τόπο. Ωστόσο οι τουφεκιές από την μάχη έκαναν την νύχτα να μοιάζει μέρα! Εκείνες τις ώρες ο Κολοκοτρώνης θέλοντας να περάσει μερικά τρόφιμα στους υπερασπιστές του Βαλτετσίου, μάζεψε μία εικοσαριά συντρόφους με μπόλικα τρόφιμα και… επιτέθηκε πάνω στους Τούρκους! Είχε όμως ένα πλεονέκτημα. Οι Τούρκοι τον έτρεμαν χρόνια τώρα, από τότε που ήταν Κλέφτης. Τους φώναξε λοιπόν:
-Είμαι ο Κολοκοτρώνης! Μεριάστε γιατί σας έφαγα!
Και οι Τούρκοι κυριολεκτικά τον άφησαν να περάσει ανάμεσά τους! Πέρασε λοιπόν μέσα στο Βαλτέτσι τους έδωσε τα τρόφιμα και με τον ίδιο τρόπο βγήκε έξω από το χωριό!
Τα μεσάνυχτα έφτασε βοήθεια από τα Βέρβενα. 300 γενναίοι άνδρες υπό τον Αντώνη Μαυρομιχάλη, τον Πέτρο Βαρβιτσιώτη και τον Πουλικάκο επιτέθηκαν στα νώτα των Τούρκων. 17 από αυτούς πέρασαν στο Βαλτέτσι και ενημέρωσαν τους συμπατριώτες τους πως την ανατολή του ηλίου θα έφταναν επιπλέον ενισχύσεις. Και πράγματι την ανατολή της επόμενης μέρας 400 άνδρες υπό τους Παναγιώτη Γιατράκο και Αναγνώστη Κονδάκη έφτασαν και ενίσχυσαν τις Ελληνικές δυνάμεις.
Το πρωί της 13 Μαΐου 1821 ο Μουσταφάμπεης ειδοποιήθηκε πως έρχονταν επιπλέον βοήθεια στους Έλληνες. Ήταν ο Νικηταράς που επέστρεφε με το μόλυβδο και άλλα 300 παλικάρια από το Ναύπλιο. Στο δρόμο ενώθηκε με άλλους 500 άνδρες από την Κυνουρία. Με το που άκουσε την προσέγγιση των οχτακοσίων ανδρών ο Μουσταφάμπεης διέταξε γενική υποχώρηση. Τα στρατεύματα του συσπειρώθηκαν και άρχισαν να υποχωρούν. Τότε ο Κολοκοτρώνης βρήκε την ευκαιρία και διέταξε τους Έλληνες να κάνουν μία μεγάλη επίθεση.
Η επίθεση αυτή ήταν μοιραία. Πάνω από 3.000 Έλληνες πετάχτηκαν σαν τα σπουργίτια από τις θέσεις τους και επιτέθηκαν στο στρατό του Μουσταφάμπεη! Οι Τούρκοι μες τον πανικό δεν άντεξαν και άρχισαν να πετάνε τα όπλα τους με την ελπίδα να τους αφήσουν να φύγουν. Δεν υπήρχε περίπτωση όμως να τους άφηναν. Οι Έλληνες συνέχισαν σαν άγρια θηρία να τους κυνηγάνε χωρίς να δείχνουν έλεος… Κάμποσα τούρκικα κεφάλια κατρακύλησαν στο έδαφος… Πολλοί σκόνταψαν και είτε πέθαναν ποδοπατούμενοι, είτε σφάχτηκαν από τους Έλληνες… Η σφαγή που ακολούθησε δεν περιγράφεται….
Η καταδίωξη σταμάτησε μπροστά από τα τείχη της Τριπολιτσάς. Τότε οι Έλληνες γύρισαν στις θέσεις τους και άρχισαν να συλλέγουν τα πεταμένα όπλα. Ήταν τόσα πολλά που μπορούσαν να εξοπλιστούν 4.000 Έλληνες! Οι απώλειες των Ελλήνων παραδόξως ήταν μηδαμινές. Είχαν μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Οι Τούρκοι αντιθέτως είχαν 514 νεκρούς και 636 τραυματίες. Η μάχη είχε κρατήσει 23 ώρες και η καταστροφή του Μουσταφάμπεη ήταν απερίγραπτη. Οι Τούρκοι κάτοικοι της Τρίπολης θρηνούσαν όλο το βράδυ, όχι μόνο για τους νεκρούς αλλά επειδή η ήττα αυτή σήμαινε πως θα ξεκινούσε πολιορκία…
Και δεν έκαναν καθόλου λάθος. Πέντε μέρες αργότερα, αφού ο Νικηταράς σημείωσε μία ακόμη μεγάλη νίκη στα Δολιανά, ξεκίνησε η πολιορκία της Τρίπολης. Η μάχη του Βαλτετσίου ήταν ίσως η πιο σημαντική μάχη της Επανάστασης του ’21. Χωρίς αυτήν δεν θα ξεκινούσε ποτέ η πολιορκία της Τρίπολης, οι Έλληνες δεν θα είχαν συγκροτηθεί ποτέ σαν ένας κοινός στρατός και η εξέγερση θα ήταν καταδικασμένη προ πολλού. Και όλα αυτά αποτράπηκαν από τον θρυλικό Γέρο του Μωριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αυτός τους συγκρότησε και αυτός τους έκανε κανονικό στρατό. Αυτός νίκησε 12.000 Τούρκους σε ένα μερόνυχτο. Για να χαρακτηρίσει το πόσο μεγάλη ήταν η νίκη γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Πρέπει όλοι οι μαχόμενοι από σήμερα να νηστεύουμε και να δοξάζεται αυτή η μέρα για πάντα. Γιατί αυτή η μέρα εξασφάλισε την ελευθερία της Πατρίδος…»
Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«…Εις τήν Πάνω Χρέπα, απάνω απὸ τὴν Τριπολιτσά, είχαμε βάρδιαις καὶ έδιδαν είδηση, πόθεν πάνε οἱ Τοῦρκοι. Εκείνην τὴν ημέρα μας έκαναν σινιάλο, ότι οἱ Τούρκοι πάνε εις τὸ Βαλτέτσι· – μας έκαμαν φωτιαίς ότι οἱ Τούρκοι πάνε είς τὸ Βαλτέτσι.
Ευθὺς εκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ έκαμα διαταγὴν’ ακολουθήσουν κ’ οί άλλοι· όσο νὰ έλθουν οἱ Τούρκοι είς τὸ Βαλτέτσι, εφθάσαμεν καὶ ημείς..»
Ο πρώτος στόχος που δέχεται επίθεση από το τμήμα του Ρουμπή , είναι το ταμπούρι του Μεσσήνιου Μητροπέτροβα. Η πίεση είναι ασφυκτική και οι Τούρκοι σφυρικοπούν τις ελληνικές θέσεις.
«…Ἄνοιξε ο πόλεμος του Βαλτετσιού. Τοὺς δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οι 5000…»
Η άφιξη του τμήματος του Κολοκοτρώνη σε συνδυασμό με την συνδρομή του Πλαπούτα αλλάζουν τα δεδομένα υπέρ των Ελλήνων, δημιουργώντας έναν κλοιό πυρών, εντός του οποίου βρίσκονται οι μέχρι πρότινος διαφαινόμενοι νικητές του Ρουμπή.
«…Ἠμείς οἱ 800 εδυναμώσαμεν τὸν τόπον για να μᾶς πάρουν τὰ οπίσθια οἱ Τούρκοι..Πολεμούν οἱ Έλληνες οί κλεισμένοι· έφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος (ενν. ο Πλαπούτας) έκλεισε τὸ Ρουμπὴ με τοὺς 5000 καὶ δὲν είχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους..»
Η μάχη συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της νύχτας, με αμείωτο θάρρος και αυταπάρνηση από την ελληνική πλευρά.
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ένα περιστατικό, κατά το οποίο, περνώντας μέσα από τις τουρκικές φρουρές, παρείχε ανεφοδιασμό τους ευρισκόμενους σε δυσμενή θέση υπερασπιστές:
«..Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω είς τὸ καταράχι όπου ήτον οἱ σημαίες τῶν Τουρκών· επήγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια·
– Οἱ Έλληνες οπίσω δὲν εκατάλαβαν
– : «Ζωντανοὺς θὰ σάς πιάσω, εγὼ είμαι Κολοκοτρώνης».
– «Τί είσαι σύ;»
– «Ὁ Κολοκοτρώνης».
Άδειασαν τὸν τόπον· τότε εμβήκαμε είς τὸ Βαλτέτσι, εδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ότι αναγκαία ήτον είς ἐκείνους…»
Η αρχική υπόθεση των Τούρκων περί εύκολης επικράτησης έχει δώσει πλέον τη θέση της στην απόγνωση και την απογοήτευση, σε σημείο μάλιστα που οι βολές των τουρκικών κανονιών του Κεχαγιάμπεη πέφτουν πάνω στους συμπατριώτες τους, του τμήματος του Ρουμπή.
«Τὴν αυγὴ ὁ Κεχαϊάς έβαλε τὸ κανόνι είς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ (Μαυρομιχάλη) τού Ἠλία· τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ έπερνε τὸ ταμπούρι τού Ρουμπῆ. Αν τὸ χαμήλωνε θὰ τὸν ἔπαιρνε…»
Ενώπιον του ορατού κινδύνου, να κυκλωθούν ολοκληρωτικά από τον ελληνικό κλοιό, ο Κεχαγιάμπεης διατάζει την άμεση υποχώρηση προς το κάστρο της Τριπολιτσάς, από όπου εφόρμησαν οι Τούρκοι.
Οι Έλληνες πλέον καταδιώκουν ανελέητα τους υποχωρούντας , οι οποίοι «σπέρνουν» με τα πτώματα τους, το διάβα προς τη σωτηρία.
Η άτακτη τουρκική φυγή κληροδοτεί αναρίθμητο πολεμικό υλικό, λάφυρο πλέον στα χέρια των Ελλήνων. Και οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν τρομακτικά μεγαλύτερες , αν οι Έλληνες δεν είχαν επιδοθεί στην καθιερωμένη –μετά από κάθε μεγάλη πολεμική επιτυχία- λαφυραγωγία.
«…Οἱ Έλληνες έπεσαν είς τὰ λάφυρα και είς τους σκοτωμένους καὶ δὲν ακολουθοῦσαν μὲ προθυμία..»
Οι ιστοριογράφοι μνημονεύουν την παρουσία της Μανιάτισσας Σάββαινας στη μάχη του Βαλτετσίου, στο ταμπούρι του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, η οποία είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό των ελληνικών θέσεων, τρέχοντας άφοβα και αγόγγυστα από ταμπούρι σε ταμπούρι, για την οποία αργότερα εκδόθηκε και έγγραφο παροχής υπηρεσιών προς την Πατρίδα, εις ένδειξη τιμής, καθώς «…δεν έλλειψε και εις του Βαλτετσίου τον πόλεμον μαχομένη γενναιότατα δια την πατρίδα, σκοτώνοντας με το χέρι της δύο εχθρούς…»
Οι τουρκικές απώλειες ήταν τεράστιες, σε σχέση με την ελάχιστες ελληνικές. Στα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάνη, γίνεται λόγος για την διάσωση του περίπου του 1/5 από το αρχικό τμήμα που γλύτωσε και επέστρεψε στα κάστρα της Τριπολιτσάς, ενώ για τις ελληνικές απώλειες, ο ίδιος αναφέρει ότι ήταν περίπου 20 – 25.
Σε κάθε περίπτωση, η σημασία της ολιγοπρόβλητης μάχης του Βαλτετσίου ήταν εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, μιας και μέσω αυτής, θεμελιώθηκε η Ελληνική Επανάσταση ως κίνημα, στηρίχθηκε σε συμπαγείς βάσεις ως εθνικό επαναστατικό κίνημα και όχι φαινόμενο τοπικών στασιαστών αλλά κυρίως δημιούργησε την αίσθηση του νικητή απέναντι στους Τούρκους, οι οποίοι μέχρι τότε φάνταζαν ανίκητοι.
Η λαϊκή μούσα τίμησε τη νίκη στο Βαλτέτσι με το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:
Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν’ ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ’ άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
«Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ’ Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ’ αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν’ ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη».
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια
Δικτυογραφία
https://www.ptisidiastima.com/
https://history1821.wordpress.com
https://armyvoice.gr/