Κοινοποιείστε το άρθρο
Κυριακή Β΄ Νηστειῶν
Σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν Κυριακή Β΄ Νηστειῶν προβάλλει τή μορφή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί τήν ἀσκητική μέθοδο τῶν Ἡσυχαστῶν. Ὑπερασπίσθηκε τά πρόσωπα καί τόν ἀσκητικό ἀγώνα μυριάδων εὐλογημένων ὁσιακῶν μορφῶν καί ἀγωνιζομένων γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων. Ἀγωνίσθηκε ὑπέρ τῆς ἀληθείας τοῦ εἶναι καί τοῦ βίου μας. Διότι, τί δύναται νά σημαίνει τό «εὖ εἶναι» ἐάν αὐτό δέν εἶναι «ἀεί εἶναι»;
Σήμερα πολλοί ὑποκείμενοι στό «εὖ εἶναι», πού τούς ἐξασφαλίζει μία ἡγετική θέση, καλλιεργοῦν τήν ἔννοια τοῦ ὀπαδοῦ, προβάλλουν τήν ἐξουσία τους ἀπαιτοῦντες τήν ἀπόλυτη ὑποταγή (ὄχι ὑπακοή), ἀγνοοῦν ἠθελημένα τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἀπογυμνώνουν τήν ἄσκηση ἀπό τήν θυσιαστική ἀγάπη καί τήν θεία ὑπακοή, διαχωρίζουν τούς ἀνθρώπους κατά τόν τρόπο πού ὁ Φαρισαῖος ἀπέρριπτε τόν μετανοημένο Τελώνη, καί ἀντί νά δίδουν λόγο σέ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο θορυβοῦν καί φλυαροῦν. Τότε ποῖος χῶρος δίδεται στό Πνεῦμα; Ποῦ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ; Ποῦ ἡ θεολογία; Ποῦ ἡ ἡσυχία; Ποῦ ἡ ἁπλότης;
Ἡ σύκρουση μεταξύ Ἡσυχαστῶν καί ἀντιησυχαστῶν, κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν σύγκρουση ἀνατολικῆς καί δυτικῆς, ὀρθοδόξου καί φραγκολατινικῆς παραδόσεως, πού ἔλαβε χώρα ἐπί βυζαντινοῦ ἐδάφους. Τήν ἔριδα τήν προεκάλεσε ὁ μοναχός Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός (1290-1348), λόγιος μοναχός ἀπό τή Μεγάλη Ἑλλάδα, σπουδασμένος στή Ρώμη καί ἐνθουσιώδης ὑποστηρικτής τῆς ἀναβιώσεως τῆς πλατωνικῆς καί ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος πληροφορήθηκε τίς θέσεις τοῦ Βαρλαάμ στό ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδειξε τήν πατερικότητά του μέ τήν ἄμεση ἐπισήμανση τῆς ἀντιπατερικότητος τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων καί κριτηρίων τοῦ Βαρλαάμ. Στά ἀντιησυχαστικά κείμενα τοῦ Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος ἀπήντησε μέ τρεῖς τριάδες λόγων «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων».
Ὁ ἡσυχασμός, ὡς ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, συνιστᾶ τήν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ταυτιζόμενος ἀκριβῶς μέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ Ὅρος Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Σκοπός τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ, ἀντίστοιχα, ἀπό τά πάθη καί ἀπό τούς λογισμούς. Ἡ διαδικασία αὐτή ὀνομάζεται στήν πατερική γλώσσα θεραπεία, διότι μέσῳ αὐτῆς θεραπεύεται ὁ νοῦς καί ἀνακτᾶ τή φυσική λειτουργία του. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται σέ αὐτόν ἀδιαλείπτως, ἐνῶ ἡ διάνοια συνεχίζει τήν δική της φυσική λειτουργία.
Μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀκολουθεῖ τή θεραπεία, ὁ νοῦς γίνεται ναός του καί ὁ ἄνθρωπος μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τό πνευματικό αὐτό στάδιο στή φιλοκαλική γλώσσα ὀνομάζεται φωτισμός καί εἶναι προϋπόθεση τῆς θεώσεως, τοῦ δοξασμοῦ μέσα στήν ἄκτιστη φυσική Χάρη (ἐνέργεια) τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τό πρόβλημα πού τέθηκε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Βαρλαάμ, ἦταν, ἄν ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ (κάθαρση) γίνεται μέσῳ τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νοερᾶς εῦχῆς (φωτισμοῦ) ἤ μέσῳ τῆς φιλοσοφίας (διανοητικοῦ στοχασμοῦ). Ἔτσι ὅμως ἐτέθη στήν πράξη τό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῆς «θείας» πρός τήν «ἔξω» ἤ «θύραθεν» σοφία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκρινε, πατερικά, δύο σοφίες: τή θεία καί τήν ἔξω, σαφῶς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιοῦν διαφορετικό κάθε μία ὄργανο (νοῦς-διάνοια) καί λειτουργοῦν σέ διαφορετικό κάθε μία χῶρο (καρδιά-ἐγκέφαλος). Τή σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀντικαθιστᾶ στή θεολόγηση μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού προϋποθέτει τήν ἐνεργό παρουσία τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὑπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’ αὐτό ἡ παιδεία καί ἡ φιλοσοφία δέν συνιστοῦν προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας.
Τόν χαρακτῆρα τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ προκαθορίζει ἡ ἀφετηρία του· δέν ξεκίνησε ἀπό φιλοσοφικές ἔννοιες, διαμορφωμένες ἐκ τῶν προτέρων, ἀλλά ἀπό ἕνα σύστημα προσωπικῶν ἐμπειριῶν, τίς ὁποῖες ζήτησε νά κατοχυρώσει θεολογικά· γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ἄρχισε νά γράφει σέ προχωρημένη ἡλικία καί σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό. ῾Η σκέψη τοῦ Βαρλαάμ ἔτεινε σέ μιά μονομερῆ διατύπωση τῆς γνώσεως καί τῆς ἀγωγῆς, διότι παρῆγε καί τή γνώση καί τήν ἠθική καθαρότητα ἀπό τή φιλοσοφία. ᾿
Ισχυριζόταν ὅτι στή σοφία συμβαίνει ὅ,τι καί στήν ὑγεία, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία καί δέν εἶναι ἄλλη ἐκείνη πού δίδεται ἀπό τόν Θεὸ καί ἄλλη αὐτὴ πού ἐξασφαλίζεται ἀπό τόν ἰατρό· ἔτσι μιά εἶναι καί ἡ σοφία, εἴτε θεία εἴτε ἀνθρώπινη, κι αὐτή κατατείνει πρός τήν εὕρεση τῆς μιᾶς ἀληθείας.
῾Ο Παλαμᾶς ἀρνεῖται αὐτή τή θέση, ἰσχυριζόμενος ὅτι, ἄν μέσα στό πεδίο τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας παρατηροῦνται διάφορες κατευθύνσεις, πολύ ἰσχυρότερη εἶναι ἡ διαφοροποίηση μεταξὺ φιλοσοφίας καί θεολογίας. Στήν πραγματικότητα ὑπάρχουν δύο σοφίες· ἐκείνη ποὐ ζητεῖ νά ἱκανοποιήσει τίς ἀνάγκες τοῦ κοινωνικοῦ βίου καί τή διανοητικὴ περιέργεια, καί αὐτή πού ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία[1]. ῾Η διάκριση αὐτή στήν ὕπαρξη διττῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα εἶναι φυσικά, παρεχόμενα σέ ὅλους, καί ἄλλα ὑπερφυσικά καί πνευματικά, διδόμενα στούς καθαρούς καί τούς Ἁγίους[2]· καί ἔχει τή ρίζα της στήν παλαιά χριστιανική πεποίθηση, τὴν ὁποία συναντοῦμε στούς Καππαδόκες Πατέρες.
῾Η φιλοσοφία εἰσάγει στή γνώση τῶν ὄντων τοῦ κόσμου τούτου καί προσφέρει τούς κανόνες τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀλλά, ὅταν ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια αὐτά, καθίσταται ματαιοπονία. «Σκοπὸς τῆς κοσμικῆς φιλοσοφίας κατά τό πρακτικό μέρος της, διά τοῦ ὁποίου κοσμοῦνται τά ἤθη, διαμορφώνονται οἱ τέχνες καί ρυθμίζονται τά θέματα τῶν οἴκων καί τῶν πόλεων, εἶναι ἡ ὠφέλεια τοῦ παρόντος βίου. Καί κάθε πράξη πού δέν κατατείνει πρός αὐτό θά μποροῦσε δικαίως νά θεωρηθεῖ ματαιοπονία ἀκόμη καί ἀπό αὐτούς πού εἶναι προσκολλημένοι σέ τοῦτον τὀν κόσμο. Τῆς δέ λογικῆς φιλοσοφίας, διά τῆς ὁποίας ἐρευνοῦμε τούς λόγους τῆς φύσεως καί κινήσεως, καθώς καί τίς ἀναλογίες καί τούς σχηματισμούς καί τίς ποσότητες τῶν ἀχωρίστως χωριζομένων ἀπό τήν ὕλη, ἔργο εἶναι ἡ διαπραγμάτευση τῆς ἀληθείας μέσα στά ὄντα.
Ὅταν κανείς ὁμιλεῖ ἔξω ἀπό τήν ἐφικτή ἀλήθεια, ἄν τό κάvει ἑκουσίως, εἶναι πονηρὸς καί δόλιος· ἄν τό κάνει ἀκουσίως, εἶναι ἀφιλόσοφος καί ἀνόητος, καί μάλιστα τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο νομίζει ὅτι εἶναι ἐκπαιδευμένος στή φιλοσοφία, ἀγνοώντας τήν ἄγνοιά του»[3]. Πρέπει νά παρατηρηθεῖ μάλιστα ὅτι σ᾿ αὐτή τή γνώση τῶν ὄντων μερικῶς μόνο εἰσάγει ἡ φιλοσοφία, καί αὐτό διότι τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπανάστασή του διέστρεψε τίς εἰκόνες πού ὑπάρχουν μέσα μας καί ἀπεμάκρυνε τό διορατικό της, καί ἔτσι ἡ φιλοσοφία στηρίζεται πλέον στήν πιθανολογία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει ἀντιφάσεις καί διαφωνίες. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐνασχόληση μέ τήν φιλοσοφία εἶναι μέν χρήσιμη, διότι γυμνάζει καί ὀξύνει τούς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, καί εἶναι φυσικό χάρισμα. ᾿Αλλά δέν πρέπει νά τήν τυραννεῖ ἕως τά γηρατειά[4].
Ἄν ὅμως ὁ Παλαμᾶς διαχωρίζει τη γνώση, δέν διαχωρίζει καί τήν ἀλήθεια, διότι δίνει διάφορο ἀντικείμενο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γνώσεις· ἔργο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ μελέτη τῶν ὄντων, ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ. Ἄν οἱ δύο σοφίες καταλήξουν ὡς διάφορα συμ-περάσματα, αὐτά δὲν ἐπιβάλλουν ἀναγνώριση διπλῆς ἀληθείας, ἐφ᾿ ὅσον τά ἀντικείμενα παραμένουν διαφορετικά.
Τό ἔργο τῆς θεολογίας εἶναι ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο ἀπό τό τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης· «δέν εἶναι μόνο τό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό οὔτε τό νά γνωρίζει τόν ἑαυτό του καί τήν τάξη του γνώση ὑψηλότερη ἀπό τή φυσιολογία καί την ἀστρολογία καί κάθε φιλοσοφία γύρω σ᾿ αὐτά τά ἀντικείμενα, ἀλλά καί τό νά γνωρίζει ὁ νοῦς μας τήν ἀσθένειά του καί νά ζητεῖ νά τή θεραπεύσει εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπό τή γνώση καὶ διερεύνηση τῶν μεγεθῶν τῶν ἄστρων καί τῶν λόγων τῶν φύσεων»[5].
Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ; ᾿Απὸ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Παλαμᾶ προσήγετο τὸ χωρίο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾿Ιωάννη, κατὰ τὸ ὁποῖο “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (᾿Ιω. 1, 18). ᾿Αλλὰ τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ ἀμφισβητεῖται, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι “οἱ καθαροὶ τὸν Θεὸν ὄψονται” (Ματθ. 5, 8). Πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος ὡς ἀσώματος· ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ Βαρλαὰμ δὲν ἀρνεῖται κάποιο εἶδος θέας τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον παραδέχεται ὅτι ὁρᾶται διὰ τῆς καθαρᾶς ἐνεργείας τοῦ νοῦ ὅτι εὑρίσκεται σὲ ἔκσταση ἀπὸ τὰ ὑλικά. Δηλαδὴ ὁ Βαρλαάμ, συμφωνώντας σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τοὺς Νεοπλατωνικούς, δέχεται τὴν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιὰ ἄλλον λόγο παρὰ ἐξ αἰτίας τῆς φυσικῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι κλεισμένος στὰ ὑλικὰ δεσμά, καὶ ὡς μόνο μέσο ἄρσεως τῆς ἀγνωσίας εὑρίσκει τὴ λύση σώματος καὶ ψυχῆς· ἀλλὰ καὶ πάλι ἐννοοῦσε τὴ γνώση συμβολική.
Καὶ ὁ Παλαμᾶς βέβαια δὲν διανοήθηκε ποτὲ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐντελῶς καταληπτός. Συμφωνώντας κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὸν Βαρλαάμ, ἀκολουθοῦσε ἔπειτα χωριστὸ δρόμο, διότι ἀποδίδει τὸ ἀκατάληπτο σὲ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία αἴρεται ὁποτεδήποτε τὸ θελήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἢ ἐκπληρώσει ὁ ἄνθρωπος ὡρισμένες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς στὸ θέμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ εὑρίσκει κάποια ἀντινομία, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸς εἶναι ταυτοχρόνως καὶ καταληπτὸς καὶ ἀκατάληπτος· τοῦ Θεοῦ ἡ μία ὄψις εἶναι ἄγνωστη καὶ ἡ ἄλλη γνωστή, ἡ μία εἶναι ἄρρητη, ἡ ἄλλη ρητὴ (᾿Επίτομος Διήγησις 24. Χρήστου, Συγγράμματα, 4, 225). ῾Η γνώση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς “θεολογίας”, ἡ ὁποία εἶναι διττή, καταφατικὴ καὶ ἀποφατική. Δύο εἶναι τὰ μέσα τῆς καταφατικῆς θεολογίας. Πρῶτο εἶναι ἡ λογική, ἡ ὁποία διὰ τῆς θέας τῶν ὄντων ὁδηγεῖται σὲ κάποια γνώση, καθ᾿ ὅσον “τῶν ἐν τῷ δημιουργικῷ νῷ λόγων αἱ εἰκόνες ἐν ἡμῖν εἰσιν”, ἂν καὶ αὐτὲς οἱ εἰκόνες ἀμαυρώθηκαν ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο μέσο εἶναι ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Τὰ δύο αὐτὰ μέσα παρέχουν ἀφορμὲς γιὰ τὴν γνώση, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποδείξεις περὶ τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Διονύσιος ᾿Αρεοπαγίτης εἶχε προτιμήσει τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν νοητικῶν λειτουργιῶν γιὰ νὰ νοήσει τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἔκσταση νὰ φθάσει στὸν γνόφο, ὅπου θ᾿ ἀπολαύσει τὴν χαρὰ τῆς θέας, μολονότι καὶ πάλι ἡ θέα θὰ παραμείνει σκοτεινή· δηλαδὴ κατὰ βάθος ἡ πορεία αὐτὴ ἀποτελεῖ βυθισμὸ στὸ σκότος. Οἱ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ Παλαμᾶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν τέτοια τοποθέτηση. ᾿Εκεῖνο ποὺ εὑρίσκεται κατ᾿ αὐτὸν πέρα ἀπὸ τὴν καταφατικὴ θεολογία εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία συνιστᾶ καὶ τὴν ἀπόδειξη τῶν θείων ἢ μᾶλλον συνιστᾶ μιὰ ὑπεραπόδειξη· διὸ “ἡ πίστις εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἀπόδειξη καὶ ἕνα εἶδος ἀναπόδεικτης ἀρχῆς τῆς ἱερᾶς ἀποδείξεως” (᾿Αντιρρητικὸς 6, 1, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 380). ῾Η πίστη εἶναι μιὰ ὑπερφυσικὴ πνευματικὴ δύναμη ποὺ ὑπερβάλλει ὅλες τὶς νοητικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς.
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Παλαμᾶς τὴν ἀποφατικὴ θεολογία, ἀλλὰ τῆς δίδει ἄλλο χρῶμα καὶ τὴν διορθώνει· “ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τοῦτο τὸ φῶς καὶ ὁ θεῖος τοῦτος γνόφος, ἀσυγκρίτως ὑπέρτερο τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 3, 52. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 584). ῾Η καταφατικὴ θεολογία εἶναι λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποφατικὴ θεολογία εἶναι σιωπηλὸς διάλογος μὲ τὸν Θεό· ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς συνιστᾶ τὴν ὑπέρβαση καὶ τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν θεολογίας διὰ τῆς θεοπτίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ κανείς, λέγει, νὰ σκέπτεται διαρκῶς γιὰ τὴν κατάσταση μιᾶς πόλεως, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὴν ἐπισκεφθεῖ, δὲν πρόκειται ν᾿ ἀποκτήσει ἀκριβῆ εἰκόνα τῆς κατασκευῆς της. Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκέπτεται διαπαντὸς τὸν χρυσό, ἀλλ᾿ ἂν δὲν τὸν πάρει στὰ χέρια του, δὲν θὰ γίνει κάτοχος χρυσοῦ. ῎Ετσι ἐπίσης, καὶ ἂν μύριες φορὲς σκεφθεῖ τοὺς θείους θησαυρούς, δὲν τοὺς ἀποκτᾶ παρὰ μόνο “ἐὰν πάθη τὰ θεῖα” (῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων, 1, 3, 34. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 445).
Θὰ θεολογεῖ εὐδοκίμως, παρὰ ὁποιαδήποτε σιωπὴ καὶ ἄγνοια, ὅταν ἐπιτύχει νὰ ζεῖ μὲ τὴ θεία παρουσία. Σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἐπίσης μετέχει τοῦ Θεοῦ, διότι ἑνώνεται μὲ τὴν ἄκτιστη λαμπρότητα καὶ δόξα του. ῎Ετσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταλήγει στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ εἶδος θεολογήσεως ὡδηγήθηκε ὁ Παλαμᾶς διὰ τῆς διακρίσεως μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι τῆς πνευματικῆς ζωῆς μποροῦν νὰ ἀπολαύσουν ὅλοι οἱ πιστοὶ σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση βίου κι ἂν εὑρίσκωνται, ἀλλ᾿ ἰδιαιτέρως προκόπτουν σ᾿ αὐτὴν οἱ ἀποσυρόμενοι ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ ζῶντες σὲ ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. ῾Η ἡσυχία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συγκέντρωση (συνέλιξη) τοῦ νοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὴν ὁποία οἱ μὲν ἀρχάριοι ἡσυχαστές ἐπεδίωκαν μὲ μιὰ εἰδικὴ τεχνικὴ μέθοδο, ποὺ δὲν ἐνθαρρύνει ὁ Παλαμᾶς, οἱ δὲ τελειότεροι ἐπιδιώκουν μὲ τὴν ἰσχυρὴ θέληση.
῾Ο δεύτερος ἰσχυρὸς παράγων ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελείωση εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία μετέχει τὸ σύνολο τοῦ ἀνθρώπου, ψυχὴ καὶ σῶμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μιὰ ἐσωτερικὴ θέρμη, ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ πῦρ καὶ τὴν αὔρα. ῞Οσοι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία κινοῦνται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ χάρη.
῾Η συμμετοχὴ στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶναι πλήρης, ὁδηγεῖ στὴν θέωση. Πρὸς ἀποφυγὴν παρερμηνείας τῆς ἐννοίας τῆς θεώσεως φρόντισε νὰ σημειώσει ὅτι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι “ὅλως διόλου γινόμεθα θεοί, χωρὶς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος”, γινόμαστε δηλαδὴ θεοὶ κατὰ χάριν καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσίαν. Παρὰ ταῦτα, λόγω τῆς συμμετοχῆς στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, κατὰ κάποιον τρόπο γίνονται καὶ οἱ ἄνθρωποι ἄκτιστοι, γίνονται ἄναρχοι καὶ ἀτελεύτητοι. “῾Ο Θεὸς ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ὑμνοῦν ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του, τοὺς καθιστᾶ θεοσεβεῖς· ἐκείνους ὅμως ποὺ ἐπὶ πλέον μετέχουν τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐνεργοῦν κατὰ τὴν μετουσία τους, τοὺς καθιστᾶ θεοὺς κατὰ χάριν ἀνάρχους καὶ ἀτελευτήτους” (᾿Απολογία, 37. Χρήστου, Συγγράμματα, 2, 122).
1.Ὑπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 1, 4 ἑξ. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 468 ἑξ.
2. Ὑπὲρ ῾Ησυχαζόντων 2, 1, 25. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 487.
3. Ἀντιρρητικός πρός ᾿Ακίνδυνον 6, 1. Χρήστου, Συγγράμματα, 3, 379.
4.῾Υπὲρ ῾Ησυχαζόντων 1, 1, 8. Χρήστου, Συγγράμματα, 1, 368 ἑξ.
5. Κεφάλαια, 29.
Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος