Κοινοποιείστε το άρθρο
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας»
Η ερμηνεία της εικόνας της Σταυρώσες, του Θεολόγου, Παν. Α. Ανδριόπουλου
Στο βάθος της εικόνας φαίνεται το τείχος της Ιερουσαλήμ, γιατί ο Χριστός “έξω της πύλης έπαθε” (Εβρ. ιγ΄ 12). Στο κέντρο της σύνθεσης ο Χριστός γυμνός πάνω στο Σταυρό, φέρει μόνο “περίζωμα περί την όσφυν”, δηλ. ένα άσπρο, συνήθως, πανί τυλιγμένο στη μέση Του. Νεκρός, με κλειστούς οφθαλμούς και γυρτό ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά.
Από τους αγιογράφους υπερτονίζεται το σώμα Του εντελώς σκελετωμένο από την κακοπάθεια, με τα χέρια απλωμένα και με ανοικτές τις παλάμες, “ως να προσεύχεται … και ωσάν να ανοίγη τας αγκάλας του προς όλους τους ανθρώπους” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.174). “Οι δε πόδες σμικτοί, με τα γόνατα ολίγον διπλωμένα, πατούν επάνω εις εν σανίδιον ως υποπόδιον … Κάποιοι σημερινοί ζωγράφοι ζγραφίζουν τους άχραντους πόδας του Κυρίου τον ένα επί του άλλου, καρφωμένους με εν και μόνον καρφίον, και τούτο το πράττουν κακώς, κατά μιμησιν κάποιων ζωγράφων της Δύσεως” (Φ. Κόντογλου, οπ.π., σ.174). Από τα χέρια και τα πόδια του Χριστού τρέχουν αίματα, ενώ από την λογχισμένη πλευρά Του αίμα και ύδωρ.
Η εντύπωση που δίνει ο Χριστός δεν είναι ότι πέθανε, αλλά ότι κοιμάται (“Εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος” – Κοινωνικό Μ. Σαββάτου). Είναι σαν βασιλιάς πάνω στο θρόνο Του (πρβλ. το εξαποστειλάριον του Πάσχα “Σαρκί υπνώσας ως θνητός, ο Βαιλεύς και Κύριος…”). Γι’ αυτό και ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης παρατηρεί: “.. εις το πρόσωπον του Κυρίου πρυτανεύει το βασιλικόν μεγαλείον (το μεγαλείο του συγκρατημένου πάθους)” (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.135). Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και η πινακίδα με την επιγραφή που υπάρχει πάνω από το κεφάλι του Χριστού γράφει: ΟΒΣΛΤΔΞΣ δηλ. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ και όχι τα αρχιγράμματα Ι.Ν.Β.Ι. (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων) τα οποία έγραψαν οι ασεβείς σταυρωτές του Κυρίου για να τον χλευάσουν.
Οι δυο ληστές
Κατά την διήγηση των ευαγγελιστών ο Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο ληστές. “Και ο μεν δίκαιος ληστής ευρίσκεται εκ δεξιών του Κυρίου, έχει την όψιν ήμερον και παρακαλεστικήν, βλέποντας προς τον Χριστόν, με μαύρα και ολίγα γένεια, όπως του Χριστού, και με φωτοστέφανον γύρω εις την κεφαλήν Του, όπως οι άγιοι, καθ’ όσον εσώθη με την μετάνοιαν, λέγοντας εις τον Χριστόν “Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου” (Λουκ. κγ΄ 42).
Ο δε κακός ληστής, οπού είναι σταυρωμένος εξ αριστερών του Κυρίου, έχει την όψιν ηγριωμένην (αλλού όμως ο Κόντογλου παρατηρεί “ότι εις την Ορθόδοξον εικονογραφίαν … οι λησταί δεν έχουσι κακούργον όψιν … ο κακός ληστής εις την σταύρωσιν, παρίσταται νέος αμούστακος … τούτο φανερώνει το ανεξίκακον, αθεάτριστον και ξένον πάσης ανιέρου εμφάσεως πνεύμα της αγιογραφικής τέχνης” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.411)), με μαλλιά ακατάστατα και με το σώμα συστερφόμενον, φαίνεται δε ωσαν να λέγη εις τον Χριστόν· “Ει συ ει ο Χριστός, σωσον σεαυτόν και ημάς” (Λουκ. κγ΄ 39). Εις πολλάς εικόνας οι λησταί δεν είναι καρφωμένοι εις τους σταυρούς, αλλά μόνον δεμένοι με σχοινιά από τας χείρας και τους πόδας, ο δε αμαρτωλός ληστής εικονίζεται γυρισμένος με την πλάτην” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176)
Η Θεοτόκος
Στα δεξιά του Χριστού στέκεται η Παναγία όρθια ατενίζοντας τον Υιόν της. Με το αριστερό χέρι στο μάγουλό της φαίνεται να συγκρατεί την εκδήλωση του πόνου που την κυριεύει, ενώ το δεξιό χέρι είναι ανοικτό σε σχήμα ικεσίας. Η μορφή της Παναγίας αποπνέει βαθιά πνευματικότητα. Κατά τον Γεώργιο Νικομηδείας (Θ΄ αι.) η Θεοτόκος “τω πάθει κοσμίως και ουκ αγενώς προσωμίλει” (Migne, P.G., τ.100, στ. 1485 D). “… θερμοτάτοις μεν κατέλουε δάκρυσιν” (το σώμα του Κυρίου) όμως “πραεία φωνή και συμπαθεστάτοις προσεφθέγγετο ρήμασιν …” (Γεώργιος Νικομηδείας, οπ.π., στ. 1488).
Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη την οποία αποτυπώνει ο υμνογράφος της Μ. Παρασκευής σ’ ένα απόστιχο των αίνων. Η Παρθένος παρά τω σταυρώ “ανέκραζε γοερώς … οδυρόμενη μητρώα σπλάγχνα … παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα … και το στήθος τύπτουσα” (Τριώδιο). Αυτή η εκδοχή, ιδιαίτερα προσφιλής στους λαϊκούς θρήνους της Μ. Παρασκευής, θα προσδώσει αργότερα -κυρίως στην Παλαιολόγεια εποχή- έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, καθώς οι αγιογράφοι θα παριστάνουν την Παναγία να θρηνεί και στο τέλος να λιποθυμά.
Όμως οι παραστάσεις αυτές “δεν έχουν τον χαρακτήρα δουλικής μιμήσεως της φυσικής πραγματικότητος -δηλ. αναπαραστάσεως των γεγονότων ον τρόπον εδίδαξεν η Αναγέννησις-, διότι οι ζωγράφοι κατώρθωσαν τον ρεαλισμόν αυτών όλως να εξευγενίσουν και να υποτάξουν εις το γενικώτερον υπερβατικόν κλίμα των συνθέσεών των …” (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.139). Η Θεοτόκος πάντως, άσχετα από το μέγεθος της λύπης της, δεν παύει να πιστεύει στη θεότητα του Υιού της, ο οποίος της λέει κατά τον υμνωδό: “Μη εποδύρου μου Μήτερ … αναστήσομαι γαρ και δοξασθήσομαι” (θ΄ ωδή Κανόνος Μ. Σαββάτου).
Ο Ιωάννης ο Θεολόγος
Ο Ιωάννης, νέος αγένειος και σγουρομάλλης, που στέκεται αριστερά του Σταυρού, είναι μορφή πιο ανοιχτή, περισσότερο ανθρώπινη. Η στάση του εκφράζει φόβο και αγωνία, “με γυρτήν την κεφαλήν και με όψιν περιώδυνον, βαστώντας με το δεξιόν χερι το μάγουλόν του (σε κάποιες παραστάσεις το δεξί χέρι του Ιωάννου είναι στο στήθος του, ενώ σπάνια κρατεί ευαγγέλιο (βλ. την τοιχογραφία της S. Maria Antiqua στη Ρώμη, αλλά και ελεφαντοστό με τη Σταύρωση της Μονής Διονυσίου. Βλ. επίσης την Σταύρωση στον Αγ. Μάρκο της Βενετίας – περίκλειστο σμάλτο: Γ. Αντουράκη, Χριστιανική Ζωγραφική, σ. 271)), και το αριστερόν αφήνοντάς το να πέση κάτω” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176).
Ο Ιωάννης στέκει κοιτώντας μπροστά του και όχι τον Χριστό, όπως κάνει η Παναγία. “Διανοείται περισσότερο το Άγιο Πάθος, ενώ αντιθέτως η Παναγία το ζει, πονάει για το παιδί της και γι’ αυτό έχει τη διάθεση να κινηθεί προς αυτό, ενώ ο θεολόγος δεν την έχει. Δείχνει μόνο τη διάθεση να στρίψει προς τον Εσταυρωμένο και να αναβλέψει προς αυτόν” (Π.Α.Μιχέλη, Η αισθητική της Βυζ. Τέχνης, σ.201). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ενώ στις παραστάσεις της Σταυρώσεως ο ευαγγελιστής Ιωάννης εικονίζεται συνήθως απέναντι στην Παναγία, σε μερικές περιπτώσεις ιστορείται μαζί με την Θεοτόκο αριστερά -ως προς τον θεατή- του Εσταυρωμένου.
Ο εκατόνταρχος
Πίσω από τον Ιωάννη εικονίζεται ο εκατόνταρχος (ο κατά την παράδοση μετέπειτα Άγιος Λογγίνος) με την στρατιωτική του πανοπλία. Ο εκατόνταρχος παριστάνεται σε ανδρική ηλικία με μαύρο στρογγυλό γένι, έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο μ’ ένα μαντήλι και γυρισμένο με πίστη προς τον Χριστό, σα να φωνάζει “Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν” (Λουκ. 23,47). Το κεφάλι του φέρει φωτοστέφανο (βλ. Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.176). Γιατί εκτός από την αθωότητα του Χριστού, ο εκατόνταρχος ομολόγησε και την θεότητά Του: “αληθώς Θεού υιός ην ούτος” (Ματθ. κζ΄ 55). Αυτήν ακριβώς την ομολογία δηλώνει το υψωμένο σε θέση ευλογίας δεξί χέρι του εκατόνταρχου, στο ύψος του μετώπου του, σα να θέλει να το σταυρώσει.
Ο Κρανίου τόπος
Ο Χριστός σταυρώθηκε “εις τον λεγόμενον Κρανίου τόπος, ος λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά” (Ιω. ιθ΄ 17). Στην εικόνα λοιπόν της Σταυρώσεως, κάτω από την βραχώδη κορυφή του Γολγοθά, που απεικονίζεται ως σπήλαιο πάνω στο οποίο είναι στημένος ο Σταυρός του Κυρίου, διακρίνεται, μέσα στο σπήλαιο, ένα κρανίο. Πάνω στο κρανίο αυτό στάζει το αίμα που πηγάζει από τα πόδια του Χριστού. Κατά μια αρχαία παράδοση που διασώζει πρώτος ο Ωριγένης, το κρανίο αυτό είναι το κρανίο του Αδάμ, ο οποίος πέθανε και θάφτηκε στον Γολγοθά (βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ματθαίον, ΒΕΠΕΣ 14, 390).
Την εκδοχή αυτή υιοθετεί και ο ιερός Χρυσόστομος ο οποίος μάλιστα ερμηνεύει και θεολογικά την παράδοση αυτή: “Τινές φασιν εκεί τον Αδάμ τελευτηκέναι και κείσθαι, και τον Ιησούν εν τω τόπω, ένθα ο θάνατος εβασίλευσεν, εκεί και το τρόπαιον στήσαι. Και γαρ τρόπαιον εξήει βαστάζων τον σταυρόν κατά της του θανάτου τυραννίδος” (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το κατά Ιωάννην Ομιλία πε΄, στη σειρά Άπαντα των αγίων πατέρων, τ.75, σ.373). Έτσι το αίμα του Κυρίου καθαρίζει και εκπλύνει τις αμαρτίες του γένους των ανθρώπων, του οποίου γενάρχης υπήρξε ο Αδάμ.
Εξ άλλου, κατά τον Ι. Αυγουστίνο, το όνομα του γενάρχη, έτσι όπως γράφεται με τα ελληνικά γράμματα ΑΔΑΜ, περιέχει τα αρχικά των σημείων του ορίζοντα (Α-νατολή, Δ-ύσις, Ά-ρκτος, Μ-εσημβρία), πράγμα που σημαίνει ως αυτός εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος ανά τους αιώνες, και επομένως πρώτος δέχεται το λυτρωτικό αίμα του Χριστού που αφορά σε όλους τους ανθρώπους (βλ. Κ. Καλοκύρη, Εορταί δώδεκα, ΘΗΕ, τ.5, στ. 752).
Την όλη παράσταση της Σταυρώσεως συμπληρώνουν ο ήλιος και η σελήνη που ζωγραφίζονται δεξιά και αριστερά του Σταυρού αντίστοιχα (στο πάνω μέρος της εικόνας), και αντιπροσωπεύουν τον ορατό κόσμο που έφριξε βλέποντας την Σταύρωση του Δημιουργού. Ζωγραφίζονται δε σε σχήμα ανθρωπίνων προσώπων, “ο μεν ήλιος με χρώμα κόκκινον αιματώδες, η δε σελήνη στακτόχρους, με τας ακτίνας γυρισμένας προς το μέρος του Χριστού, εις σημείον ότι εσκοτίσθησαν κατά την Σταύρωσιν. Εικονίζονται δε και άγγελοι κλαίοντες, πλην και ούτοι περιττεύουν” (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις, τ.Α΄, σ.177). Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ και ιστορείται στον δυτικό τοξωτό τοίχο του ναού, ή στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο μαζί με το δωδεκάορτο.