Κοινοποιείστε το άρθρο
Μάρτης, βλάσταρος και ανοιξιάτης: ήθη και έθιμα του Μαρτίου
Ο Μάρτης είναι ο τρίτος κατά σειρά μήνας του χρόνου του πολιτικού έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο και έχει 31 ημέρες.
Πήρε το όνομά του από το Ρωμαίο θεό του πολέμου Mars δηλ. τον Άρη. Όπως λέει η ρωμαϊκή ιστορία οι ιδρυτές της Ρώμης, Ρώμος και Ρωμύλος, ονόμασαν αυτόν τον πρώτο μήνα Μάρτιο, προς τιμή του πατέρα τους και γενάρχη των Ρωμαίων του θεού Άρη. Για τούτο και κατά τον Πλούταρχο (Βίος Νουμά, 19) αναφέρεται πως ο Μάρτιος απεικονίζεται ως άνδρας ενδεδυμένος με δέρμα λύκαινας. Επίσης τον πρώτο μήνα της άνοιξης οι Ρωμαίοι άρχιζαν τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Κατά τους χρόνους όμως της «ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας» ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στον θεό Ερμή. Κατά την υπό του Νουμά όμως διαρρύθμιση μετακινήθηκε σαν τρίτος μήνας και πρώτος ο προς τιμή του ειρηνικού θεού Ιανού. Για άλλους η μετατόπιση αυτή έγινε μετά το 153 π.Χ. από τους υπάτους εξακολουθώντας να παραμένει ο Μάρτιος πρώτος μήνας του θρησκευτικού έτους.
Αττικός μήνας: ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ 21 Μαρτίου-19 Απριλίου
Στην αρχαιότητα τα ιερά Ελαφηβόλια τα γιόρταζαν προς τιμήν της Αρτέμιδος.
Η αντιστοιχία του Μαρτίου με το αρχαίο αττικό ημερολόγιο είναι κατά το πρώτο 15νθήμερο με τον 8ο μήνα τον Αθεστηριώνα, κατά δε το 2ο 15νθήμερο με τον 9ο τον Ελαφηβολιώνα.
Ετυμολογία: Μήνας των ελαφοκυνηγών (ως Ελαφηβολιών).
Ο Μάρτης λέγεται Βλάσταρος και Ανοιξιάτης, γιατί είναι ο μήνας που φέρνει την άνοιξη. Στις 21 Μαρτίου έχουμε την εαρινή ισημερία, δηλαδή ίση διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Ο άστατος καιρός είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Μάρτη, του Γδάρτη και Παλουκοκαύτη, όπως έλεγαν το Μάρτιο τα παλιά χρόνια , που τα σπίτια ζεσταίνονταν με τζάκια και ξυλόσομπες.
Τον λέγανε και Δίγαμο: «Ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες, τη μία πολύ όμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσχημη και πολύ πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση. Όταν γυρίζει από την άσχημη, κατσουφιάζει, μαυρίζει και σκοτιδιάζει όλος ο κόσμος, γι’ αυτό παλουκοκαύτης. Όταν γυρίζει από την όμορφη, γελάει, χαίρεται και λάμπει όλος ο κόσμος».
Άλλοι υποστηρίζουν πως ο Μάρτης τη γυναίκα που παντρεύτηκε, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη! Όταν ο Μάρτης τη βλέπει κατά πρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει. Όταν την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει. Γι’ αυτό και η παροιμία λέει: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει». Επειδή είναι άστατος λέγεται πεντάγνωμος «Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζε».
Με όλα αυτά ο Μάρτης είναι περισσότερο ανοιξιάτικος παρά χειμωνιάτικος μήνας για αυτό λέγεται και ανοιξιάτης. Ζευγαρωμένος με τον διάδοχο του, τον Απρίλη, ως Μαρτάπριλο ή Απριλομάρτη, μας φέρνουν τα λουλούδια και τα στάχυα
«Ο Μάρτης με τα λούλουδα και ο Απρίλης με τα στάχυα».
Τότε βγαίνουν τα μαρτολούλουδα ή μαρτιλάκια, μαρτοπούλια ή μαρτακούδια.
Ο Μάρτης έχει τα πρωτεία της άνοιξης αφού από τις εννέα του Μαρτίου τα φίδια ξεναρκώνονται για να χαρούν τη φύση.
ΜΗΠΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΜΑΡΤΗ;
Θυμάστε ως μικρά παιδιά, παλαιότερα, που φορούσαμε «Μάρτη»;
Έχετε προσέξει ότι κάποιοι συνεχίζουν να φορούν «Μάρτη» ακόμη και στις ημέρες μας;
Θυμάστε άραγε τί είναι ο «Μάρτης»;
Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, συνηθίζεται να φοριέται στον καρπό του χεριού ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το «Μάρτης» το φορούν κυρίως τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά του από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν.
Ο “Μάρτης” φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε σαν βραχιόλι στον καρπό του χεριού. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του.
“Μάρτη” δεν φορούσαν μόνο οι άνθρωποι. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.
Ο «Μάρτης» ή «Μαρτιά» είναι ένα παμπάλαιο έθιμο εξαπλωμένο σε όλα τα βαλκάνια, λόγω της υιοθέτησής του από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι και το διατήρησαν. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, επειδή οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων συνήθιζαν να δένουν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Κατά τις ηλιόλουστες ημέρες του Μαρτίου που ακολουθούσαν τα κρύα του χειμώνα, τα παιδιά έβγαιναν από τα σπίτια και έπαιζαν έξω στις αυλές. Οι μητέρες, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου που θεωρούνται επικίνδυνες, έφτιαχναν και φορούσαν στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον “Μάρτη”, ένα κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα.
Ο ήλιος τον Μάρτιο συνήθως καίει και μαυρίζει τα πρόσωπα των παιδιών: “Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει”. Η μαυρίλα όμως σήμαινε και ασχήμια, προπάντων για τα κορίτσια που η παράδοση τα ήθελε άσπρα και ροδομάγουλα: «Ο πόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ο ήλιος μη την ιδεί». Για να αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου λοιπόν, έφτιαχναν και φορούσαν τον «Μάρτη», ώστε να προστατεύσει τα πρόσωπα των παιδιών από τον ήλιο και να μην καούν. Όταν τον έβγαζαν τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιές, ώστε να γίνουν τα μάγουλά τους κόκκινα σαν τριαντάφυλλα.
Ο “Μάρτης” ουσιαστικά αποτελείται από δύο κλωστές, άσπρη και μία κόκκινη, στριμμένες μεταξύ τους, που συμβόλιζαν την αγνότητα και τα χαρά. Σε κάποιες παραδόσεις αναφέρεται και μία χρυσή κλωστή ώστε να συμβολίζεται και η αφθονία.
Συνηθίζεται να φοριέται μέχρι το τέλος του μήνα. Σε ορισμένες περιοχές το μαρτιάτικο βραχιολάκι θεωρείται ιερό από τη λαϊκή παράδοση που δεν είναι πρέπον να πεταχτεί. Για αυτό το φορούσαν μέχρι το Πάσχα και το έδενα στην Αναστάσιμη λαμπάδα για να καεί. Σε άλλες περιοχές έκαιγαν το βραχιολάκι στις φωτιές που άναβαν για να κάψουν τον Ιούδα.
Η πιο διαδεδομένη όμως αντίληψη φέρει το “Μάρτη” να φοριέται μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα χελιδόνια. Τότε έβγαζαν το Μάρτη και τον αφήναν σε κλαδιά για να τον πάρουν τα πουλιά και να το χρησιμοποιήσουν στην κατασκευή της φωλιάς τους.
Οι Δρίμες του Μάρτη
Η παράδοση θεωρεί τις Δρίμες ως ημέρες γρουσούζικες και κακότυχες, τις λεγόμενες και ως αποφράδες. Θεωρείται ότι δαιμονικά όντα τριγυρίζουν τον κόσμο αυτές τις ημέρες και έκαναν κακό σε όποιον συναντούσαν.
Δρίμες είναι όλο το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι και τον Αγιασμό των Φώτων (την περίοδο δηλαδή που αλωνίζουν οι Καλικάντζαροι), όλα τα Σάββατα του Μαρτίου, όλες οι Δευτέρες του Αυγούστου, οι έξι πρώτες ημέρες τ’ Αυγούστου (τις ημέρες που κοιτάνε τα ημερομήνια), οι τρεις πρώτες αλλά και οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου (που λέγονται και ημέρες της γριάς)
Αυτές τις ημέρες οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν για να μην πάθουν κανένα κακό, είτε αυτοί οι ίδιοι, είτε η οικογένεια και το βιός τους. Έμεναν λοιπόν στα σπίτια τους, δεν πήγαιναν στα χωράφια, και δεν έκαναν καμιά δουλειά που μπορούσε να γίνει άλλες ημέρες. Όποιος πήγαινε για δουλειά πάθαινε κάποιο ατύχημα. Εάν πήγαινες στα χωράφια, η σοδειά θα καταστρεφόταν. Ό,τι πλύνεις αυτές τις ημέρες θα λειώσει, όσα ξύλα και να κόψεις θα σαπίσουν, αν λουστείς θα πάθεις κακό. Γι’ αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύεται, είναι γιατρικό και αποτρέπει τα δαιμόνια.
Στο Βυζάντιο γιόρταζαν την πρώτη Μαρτίου με σπουδαίες δραστηριότητες. Ο μεγάλος λαογράφος Λουκάτος αναφέρει τα <χελιδονίσματα> που προέρχονται από την αρχαιότητα. Την Πρώτη Μαρτίου οι μικροί έφτιαχναν ένα ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το ανάλογο τραγούδι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν αυγά.
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία «Μάρτινκα» και στην Αλβανία ως «Βερόρε». Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. Άλλοι πάλι, δένουν τον «Μάρτη» σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται «Μαρτενίτσα». Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. Η «Μαρτενίτσα» λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία.
Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία «Μαρτιζόρ». Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός – Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι. Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.
Την πρώτη μέρα του Μάρτη συνηθιζόταν από τα παλιά χρόνια νέοι και νέες να βγαίνουν στα χωράφια και με τη δρόσο των σπαρτών έπλεναν το πρόσωπό τους για να μη μαυρίσουν. Απέφευγαν τη δρόσο των σπαρτών κριθαριού, γιατί αυτή φέρει σπυριά (κριθαρκά) κάτω από τα βλέφαρα.
Στο Λιδωρίκι την πρώτη του Μάρτη φορούσαν στο χέρι ή το δάχτυλο τον «μάρτη», μια κόκκινη και μια λευκη κλωστή για το καλό του μήνα, και το έβγαζαν στο τέλος του μήνα, αφήνοντάς το πάνω στα δέντρα για να το πάρουν τα χελιδόνια για τις φωλιές τους. Αλλού πάλι το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καούν μαζί.
Στα χωριά της Στυμφαλίας (Δροσοπηγή πρώην Μπάσι) εκτός από τους μάρτηδες που φοράνε, πρωί – πρωί την πρώτη του Μάρτη η νοικοκυρά αντί για άλλο πρωϊνό φτιάχνει χυλό με μπομπότα και πετιμέζι και τρώνε όλοι για να μην τους πιάσει ο Μάρτης.
Τα παιδιά για περισσότερη προστασία βάζουν και λίγο και στη μύτη τους.
Σε άλλα μέρη έδιναν στα παιδιά τους αγόρια και κορίτσια να φάνε ένα μήλο
για να μη τους κάψει ο Μάρτης και για να έχουν γερά δόντια όλο το χρόνο.
Επίσης, τα μονοετή βρέφη λέγονταν πρωτομαρτούδκια και τα περιτυλίγουν με εφτά μάρτιδες, για να μείνουν άσπρα στη μορφή. Λέγανε ότι το παιδί που γεννιέται το Μάρτη είναι ευτυχισμένο. Μαρτούδκια λεγόντουσαν και τα τριχωτά σκουλήκια που γεννιούνται τον Μάρτη πάνω στα πεύκα σε αράχνες φωλιές και επειδή είναι επικίνδυνα οι άνθρωποι απέφευγαν το Μάρτιο τα πεύκα.
Το βαγένι των δώδεκα μηνών
Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους.
Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των αδερφών του, των άλλων μηνών, στάθηκε αιτία να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.
Η σχετική παράδοση για το «βαγένι των δώδεκα μηνών» ή «το βουτσί» όπως λέγεται αλλού, έχει καταγραφεί από το Νικ. Πολίτη ως Κορινθιακή παράδοση και ο μύθος της έχει γίνει θέμα σατιρικής ποίησης. Μας λέει λοιπόν η παράδοση:
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να βάν’ νε κρασί σ’ ένα βαγένι για να πίν’ νε όποτε των έκανε όρεξη. Έτσι λοιπόν είπεν ο Μάρτης.
– Εγώ θα ρίξω πρώτα στο βαγένι και ύστερα ρίχνετε και σεις.
– Καλά, συ ρίξε, είπαν οι άλλοι. Και έτσι έγινε. Έρριξεν εκείνος στο βαγένι μούστο πρώτα και ύστερα οι άλλοι. Όταν λοιπόν εψήθη το κρασί είπε πάλι ο Μάρτης.
– Εγώ έριξα πρώτα, πρώτα θ’ αρχίσω και να πίνω.
-Βέβαια, είπαν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ετρούπησε το βαγένι στο κάτου μέρος, και άρχισε και έπινε, ως που τόπιε ούλο και δεν άφηκε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει στο βαγένι να πιάσει κρασί. Παγαίνει, το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ’ ακούνε εκείνοι θυμώνουνε, σκέφτουνται τι να κάνουνε. Τέλος μένουνε σύμφωνοι μεταξύ τους να τον τιμωρήσει ο Γενάρης για την κατεργαριά που τους έκανε. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα ξύλο που είπε αμάν. Του παίρνει και το υπούργημα άρχιζε δηλαδή πρώτα το νέο έτος από το Μάρτη και τώρ’ αρχίζει από το Γενάρη. Αυτό είναι το υπούργημα που του πήρε. Όταν λοιπόν θυμάται το παιχνίδι που των έφτιαξε που ήπιε δηλαδή ούλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν θυμάται πάλε το ξύλο πόφαγε κλαίει και βρέχει».
Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.
7 Μαρτίου των «καλών ποιμένων»
Την 1η-7η Μαρτίου οι ποιμένες οδηγούσαν τα αιγοπρόβατα από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη λέγοντας: «Κούρευε, κουδούνωνε και στα όρη ανέβαινε».
9 Μαρτίου γιορτή Των Αγίων Σαράντα λέγανε «σαράντα πιοτά κερνούν και σαράντα ψέματα λεν». Στην Κομοτηνή κάνανε φαγητά από 40 είδη χόρτα και 40 σαλιγκάρια, καθώς και 40 λουκουμάδες.
Την ημέρα αυτή που οι τσοπάνηδες αποκόβουν τ’ αρνιά, οι γεωργοί φυτεύουν δέντρα και κλήματα και οι κοπέλλες φυτεύουν λουλούδια γιατί «πιάνουν και δε λαθεύουν».
Σε πολλούς τόπους οι νοικοκυρές φτιάχνουν σαραντόπιττες, πίττες με σαράντα φύλλα που τις κόβουν κομμάτια και τις μοιράζουν για τις ψυχές των ζωντανών ή μαγειρεύουν φαγητό με σαράντα ειδών.
Χελιδονίσματα το μήνα Μάρτιο
Την αρχαία εποχή, με την είσοδο της άνοιξης και με την εμφάνιση των πρώτων χελιδονιών τα παιδιά τραγουδούσανε ειδικό χελιδόνισμα, οι πρώτοι στίχοι του οποίου ήταν οι εξής
Αρχαίο χελιδόνισμα:
«Ηλθ’ ήλθε χελιδών
Καλάς ώρας άγουσα
Καλόυς ενιαυτούς
Επί γαστέρι λευκά
Απί νώτα μέλαινα».
Το χελιδόνισμα αυτό ήταν συνηθισμένο και κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Οι χελιδονιστές ήταν κυρίως παιδιά αλλά και ενήλικες και έφεραν μαζί τους ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας την 1η Μαρτίου. Πολύ περισσότερο οι Βυζαντινοί που ο χρόνος τους άρχιζε την 1η Μαρτίου περιέρχοντας τα σπίτια τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα.
Την Πρώτη Μαρτίου απευθύνονται χαιρετισμοί προς την άνοιξη «ανέτειλε το έαρ» και απαγγέλλονταν επωδοί για το φευγιό του χειμώνα ή του Φεβρουαρίου όπως:
«Φύγε, φύγε Φεβρουάρις
Ο Μάρτς σε διώκει
Εξω ο Φεβρουάριος
Εσω ο Μάρτ’ς
Και ίδε το έαρ το καλόν
Πάλι επανατέλλει
Φέρον υγείαν και χαράν
Και την ευημερίαν»
Ο πρώτος από την ομάδα των καλαντιστών κρατούσε συνήθως ένα σφαιρικό στεφάνι από λουλούδια, πάνω στο οποίο γύριζε ένα ομοίωμα χελιδονιού, για αυτό το τραγούδι που έλεγαν και είναι γνωστό ως τραγούδι της χελιδόνας, γιατί τον Μάρτιο πρωτοεμφανίζονται τα χελιδόνια.
Τα παιδιά γέμιζαν ένα καλάθι με φύλλα κισσού και το περνούσαν από ένα ραβδί. Στην άκρη του έβαζαν την ξύλινη χελιδόνα. Γύρω στο λαιμό τους έβαζαν κουδουνάκια που σήμαιναν χαρμόσυνα όσο προχωρούσαν. Αφού τραγουδούσαν τα κάλαντα σε κάθε νοικοκυρά, εκείνη έπαιρνε λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι και τα τοποθετούσε στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες της. είναι γενικότερα γνωστό πώς ο σκουροπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αμάραντης βλάστησης και το θεωρούν ως μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις κότες.
Οι αρχαίοι χελιδονιστές, όπως και οι νεότεροι, απαιτούσαν πλούσια την αμοιβή τους για τον κόπο τους. Απειλούσαν πως αν δεν αμείβονταν ανάλογα, θα ξήλωναν τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού και θα έκλεβαν τη νοικοκυρά. Το έθιμο ζωντανεύει τα αρχαία «χελιδονίσματα ή χελιδονισμούς» που αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς και μάλιστα ο Αθηναίος, που μας παραδίνει και σχετικό τραγούδι παλιότερο του 200π.χ.
Νέο χελιδόνισμα:
«Μέσα Μάρτης, έξω ψύλοι, εξ’ οχτροί, σας τρων’ οι σκύλοι»
Άλλα χελιδονίσματα που λεγόταν στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης
την 1η Μαρτίου
«Φήκα σύκο και σταπίδι
Και σταυρό και λιγμητήρι…»
Στη Θράκη λέγονταν
«Ηρθε, ήρθε χελιδόνα
ήρθε κι άλλη μελιδόνα
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ
Και Φλεβάρη φοβερέ
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσης
Πάλιν άνοιξιν θα ανθίσης
Θάλασσαν επέρασα
Και στεριάν δεν ξέχασα
Κύματα κι αν έσχισα
Έσπειρα, κονόμησα
Έφυγα κι αφήκα σύκα
Και σταυρόν και θημωνίτσα
Κι ήρθα τώρα κι ηύρα φύτρα
Κι ηύρα χόρτα, σπαρτά βλίστρα,
Βλίστρα, βλίστρα, φύτρα, φύτρα.
Συ καλή νοικοκυρά
Έμπα στο κελάρι σου
Φερ’ αυγά, περδικωτά
Και πουλιά σαρακοστά
Δώσε και μίαν ορνιθίτσα
Φέρε και μία κουλουρίτσα…
Μέσα δω που ΄ρθαμε τώρα,
Μέσα γεια, μέσα χαρά,
Στον αφέντη στην κυρά
Στα παιδιά και στους γονείς
Σ’ όλους τους, τους συγγενείς.
Μέσα Μάρτης, έξω φύλλα
Εξ’ οχτροί, σας τρων οι σκύλοι.
Μέσα φίλοι, μέσα φτήνεια
Και χαρές, χοροί, παιχνίδια
Και φέτος και του χρόνου
Και του χρόνου κι άλλα χίλια»
Σε πολλά τραγούδια απευθύνονται προς τους οικοδεσπότες
ευχές και πολυχρονισμοί όπως:
«Μάρτι, Μάρτι βροχερέ
Και Φλεβάρι χιονερέ
Ηρθ’ Απρίλης ο καλός
Εβγα, καλή νοικοκυρά
Βάλε τα πατίκια σου
Κι εμπα’ς το κελάρι σου
Δος μας κοσοχτώ αυγά
Τέσσερα το δάσκαλο
Και κοσιτέσσερα για μας»
25 Μαρτίου Ιερά Ελευθέρια: Στην Ήπειρο ανάβουν φωτιές και χτυπούν κουδούνια «Φευγάτε, φίδια, σήμερα είν’ του Ευαγγελισμού!»
Γιορτές στο μήνα Μάρτιο
Στις 9 Μαρτίου η γιορτή των Αγίων Σαράντα.
Στις 25 Μαρτίου είναι η πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή του μήνα, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Ο Μάρτης είναι πάντοτε μήνας της Σαρακοστής (των νηστειών) έτσι συμβολικά η φράση «μα λείπει ο Μάρτης που τη Σαρακοστή» λέγεται για πρόσωπο που ποτέ του δεν λείπει από μια εκδήλωση ή γιορτή.
Ο Μάρτιος είναι σημαντικός μήνας και για το ελληνικό έθνος: 1821, 3 Μαρτίου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συγκεντρώνει τον Ιερό Λόχο στη Μολδαβία, 21 Μαρτίου συγκεντρώνονται οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και ξεκινούν την Επανάσταση.
(Πηγή: «Παραμύθια και ιστορίες για όλο το χρόνο- Μάρτιος» εκδ. Μαλλιάρης -παιδεία,Γ. Α. Μέγα, Ελληνικαί εορταί, Χριστάκης Σαββίδης).
Οι γεωργοί για το μήνα Μάρτη
Από την καλοκαιρία ή την κακοκαιρία των ημερών του Μάρτη είχαν και τα αντίστοιχα προγνωστικά για την καλή ή την κακή σοδειά των φρούτων. Πίστευαν ότι οι μέρες αυτές έχουν τις φουρτούνες τους. Οι θαλασσινοί και οι ταξιδιώτες στη στεριά και στη θάλασσα είχαν το νου τους και φυλαγότανε.
Τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου ή τις πρώτες του Απριλίου γίνονται μπόρες που συνηθέστερα τις έλεγαν «της γριάς οι μπόρες».
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες σχετίζονται με την παρακάτω ιστορία:
Έπειτα από ένα βαρύ χειμώνα ήρθε ο Μάρτης και οι άνθρωποι ανάσαιναν – περισσότερο χάρηκε μια γριά, που χάιδεψε τα γιδοπρόβατά της λέγοντας “βγήκε ο Μάρτης τελείωσαν τα βάσανά μου εμπρός, πάμε στα παρχάρια”.
Ο Μάρτης όμως θύμωσε υπερβολικά με τα περιφρονητικά της λόγια και παρεκάλεσε τον Φλεβάρη να του δανείσει τις τρεις πρώτες μέρες του, πράγμα που εκείνος δέχτηκε.
Τότε ο Μάρτης έκανε φοβερό κρύο και ανεμοθύελλες. Η γριά για να μην παγώσει πλησίαζε ολοένα τη φωτιά, ώσπου χώθηκε κάτω από το καζάνι της και κάηκε και φυσικά τα γιδοπρόβατά της σκόρπισαν.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Η λαϊκή φαντασία έδωσε στο Μάρτιο ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Ανοιξιάτης (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), Γδάρτης, Παλουκοκάφτης Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτης (λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτής, και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.
Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,
τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».
Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε: «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».
ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:
«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».
«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».
«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».
«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».
Η ΚΑΤΕΡΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα αδέλφια του στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.
«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.
Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:
– Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.
– Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν οι άλλοι.
Έτσι και έγινε. Έριξε πρώτα εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες.
Όταν λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.
– Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο, πρώτος θ’ αρχίσω και να πίνω.
– Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι είναι το σωστό.
Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ’ ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκέφτονται τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη, και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.
Από τότε όταν ο Μάρτης θυμάται το παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».
Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακαταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται στη γυναίκα του Μάρτη.
Κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη. Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε.
Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο!
Από τότε κάθε φορά που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό!
Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει.
Γι’ αυτό λέγεται και η παροιμία: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει».
Σε άλλες περιοχές η παράδοση θέλει το Μάρτη νε έχει δύο γυναίκες, τη μια πολύ όμορφη και φτωχή και την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει, και ο καιρός είναι καλός. ζεστός με ήλιο. Τις περισσότερες φορές όμως γυρίζει κατά την άσχημη επειδή αυτή είναι η πλούσια που τρέφει και την φτωχή, την όμορφη.
Έτσι άλλωστε προτιμούν το Μάρτιο και οι χωρικοί, βροχερό, επειδή η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.
«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».
«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».
«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».
«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».
«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».
«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία,
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:
«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,
χαράς σ’ εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».
Η παράδοση της λιθωμένης γριάς
Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς».
“Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία.
Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:
«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».
Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και δανείστηκε τρεις ημέρες απ’ το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά.
Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.
Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών.
Σε κάποια χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς.
Από τότε λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ. Για αυτό άλλωστε το λένε κουτσό και κουτσοφλέβαρο.
Δικτυογραφία
https://www.kalavrytanews.com/