Κοινοποιείστε το άρθρο
Παραδοσιακά Τραγούδια: ένας ελληνικός πολιτιστικός θησαυρός
Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες φημίζονται για την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και συνεχίζουν να διαιωνίζουν μέσα στο χρόνο. Τα παραδοσιακά τραγούδια των Ελλήνων αποτελούν ένα αξιοσημείωτο κομμάτι αυτής της κληρονομιάς. Αλλά ποιοι ήταν οι δημιουργοί αυτής της μουσικής; Και τί ήθελαν να εκφράσουν μέσα από αυτή;
Η “δημοτική” μουσική όπως λέγεται, η προφορική αυτή λογοτεχνική παράδοση, περιλαμβάνει όλα τα τραγούδια και τις παραλλαγές τους καθώς και κάθε διαφορετικό ρυθμό που μεταβαλλόταν ανάλογα με την εκάστοτε ελλαδική περιοχή. Το ενδιαφέρον με τα δημοτικά τραγούδια είναι ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν γνωρίζουμε τους δημιουργούς τους. Κι αυτό γιατί τα δημοτικά τραγούδια, όπως άλλωστε φαίνεται και από την ετυμολογία του ονόματός τους, είναι συλλογικό δημιούργημα του λαού οοποίος τα αναπαράγει προφορικά για να εκφράσει τα βιώματά του. Το αξιοθαύμαστο λοιπόν των δημοτικών τραγουδιών είναι ο τρόπος με τον οποίο οι απλοί άνθρωποι κατάφερναν να τα αποδώσουν.
Η παραδοσιακή μουσική που συνέθεταν οι Έλληνες σε χρόνια σκλαβιάς και αστάθειας, συχνά ανέδιδε τα ερεθίσματα τους με έντονη ευγένεια, αρχοντιά και λεβεντιά αποκαλύπτοντας το μεγαλείο της ψυχής τους. Υπάρχουν πολλά είδη δημοτικών τραγουδιών ως προς το περιεχόμενό τους:
- Ακριτικό
- Κλέφτικο
- Ιστορικό
- Ερωτικό
- Ξενιτιάς
- Μοιρολόγι
- Γνωμικό
- Παραλογή
Η παραδοσιακή ελληνική μουσική παρουσιάζει ωστόσο διαφορές από περιοχή σε περιοχή ως προς τον ρυθμό και τον χορό. Στη Μακεδονία λοιπόν παρατηρείται πλήθος ρυθμών, ενώ ξεχωρίζουν οι Σαρακατσάνικοι χοροί (στα τρία, κάτσα κ.α.), οι Μπαϊτούσκες οι χοροί της Δράμας ( Τέσκα, Ράμνα κ.α.), τα Βλάχικα Σερρών (Χατζηστέργιος, Αντίπερα κ.α.), οι χασαπιές και οι κυκλικοί χοροί. Στην Πελοπόννησο κατά κύριο λόγο τραγουδούν κλέφτικα και τραγούδια της τάβλας, ενώ χορεύουν καλαματιανό, στα τρία, τσάμικο, και τσακώνικο. Στο νησιώτικο Αιγαίο οι χοροί όπως ο συρτός και ο μπάλος χαρακτηρίζονται από ελαφριές κινήσεις. Στην Κρητική μουσική, από την άλλη, χαρακτηριστικά είναι τα ριζίτικα τραγούδια και οι μαντινάδες ενώ βασικοί χοροί είναι το πεντοζάλη και η σούστα. Τέλος, τα ποντιακά τραγούδια που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την άφιξη των προσφύγων του Πόντου το 1922 έχουν ταχύτατο ρυθμό, και γρήγορες χορευτικές κινήσεις ενώ τα πιο γνωστά είναι τα τικ, τα ομάλ και το κότσαρι.
Πολιτιστική κληρονομιά, Όμηρος, δημοτική παράδοση, πολιτιστική συνέχεια
Δεν είναι παράξενο τόσους αιώνες και με τόση τεχνολογία να μην έχουν μπορέσει οι άνθρωποι να ανακαλύψουν με βεβαιότητα (κι ούτε οι αρχαιολόγοι και οι ομηριστές φιλόλογοι) τον τόπο καταγωγής του Ομήρου (ή πού γράφτηκαν, επίσης, τα έπη!).
Ποιον χαρακτήρα της ομηρικής Οδύσσειας να ξεχωρίσουμε γι’ αυτό καθεαυτό το ήθος του, από αυτούς που με τόση μαεστρία έφτιαξε ο Ομηρος -τον Εύμαιο, τον Λαέρτη, τη Ναυσικά, την Αρήτη, μήπως και ο πιστός σκύλος Αργος δεν συγκινεί τον αναγνώστη!
Στην Οδύσσεια έχεις την εντύπωση ότι ο ομώνυμος πρωταγωνιστής ήρωας είναι ως τρόπον τινά…. “παντοκράτορας Λόγος” που πρέπει να αφιχθεί στις ακτές της Ιθάκης για να επιβληθεί ως διά μαγείας η απόλυτη τάξη, η “θεϊκή και ανθρώπινη”. Πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι αυτό η επιτυχία του οποίου αποδίδεται στον τυφλό ποιητή!
Σ’ έναν κόσμο θεών και ανθρώπων, ο άνθρωπος να είναι ο “αποχρώντας λόγος”, ένας θνητός, μια φύση ατελής και πεπερασμένη – να είναι αυτός το επίκεντρο και όχι οι θεοί οι έχοντες την εξουσία να καθορίσουν τη μοίρα! Και παράλληλα αυτό να μη φαίνεται σαν ύβρη στον αναγνώστη, στα μάτια του αναγνώστη. Αρμονικά συνυπάρχει ο Οδυσσέας με τους θεούς στην Οδύσσεια.
Ζηλεύουμε μέχρι ταυτίσεως (μαζί του) τον Οδυσσέα, που φτάνει στη Σχερία -στους Φαίακες- ταλαιπωρημένος, κουρασμένος και γερασμένος, αλλά ζωντανός, προκειμένου να αρχίσει σταδιακά η “επανενθρόνισή” του στη δόξα και στην εξουσία, η επανάκτηση της ταυτότητάς του στον κόσμο και της περιούσιας του.
Ο “νόστιμος ύπνος” του, κατά το θαλάσσιο ταξίδι Σχερία – Ιθάκη που του προσφέρουν οι Φαίακες “συν δώροις” δεν παύει να έχει αισθητική συμμετοχή κι αυτός στο έργο να είναι κι αυτός εργαλείο στα χέρια του ποιητή για τους σκοπούς του, τους ποιητικούς και καλλιτεχνικούς· να συμμετέχει στην οικονομία της πλοκής, τη διατήρηση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη και της αγωνίας του: «νήδυμος, νήγρετος και θανάτω άγχισται εοικώς» (γλυκός, αξύπνητος, τόσο παρόμοιος με τον θάνατο).
Δικαιώνονται αυτοί που λένε ότι ο πολιτισμός κράτησε την ενότητα (πολιτιστική και άλλη) αυτής της χώρας, παρά τους κατακτητές και τις άλλες μεταβολές· όταν ο λαός βιώνει τη δημιουργία, συμμετέχει σ’ αυτήν, την παίρνει στα χέρια του και με δική του ευθύνη τη διαφυλάττει, τότε ζυμώνεται μ’ αυτήν, όταν είναι δε και του επιπέδου των ομηρικών επών. «Η πολιτιστική ιστορία της Ελλάδας ξεκινά από την συρραφή και καταγραφή δημοτικών ασμάτων γύρω απ’ τον Τρωικό πόλεμο (Ομηρικές ραψωδίες)» (από το βιβλίο Ιάσωνα Ευαγγέλου “Αισθητική και Τέχνη”, εκδόσεις Σαββάλας, 1997).
Ξέρουμε τι είναι η λαογραφία, η δημοτική παράδοση, η άμεση καταγωγή (ουσιαστικά) της νεοελληνικής γλώσσας από την αρχαιοελληνική και φυσικά και την ομηρική. Μια που είπαμε για δημοτικά τραγούδια, οφείλουμε να ξέρουμε την αξία τους. Είναι σημαντικό μέρος της λαογραφίας. Με τα δημοτικά άσματα που αποτέλεσαν τις ομηρικές ραψωδίες του 8ου αι. π.Χ. ζυμώθηκε ο ελληνικός λαός μέχρι τη συστηματική συλλογή και καταγραφή τους από τον Πεισίστρατο τον 6ο αι. π.Χ. (βλέπε και προηγούμενη αναφορά).
Ο λαός αυτός, συνεπώς, οφείλει να αγκαλιάσει τη δημοτική του παράδοση, να τη διατηρήσει και να την εμπλουτίσει, γιατί αυτή εγγυάται την ιστορική του συνέχεια και την επιβίωσή του, ας τη δει κι ως την αυτογνωσία του, να μην την παραμερίσει.
Υπάρχει πιο ευχάριστος, απλός και εύκολος τρόπος να καλλιεργήσει κανείς τον νου του, πιο άμεσος (χειροπιαστός) και προσιτός από τη δημοτική παράδοση, τη λαογραφία; Κι είναι αναγκαία αυτή η πνευματική καλλιέργεια, αφού «ο Θεός τον νουν φως ανήψεν τη ψυχή» (Αριστοτέλης).
Πολύ δελεαστικά περιγράφει το δημοτικό τραγούδι σε ένα απόσπασμα του ανωτέρω αναφερθέντος βιβλίου του ο Ιάσων Ευαγγέλου (Αισθητική και τέχνη): «Στο δημοτικό τραγούδι καθρεφτίζεται ο εθνικός μας χαρακτήρας, η ευαισθησία, η ιδιοφυΐα και ο πνευματικός πολιτισμός του λαού μας. Καθρεφτίζεται ακόμα η φιλοπατρία, η αγωνιστικότητα, το φιλότιμο, η λεβεντιά, ο ηρωισμός και η θυσία σε εμπόλεμους καιρούς. Το ιστορικό παρελθόν περνάει μέσα από τους στίχους του σαν μια πνοή δυνατή, που όχι μόνο συγκινεί, αλλά και οδηγεί. Και είναι τα τραγούδια αυτά φορτωμένα με πολλές λογοτεχνικές αρετές, όπως απλότητα, χάρη, σαφήνεια, πρωτοτυπία, φραστική δύναμη, συντομία, δραματικότητα και λυρικότητα, ζωντανό ύφος, ζωηρή περιγραφή, ανεπιτήδευτη φυσικότητα, έξαρση της λεπτομέρειας, συμβολισμούς και παρομοιώσεις, γλωσσοπλαστική συνδετική δύναμη, λαϊκή θυμοσοφία (γνωμικές αποκρυσταλλώσεις), περιγραφική δεινότητα, πλούσια εικονοπλασία, λιτή διατύπωση με λέξεις φορτισμένες συναισθηματικά, πλούτο φαντασίας, μυθοπλαστική δύναμη, επισήμανση των μεγάλων ανθρωπιστικών αξιών (ευσπλαχνία, αγάπη, αξιοπρέπεια, λεβεντιά, ειλικρίνεια, πάθος για λευτεριά κ.ά.), ικανότητα υποβολής κ.ά.
Πηγές
http://diskopolis.gr/
https://www.haniotika-nea.gr/