Προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

Προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού

«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον Κόσμον, ώστε «τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας «ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχή «ζωήν αιώνιον». (Ιωαν. 3. 16).

Εδώ εις τας ολίγας αυτάς λέξεις του Ευαγγελίου, το οποίον αναγινώσκεται κατά την σήμερον Κυριακήν, ήτις συμπίπτι προ της εορτής του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, εις το σύντομον αυτό εδάφιον του Γ’. κεφαλαίου του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον», έχομεν εν επιτομή όλην την Αγίαν Γραφήν εδώ συγκεφαλαιούται το όλον του Ευαγγελίου.

Εδώ τρόπον τινά περιλαμβάνεται της Χριστιανικής θρησκείας όλη η ουσία, καθ’ ην η Χριστιανική θρησκεία διακρίνεται όλων των άλλων θρησκειών, ως θρησκεία κατ’ εξοχήν της αγάπης, ως θρησκεία έχουσα Θεόν, όστις είναι αγάπη «ο Θεός αγάπη εστί (Α’. Ιωαν. 43,8).

Εδώ κείται ο θεμέλιος λίθος της ημετέρας πίστεως, εφ’ ον στηρίζεται η αλήθεια των αληθειών, η οποία δια της ενσάρκου οικονομίας του υιού του Θεού απεκαλύφθη εις όλον το ανθρώπινο γένος, η αλήθεια έκείνη, ήτις αποκαλύπτει τα βάθη της σοφίας και της γνώσεως και τον πλούτον της αγάπης του Θεού, και η οποία, ουδέν πλέον και ουδέν έλαττον, διδάσκει, ει μη ότι ο Θεός ηγάπησε τον άνθρωπον τον αμαρτωλόν περισσότερον του μονογενούς και αγαπητού υιού του, και χάριν της αγάπης ταύτης προς ένα αμαρτωλόν, ένοχον, κατάδικον, αποστάτην, υβριστήν, φονέα, εθυσίασε, τον υιόν του, τον αγαπητόν του Μονογενή τον αθώον και Πάναγνον Υιόν του ίνα σωθή και μη απολεσθή ο άνθρωπος, το εξαίρετον και τελειότατον τούτο δημιούργημα του Θεού, «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον ».

Εδώ εν τω εδαφίω τούτω έχομεν εν μικρογραφία παν ότι επιθυμούμεν να γνωρίζωμεν περί της Χριστιανικής ημών θρησκείας, διότι εδώ έχομεν όλοι εκείνο, το οποίον αποτελεί τον πυρήνα και το κέντρον των μεγάλων και σωτηρίων αληθειών, αίτινες δια του Ιησού απεκαλύφθησαν εις τους ανθρώπους και των οποίων την επιτομήν και ανακεφαλαίωσιν δια τόσον ολίγων αλλ’ αθανάτων και αθανάτους αληθείας περιεχουσών λέξεων εδίδαξεν ο Ιησούς κατά πρώτον εν τη σπουδαία εκείνη συνομιλία του με τον επίσημον εκείνον νομοδιδάσκαλον του Ισραήλ, τον’ Αρχοντα των Ιουδαίων, τον εκ των επισήμων Φαρισαίων Νικόδημον, όστις καίτοι εκ των διδασκαλιών και των θαυμαστών έργων του ελέους και της αγάπης του Ιησού είχε πεισθή, ότι αυτός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας και απεφάσισε σταθερώς να προσέλθη προς τον Σωτήρα, όμως φοβούμενος δημοσία να πράξη τούτο «ίνα μη αποσυνάγωγος γένηται », προσήλθε κρύφα νύκτωρ προς τον διδάσκαλον των διδασκάλων και έζήτησε να μάθη και ερευνήση την αλήθειαν των αληθειών, ήτις απετέλει το κέντρον της διδασκαλίας του, τον πυρήνα του έργου του και την μικρογραφίαν τρόπον τινά του προσώπου του περί ου και προς ον ο Νικόδημος είπεν « Ραββί οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος» ( Ιωαν. 3,2) και ο Ραββί ούτος τω απεκάλυψε την υψίστην ταύτην αλήθειαν «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός».

Εδώ έχομεν, ως είπον ανωτέρω, ευσεβείς μου αναγνώσται, παν ό,τι ποθούμεν και ημείς να γνωρίζωμεν ως και ο Νικόδημος περί της ημετέρας πίστεως και της δι΄ αυτής σωτηρίας των αθανάτων ημών ψυχών. Και ίνα τούτο μη διολισθήση εις την επιφάνειαν της διανοίας μας, αλλά πέση εις τα βάθη των αθανάτων ημών ψυχών, ως συνέβη και εις τον Νικόδημον, έπρεπε να ερμηνεύσω προς υμάς όλην την περί αναγεννήσεως πρώτην και θαυμαστήν ταύτην ομιλίαν του Ιησού προς τον Νικόδημον · αλλ’ επειδή τούτο είναι έργον υπέραντλον, περί του οποίου και άλλοτε θα λάβωμεν ή ημείς ή άλλος συνεργάτης αφορμήν και πολλάκις ίσως να λαλήσωμεν εν τω « Ιερώ Πολυκάρπω » δια τούτο σήμερον παραπέμπων υμάς να μελετήσετε ολόκληρον το Γ’. κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εγώ θ’ αρκεσθώ όπως προσελκύσω τας ψυχάς υμών, ίνα εμβαθύνωσι εις το τόσον σπουδαίους λόγους περιλαμβάνον τούτο εδάφιον «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον κ.τ.λ. διηγούμενος προς υμάς ιστορίαν, ήτις έστω και ωχρώς, αλλ’ όμως επαρκώς δίδει σαφή ιδέαν της εν τω εδαφίω τούτω περιεχομένης αληθείας, ως είπον, των αληθειών περί του πόσον ηγάπησε, και πόσον εξ αγάπης υπέφερε και εις οίαν εξ αγάπης θυσίαν προέβη ο Θεός υπέρ ημών, και η οποία ιστορία αρπάζει και ημάς εκ του τραχήλου και μας περισφίγγει και μας αναγκάζει να σκεφθώμεν σοβαρώς τι και ημείς χρεωστούμεν απέναντι της αγάπης ταύτης, ην ο θεός ηγάπησεν ημάς.

Εις τινα πόλιν έζων δύο άδελφοί· ο νεώτερος έζη βίον άσωτον και αμαρτωλόν. Ο πρεσβύτερος ήτο άνθρωπος ευσεβής, χρηστός και ενάρετος. Συχνότατα συνεβούλευε τον νεώτερον ο πρεσβύτερος, και μετά δακρύων τον ικέτευε ν’ αφήση τον αμαρτωλόν και άσωτον βίον · αλλ’ ο νεώτερος εβυθίζετο οσημέραι βαθύτερον εις την αμαρτίαν, την οποίαν εφαίνετο μη δυνάμενος να χορτάση.

Κατά μίαν βαθείαν και σκοτεινήν νύκτα, οπότε ο μεν νεώτερος διεσκέδαζεν εν ασωτία και παραλυσία, ο δε πρεσβύτερος ενθέρμως προσευχόμενος προς τον Θεόν περί της σωτηρίας του αδελφού του, ηγρύπνει και ανέμενεν αυτόν πότε να επανέλθη εις τον οίκον, περί το μεσονύκτιον ηκούσθησαν ορμητικά και επανειλημμένα κτυπήματα εις την θύραν του οίκου του· ο πρεσβύτερος έδραμε ν’ ανοίξη και βλέπει τον νεώτερον άδελφόν του ορμώντα και εισερχόμενον χλωμόν, τεταραγμένον τρέμοντα με ενδύματα στάζοντα αίμα, και παρακαλούντα τον πρεσβύτερον, « σώσον με, αδελφέ μου, κρύψον με εις ασφαλές μέρος, με καταδιώκουν· εσκότωσα άνθρωπον · ιδού το αίμα του, το οποίον βλέπεις»… πού να τον κρύψη δια να μη τον εύρωσι ! Χωρίς να το συλλογισθή πολύ τω είπε: αδελφέ δος μοι τα καθημαγμένα φορέματά σου, λάβε και ενδύθητι την ιδικήν μου καθαράν στολήν και κρύφθητι εις το σκοτεινόν εκείνο δωμάτιον »…

Δεν είχον παρέλθη πολλαί στιγμαί, και ηκούσθησαν ορμητικά πάλιν κτυππήματα εις την θύραν και εισήλθε πλήθος αστυνομικών υπαλλήλων εν τω οίκω «εδώ εισήλθεν ο φονεύς λέγει ο εις· εδώ ακριβώς επανέλαβεν άλλος, άλλως τε η κατοικία αύτη από πολλού χρόνου είναι υπό επιτήρησιν ». Επλησίασαν οι αστυνόμοι τον πρεσβύτερον αδελφόν, όστις μόνος επαρουσιάσθη, τον παρετήρησαν ατενώς από κεφαλής μέχρι ποδών και τον ηρώτησαν «είσαι συ ο φονεύς ;». Εκείνος εσιώπησε. Τι ερωτάτε αν είναι ο φονεύς, δεν βλέπετε την αιματωμένην ενδυμασίαν του είπον άλλοι, δέσατε τας χείρας και σύρατε αυτόν εις την φυλακήν διέταξεν ο αρχηγός. Τον απήγαγον, χωρίς ούτος να θέληση να προφέρη λέξιν.

Ετέθη αμέσως υπό αυστηράν ανάκρισιν, αλλ’ αυτός δεν απεκάλυπτε τίποτε. Εδικάσθη κατά νόμον και κατεδικάσθη, διότι όλα τα τεκμήρια ότι αυτός ήτο ο φονεύς από της σιωπής του μέχρι της αχνιζούσης από θερμόν αίμα φονευθέντος ανθρώπου ενδυμασίας του εμαρτύρουν περί της ενοχής του. Μαρτύρων ανάγκη ότι αυτός ήτο ο φονεύς δεν υπήρχε. Πλην οι δικασταί δια τελευταίαν φοράν τον ηρώτησαν : «επιθυμείς και έχεις να είπης τι προς δικαιολογίαν σου»; Και εκείνος μετά φωνής σταθεράς και αποφασιστικής απήντησε «δεν επιθυμώ και ουδέν έχω να είπω », και έκυψε την κεφαλήν του πάλιν σιωπών, φοβούμενος μήπως οι οφθαλμοί ή οι λόγοι του προδώσωσι την αθωότητά του· ως ήτο επόμενον, κατεδικάσθη εις θάνατον.

Την παραμονήν της ημέρας της εκτελέσεως της θανατικής ποινής ο κατάδικος απροσδοκήτως ωμίλησεν. Εκάλεσε τον Διευθυντήν των φυλακών παρ’ εαυτώ και τω είπε: «Λάβετε την καλωσύνην να εκπληρώσητε μίαν ταπεινήν παράκλησιν θνήσκοντος ανθρώπου. Δότε μοι χάρτην, ίνα γράψω γράμμα και δότε μοι ιεράν ενώπιον Θεού υπόσχεσιν ότι δεν θ’ άποσφραγίσητε το γράμμα μου μέχρι του θανάτου μου, και μετά τον θάνατόν μου ότι θα το αποστείλητε προς ον διευθύνεται. Να είσθε δε βέβαιος ότι ουδεμία κακή πρόθεσις κρύπτεται εν τη πράξει μου ταύτη».

Ο Διευθυντής των φυλακών, παρατηρήσας το πρόσωπον του καταδίκου, όστις ήτο τόσον ήσυχος και πραΰς, και εις το πρόσωπόν του έλαμπε φως ζωηρόν και υπερκόσμιον, δεν ετόλμησε ν’ αρνηθή την χάριν ταύτην εις τον ένοχον, του οποίου η ψυχή εφαίνετο ωσάν να είχε χυθή όλη εις την παράκλησιν και επιθυμίαν του εκείνην.

Ο κατάδικος, αφ’ ου την νύκτα έγραψε την επιστολήν, αφ’ ου γονυκλινής επί μακρόν προσηυχήθη, εκοιμήθη ήσυχος και ατάραχος· εξημέρωσε και τον ωδήγησεν εις το ικρίωμα και την λαιμητόμον. Εκεί εστάθη σοβαρός και ωσάν να ίστατο εις το κατώφλιον της αιωνιότητος, βλέπων εις άλλον κόσμον, πάλιν προσηυχήθη ατάραχος και μετ’ ολίγα λεπτά ο δήμιος εξετέλεσε το χρέος του και όλα ετελείωσαν.

Απεσταλμένος του Διευθυντού των φυλακών με εσφραγισμένον το γράμμα εκείνο έκρουσε την θύραν της κατοικίας των δύο αδελφών. ’νθρωπος νέος με χλωμόν, τεταραγμένον και περίφοβον πρόσωπον έλαβε το γράμμα, ητένισεν επ’ αυτού ως παραζαλισμένος και έπειτα αποσυρθείς κατά μόνας το απεσφράγισε, το ανέγνωσε, και… κραυγή άλγους και στεναγμού βαθυτάτου εξέφυγεν εκ του στήθους του. Ώρμησεν εις την θύραν ως παράφρων, έτρεμεν όλος, και ωλοφύρετο γοερώς…

Τι ήτο γεγραμμένον εν τη επιστολή; όχι πολλαί γραμμαί, μόνον μερικαί λέξεις: Ιδού αυταί : « Αύριον εγώ με την ιδικήν σου ενδυμασίαν και δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου. Μόνον προς ανάμνησίν μου σε ικετεύω ον με την ιδικήν μου ενδυμασίαν να ζήσης πλέον δικαίως και χρηστώς ».

Δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου· αι λέξεις αύται εξύπνησαν από της νάρκης τον νεώτερον αδελφόν και εισέδυσαν εις τα έγκατα της καρδίας του της παγωμένης και απολιθωμένης πρότερον από της αμαρτίας και ύστερον από του φόβου. Αμέσως ανεγεννήθη και εφώναξεν αποθνήσκει υπέρ εμού:’ Ισως δεν απέθανεν ακόμη!» και ώρμησεν έξω της θύρας, και διηυθύνθη δρομέως εις τας φυλακάς προς σωτηρίαν τοϋ αδελφού του. Εζήτει να ίδη επιμόνως τον Διευθυντήν των φυλακών και τόσον ικέτευε χύνων δάκρυα θερμά, ώστε τον ωδήγησαν προς τον Διευθυντήν οι φύλακες. Ότε δε ούτος είδε το γράμμα και ενεθυμήθη την επιθανάτιον παράκλησιν, το ήρεμον βλέμμα, την σοβαράν σιωπήν, την θερμήν προσευχήν του καρατομηθέντος, δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και τους λυγμούς του και εν μεγάλη συγκινήσει έφερε και το γράμμα και τον νεώτερον αδελφόν προς τους δικαστάς. Εκεί ούτος ωμολόγησε τα πάντα τον παρελθόντα άσωτον και αμαρτωλόν βίον του, το πρόσφατον έγκλημα, την αλλαγήν της ενδυμασίας, την αγάπην του αδελφού, ούτινος το γράμμα εν μέσω λυγμών ανέγνωσε, και ετελείωσε με την προς τους δικαστάς ικεσίαν : «θανατώσατε και εμέ, εμέ τον ένοχον περιπλέον και του φόνου του αδελφού μου»… Αλλά προ των οφθαλμών των δικαστών η επιθανάτιος εντολή του καρατομηθέντος αδελφού ότι αποθνήσκει υπέρ του αδελφού του, ήτο ιερά, και δεν ετόλμησαν να την παραβιάσωσι. Τηλικαύτη θυσία να χαθή ανωφελώς! Ητένιζον και αυτοί δακρύοντες προς τον ένοχον εκείνον, όστις υπήρξε το αντικείμενον τόσης αγάπης εκ μέρους του αδελφού του, και έκριναν παμψηφεί ότι ου μόνον να θανατώσωσιν αυτόν δεν είχον δικαίωμα, αλλ’ ουδέ να τον συλλάβωσι καν. Με την επιστολήν εις τας χείρας επέστρεψεν εκείνος εις την κατοικίαν του, και εκεί με κατεσπαραγμένην καρδίαν ανεφώνησε προς τον Θεόν, εξέχεε την άφατον θλίψιν του, και έδωκε την ειλικρινή μετάνοιαν και εξομολόγησίν του ενώπιόν Του.

«Θεέ μου, έλεγε μετά δακρύων, δεν αφήκες εγώ ν’ αποθάνω υπέρ της αμαρτίας μου, άλλος απέθανεν υπέρ εμού. Βοήθησόν μοι νυν κατά της αμαρτίας μου, και δος μοι αξίως να φορώ την ενδυμασίαν του υπέρ εμού αποθανόντος, και μηδέποτε κηλιδώσω αυτήν πλέον».

Από του καιρού εκείνου οι άνθρωποι δεν τον ανεγνώριζον πλέον· ήτο ο τύπος του εναρέτου Χριστιανού, οι πρώην κακοί σύντροφοί του πολλάκις και πάλιν προσεπάθησαν να τον καταπείσωσι να τους ακολουθήση… αλλ’ εις πάντας τούτους έδιδεν αποφασιστικώς μίαν απάντησιν «Με αυτήν την ενδυμασίαν του αδελφού μου δεν είναι πλέον δυνατόν να σας ακολουθήσω. Ο αδελφός δεν εγνώριζεν αυτούς τους δρόμους και αυτήν την ζωήν».

Έζησεν άγιον και χριστιανικόν βίον, χωρίς να ρυπάνη την στολήν του αδελφού του ποτέ, και αποθανών ενεταφιάσθη με αυτήν την ενδυμασίαν, πρότυπον εναρέτου πολίτου.

Η ιστορία, αναγνώσταί μου, έτελείωσεν · αλλ’ η έννοιά της δεν τελειώνει εδώ. Η διήγησις αύτη είναι η ιστορία του αποθανόντος υπέρ ημών πρωτοτόκου «εν πολλοίς αδελφοίς αδελφού μας Ιησού, όστις ουκ επαισχύνεται αδελφούς ημάς καλείν » ( Εβρ, 2,12). Απέθανεν υπέρ ημών, και απέθανεν εξ αγάπης προς ημάς· έλαβε την ημετέραν στολήν, ενεδύθη την ρυπαράν και καθημαγμένην εκ της άμαρτίας ενδυμασίαν των ενόχων ημών, και ενέδυσεν ημάς την άφθαρτον και ακηλίδωτον στολήν του· και με την ιδικήν μας ενδυμασίαν την μολυσμένην και κηλιδωμένην υπό των αμαρτιών μας ωδηγήθη άφωνος ως πρόβατον επί σφαγήν, απέθανεν υπέρ ημών, ίνα ημείς όσοι Χριστόν ενεδυσάμεθα, περιβεβλημένοι τον χιτώνα της αγνότητος και αφθαρσίας, ζώμεν αγνώς και οσίως και δικαίως ως άμωμα και καθαρά τέκνα του Θεού, και κοινωνοί θείας φύσεως κατασταθώμεν.

Το γράμμα το οποίον μας απέστειλεν ο επιθανάτιος αδελφός μας λέγει «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον·» ημείς τι θα είπωμεν εις απάντησιν του γράμματος τούτου: «Ενεδύθημεν τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα ( Εφέσ. 4,24); [+ Ο Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ‘ Ετος 1911]

 

Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, Ο άγιος Χρυσόστομος, ο άγγελος της εν Σμύρνα Εκκλησίας, εκδ. Πνοή, Κόρινθος 1972, σελ. 102-106

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like