Κοινοποιείστε το άρθρο
Ο χώρος με το τζάκι ήταν και σαλόνι και κουζίνα και τραπεζαρία και κρεβατοκάμαρα…
Στο τζάκι μαγειρεύαμε τα φαγητά μας και ζεσταίναμε το «πλύμα» για τα ζωντανά μας. Εκεί αναπιάναμε το προζύμι και το αφήναμε στον «τέντζερη» να «γίνει».
Εκεί ψέναμε το «τσουκαλόκαυτο», και φτιάχναμε τις «τριφτιάδες» και τις ρουφάγαμε με κρασί να ζεστοκοπηθούμε. Πάνω στη σιδεροστιά ήταν πάντα ο τέντζιερης, ντουέτο γραφικό και νοσταλγικό.
Ο τραχανάς και ο καγενάς ήταν στην ημερήσια διάταξη. Χάμω στη θράκα ψέναμε τις κουλούρες, τις μπουγάτσες, τις μπομπότες. Τις χώναμε μέσα στη χόβολη. Εκεί επίσης χώναμε και τα ξερά κρεμμύδια για να ψηθούν, εκεί ακόμα καθαρίζαμε με τη μασιά το πυρότουβλο από τη στάχτη και ζεσταίναμε επάνω του τσαπέλες, μουσταλευριά ή μουστοκούλουρα για να φιλέψουμε μουσαφιραίους ή να περνάμε καλά τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα.
Στο σταχτοφούρνι κρεμάγαμε τα λουκάνικα να στραγγίσουν, πριν τα καταδικάσουμε στις λαΐνες. Πάνω στα κάρβουνα βάζαμε και κανένα «φελί» μπακαλιάρο υγράλατο για να τραβάει και κρασί. Στις αποκριές οι χοιρινές μπριζόλες πάνω στα κάρβουνα , με ρίγανη και αλάτι τσίκνιζαν όλο το σπίτι και μοσχομύριζαν. Το ξερό ψωμί μας καψαλισμένο στη θράκα μαλάκωνε, νοστίμιζε και συνόδευε όλα τα φαγητά μας.
Πηγή ζωής του σπιτιού το τζάκι, συγκέντρωνε γύρω του ώρες ατέλειωτες την οικογένεια, την έδενε και την γαλβάνιζε. Τρεις γενιές ζούσαν συγχρόνως δίπλα του αρμονικά, ανθρώπινα, φυσιολογικά. Εγγόνια , γονείς, παππούδες, νύφες, παιδιά και γαμπροί. Ποτέ τόσοι πολλοί δεν έζησαν τόσο αγαπημένοι επί τόσο μεγάλο χρόνο, σε τόσο μικρό χώρο, όσο εμείς τότε γύρω από το τζάκι μας.
Πηγή: «Χωριό μου σε Νοστάλγησα»