Κοινοποιείστε το άρθρο
Στρατή Τσίρκα, Αριάγνη (απόσπασμα)
Η Αριάγνη είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται, διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο Α΄ απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.
Α΄ Απόσπασμα
Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ, κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ’ ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στo πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ’ τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ’ ένα μουγκριτό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ’ τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.
— Μου φυλάξατε φαΐ, για το φάγατε όλο;
Ο Διονύσης τον υποδέχτηκε ανοίγοντας τα χέρια που βαστούσαν το πιρούνι και το μαχαίρι.
— Κάτσε, μωρέ Σταμάτη, κι η μάνα σου σήμερα το ‘ριξε στα χουβαρνταλίκια.
Η Αριάγνη πήρε το πιάτο της όπως ήτανε γεμάτο και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε με το δικό της και του Σταμάτη, σερβιρισμένα. Μα το μεγάλο κομμάτι το κρέας, βρισκόταν τώρα στου Σταμάτη. Ο Νίκος έσπρωξε μακριά το πιάτο του. Χόρτασε, κι ύστερα, βιαζόταν να προφτάσει πριν να μπούνε τα παιδιά στην τάξη. Μα η Αριάγνη με θυμωμένα μάτια έφερε πάλι το πιάτο μπροστά του.
— Φάε το κρέας σου χωρίς ψωμί κι ύστερα φεύγα, του λέει.
— Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.
— Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.
— Σα να λέμε παράσημο γιοκ.*
— Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;
— Α, σου το ‘πε ο Μιχάλης;
— Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.
Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.
— Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.
— Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.
Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.
— Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα ‘μαστε στα χωρίσματα από τότε.
— Mα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.
— Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ’ ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το ‘βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ’ απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν, μαιτρ-ντ’ οτέλ, Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε, σουνετεμένε! Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη: «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι» λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ’ αφεντικό για να μ’ αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.
— Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.
— Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;
— Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ’ έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.
— Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους:
— Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.
— Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ’ αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;
— Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.
— Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής. Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα ‘παιρνε απάνω του τ’ αφεντικό. Μ’ αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ’ αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.
— Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.
— Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.
— Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;
— Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.
— Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.
Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.
— Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.
Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.
Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα ‘θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα. Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες, πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ’ αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι’ αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.
Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι’ αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ’ το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ’ το ισόγειο της Μπαλάξα στο μονόροφο του λαβύρινθου με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ’ απόγεμα, σα γύρισε από το σχολειό, παραπονιόταν. Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θάτανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ’ ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ’ τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ’ αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ’ αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ’ αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα ‘χε τελειώσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ’ τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες, μ’ εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. — Ομ Μεχάλη τρέχει τίποτα; — Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχαμε σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. ‘Οταν φτάσαμε στη Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»
Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. — Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ’ το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; — Ομ Μεχάλη, μου κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ’ αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. — Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. — Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; — Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;
Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!
Β΄ Απόσπασμα
Ήταν απόγεμα, κατακαλόκαιρο κι έκανε μια κάψα, της Αφρικής που λένε. Μ’ απ’ την αντικρυνή μεριά του τζαμιού, τα σπίτια ήτανε στη σκιά και στα μπαλκόνια τους οι νοικοκυρές, ποια με τους αγκώνες στην κουπαστή επιθεωρούσε το δρόμο από τη Μπουστάνι ώς απάνω, ποια καθόταν συντροφιά με τις έγνοιες της, ποια με τη φιλενάδα της και την τρατάριζε καφέ, ποια πότιζε τις γλάστρες, ποια ξεσκόνιζε τις αράχνες από το κοτέτσι παλεύοντας φοβισμένη και χαμογελαστή τον ανοικονόμητο πετεινό του και ποια ευχαριστιόταν τη μυρωδιά του παστουρμά, που τον είχαν κρεμασμένο από καρφί φάτσα στην ανατολή για να λιάζεται. Η Αλέγρα, η αφορεσμένη, έβγαλε τον κορνούτο κι έφυγε από νωρίς, και τώρα εκείνη, πίσω απ’ τα κρόσια της μισοκατεβασμένης τέντας, αποτρίχωνε τις γάμπες της με ζυμωμένη ζάχαρη και τραγουδούσε. Γι’ αυτήν ήταν ο κόσμος· μέλι γάλα τα πράματα με το σύζυγο.
Κάτω, τα παιδιά κουδουνίζανε σα διαβόλοι τα νοικιασμένα ποδήλατα, οι μικροπουλητές διάβαιναν αργά παινεύοντας τα πεπόνια ή τα γυαλικά τους, τα κοπρόσκυλα γαύγιζαν ξοπίσω τους κι οι αχαΐρευτοι του μαχαλά, ξυπόλητοι και χολωμένοι, ρεμπέλευαν σφενδονίζοντας διφορούμενες φτυξιές για τους περαστικούς. Περιμένανε πότε θα πάρει τη μεγάλη τούμπα ο Σεχ Σάλταμ για να κάνουνε χάζι. Μα τα παιδιά, ένα σμάρι τρυγόνια, περνούσαν, χάνονταν και ξαναγύριζαν, κουδουνίζοντας και φωνάζοντας. Μεγάλωσαν πια και κάνανε δικό τους το δρόμο.
Η Αριάγνη παραφύλαγε να σηκώσει ο Νίκος το κεφάλι για να του πει να της φωνάξει το Ναμπουλιόν. Του είχε φυλάξει λίγο από το μεσημεριανό. Μα το παιδί, λες και το ‘βαλε πείσμα, κάθε που περνούσε κάτω απ’ το μπαλκόνι, δόστου πενταλάριζε πιο γρήγορα. Δεν ήθελε να του μπήξει τη φωνή, από καιρό δεν την άκουσε ο μαχαλάς· αλλάζει με τα χρόνια ο άνθρωπος.
Πότε ήταν, πάλι καλοκαίρι, που ξεμπουκάραν από το λαβύρινθο και βιάζονταν, σαν τους Εβραίους στην Ερυθρά, να κόψουν το δρόμο στο φάρδος και ν’ αράξουν εδώ από κάτω, στο καινούριο σπίτι τους. Ο Μιχάλης με τη φόρμα της δουλειάς και σβέρκο ακούρευτο, έσερνε το χεράμαξο· ο Σταμάτης καλοχτενισμένος, κι ο Κωστής, μουγκός πάντα του και πρόθυμος, προστάτευαν με σηκωμένα χέρια την περιουσία, πλαγιοβηματίζοντας σαν κάβουροι, σπρώχνοντας κιόλας ελαφρά, πως βοηθούσαν τάχα το Μιχάλη, για να περάσουν πιο γρήγορα. Πίσω έρχονταν οι δίδυμες, κοπελίτσες με τις πλεξούδες τους, που δεν τις άφησε να πάρουν στα χέρια παρά τα φορέματά τους και τίποτε γυαλικά. Και πίσω η Αριάγνη με τους μπόγους και το Νίκο, αγοράκι έξη χρονώ, πιασμένο από τη φούστα της. Κι ήταν αναποδογυρισμένο πάνω στο χεράμαξο ένα μεγάλο τραπέζι από ασπρόξυλο που συγκρατούσε μέσ’ στα πόδια ράντζους και κρεβατοσίδερα της εκστρατείας από τα ξεπουλήματα του άλλου πολέμου και στρωματάκια ζαρωμένα και λίγες καρέκλες παράταιρες κι έναν τέντζερη, μια λεκάνη, το πρίμους και το μπρίκι, κουτιά, βαλίτσες, το εικονοστάσι με τα στέφανα και το κλουβί του καναρινιού που τους ψόφησε. Αυτή ήταν η περιουσία τους όταν ήρθαν και τώρα δες. Ας είναι καλά ο Μιχάλης της κι ο Κωστής και τα κορίτσια, ε κι ο Σταμάτης πιο λίγο, αμέ αν περίμενε από το Διονύση να γεμίσει τις γωνιές με κανένα έπιπλο, θα ‘ταν ακόμα σαν τους κατσίβελους μ’ αυτά που κουβαλήσαν από το λαβύρινθο. Η Παναγιά να τα φυλάει εκεί που πολεμούν, στη στεριά, στη θάλασσα, στον ουρανό — ποιον ουρανό, τρύπωσε ο Σταμάτης στα γραφεία και βολεύτηκε, ίδιος ο κύρης του.
Πήγαινε πίσω απ’ το χεράμαξο με γεμάτα χέρια κι ο λυμένος κότσος έπεφτε παχύς και μαύρος, μέσ’ απ’ το ψάθινο καπελίνο της. Κι ήταν οι γειτόνισσες πάλι στα μπαλκόνια και κείνη σήκωσε τα μάτια και δοκίμαζε μισό χαμόγελο σ’ αυτές που την κοιτούσαν κι ολάκαιρο σε κείνες που της νεύανε. Κι ο Ναμπουλιόν με τη συμμορία, μια σταλιά πιτσιρίκια, τριγύριζαν το χεράμαξο, μπας και πέσει τίποτα να τ’ αρπάξουν. Τότε ο ζευζέκης ο καρβουνιάρης πήγε κοντά στο Μιχάλη: «Χα», του κάνει «χααα», και του κροταλούσε τη γλώσσα όπως στα γαϊδούρια. Κι η Αριάγνη δεν κρατήθηκε, απίθωσε τους μπόγους πάνω στη μαντεμένια σκάρα του υπόνομου —η ευλογημένη!— και με τις δυο παλάμες τον μούντζωσε. Οι χασομέρηδες χαχάνισαν κι όταν πήγε ο καρβουνιάρης να της αντιμιλήσει, τον βάλανε στη θέση του. Μ’ απ’ τα μπαλκόνια καμιά τους δεν κοίταζε πια. Άλλες ξαναπιάσανε τη δουλειά κι άλλες κάναν πως βλέπανε πέρα, μπας και περνάει ο βασιλιάς απ’ την Μπουστάνι, σάματις δεν ξέρανε πως κάθε χρόνο με το χαρέμι του ξεκαλοκαιριάζουν στην Αλεξάντρεια.
Οι μούντζες και τα φτωχά τους έπιπλα κρύωσαν τις γειτόνισσες. Μην πεις πως ήρθε καμιά να τα ρωτήσει αν χρειάζεται τίποτε σαν καινουριοφερμένη που ήτανε. Αργότερα, καλημέρα καλημέρα, και στο παζάρι καμιά φορά να σταθούν για να πούνε για το λάδι και το σαπούνι και τον κλέφταρο το μπακάλη και για τον ψωμά. Η Αλέγρα κουβαλήθηκε κάνα χρόνο πιο ύστερα, μα κι αυτής στην αρχή ήταν λίγα τα λόγια της. Κι όταν βγήκε πρώτη φορά η Αριάγνη στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω κατάλαβε πως αλλάξανε γειτονιά μα όχι και γειτόνισσες. Σκοτίστηκε. Τα παιδιά της να ‘ναι καλά. Κατέβηκε ο Μιχάλης της με μια κομμάτα ψωμί, έκοβε χαψιές και μπούκωνε. Στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του ποδηλατά. Αυτός, σκυμένος μαστόρευε τη μαγκωμένη αλυσίδα ενός ποδήλατου κι η μαρίδα του μαχαλά χάζευε. Ο Μιχάλης έκοψε μια γωνιά και την άπλωσε πίσω του στο Ναμπουλιόν, δίχως να πάρει τα μάτια του από το μάστορη. Το παιδί πήρε το ψωμί και το έφαγε, αμίλητο και ντούρο. Απόφαγε ο Μιχάλης το δικό του, τίναξε τα ψίχουλα, σήκωσε λίγο το παντελόνι της φόρμας για να μη ξυλώσει στον καβάλο, κάθησε στα τακούνια κι άπλωσε το χέρι. Ο ποδηλατάς τον κοίταξε. Το σκέφτηκε κομμάτι μα του παράδωσε την πένσα. Τράβηξε ο Μιχάλης πιο κοντά το πλαγιασμένο ποδήλατο κι ώσπου να πεις κινίνο η αλυσίδα γλυστρούσε δόντι με δόντι. Η συμμορία χειροκρότησε. Ο Μιχάλης έδωσε πίσω την πένσα, σκούπισε τα δάχτυλα μέσα στ’ ακούρευτα μαλλιά του και σηκώθηκε. Όταν είχε τέτοια παιδιά τί να τις έκανε τις γειτόνισσες;
Τους κακοφάνηκε η μούντζα; Μα της Αριάγνης κάπου κάπου της άρεσε να ξεσπάει. Είχε πάρει τις συνήθειες από τις αραπίνες· τόσα χρόνια έκανε μαζύ τους, σ’ ένα σοκάκι. «Α, τη βρώμα, σα δεν ντρέπεται!» έλεγε αν καμιά καυγαδίζοντας χούφτιαζε το δεξί στον αγκώνα και κουνούσε ζωηρά τη γροθιά της από τον καρπό. Η χειρονομία ήταν αισχρή και βάναυση, μα ζήλευε και κομμάτι που δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο, για το φόβο του καθωσπρέπει. Ή, σε συμφορά, όταν οι χτυπημένες γυναίκες σήκωναν ψηλά τα χέρια και με τους δείχτες γύρευαν τη μαρτυρία του Θεού και τα ρίχνανε πίσω σαν τσακισμένες φτερούγες και κουνούσαν το κορμί τους αργά που σου έφερνε ζάλη και χόρευαν απελπισμένες.
Κρύφτηκε ο ήλιος πίσω από τα σπίτια κι η Αλέγρα μάζεψε την τέντα· ήταν φτιασιδωμένη και στολισμένη, του κουτιού η κερατένια! «Για πού το ‘βαλες, μωρή;» της έγνεψε. Εκείνη έδειξε τη βέρα της, ύστερα έκανε στον αέρα με τα χέρια ένα τετράγωνο κι έπειτα με το δεξί, σα να κούρδιζε μηχανάκι. Ο κορνούτος θα την πήγαινε σινεμά. Μπήκε μέσα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ξαναβγήκε. Έβαλε το μεγάλο δάχτυλο στο κούτελο και το τράβηξε κάτω σα να χάραζε γυαλί.
— Τί μαθαίνετε;
Η Αριάγνη σήκωσε την παλάμη και την κούνησε, σαν περιστέρι που πετάει, σαν καράβι που σκίζει τα κύματα.
— Κι ο Εγγλέζος;
Η Αριάγνη έκανε το ίδιο.
Κάτω, με τη βοήθεια του γκαβού, ο ποδηλατάς μπλοκάριζε το δρόμο ανοίγοντας τα μπράτσα. Σταματούσαν τα παιδιά και τα κατέβαζαν. Είχε περάσει η ώρα μα δεν τους έκανε καρδιά να παραδώσουν τα ποδήλατα.
— Νίκο!
Το παιδί έσπασε το μπλόκο πίσω από το Φίλφιλ και τράβηξαν κουδουνίζοντας για την απάνω γειτονιά. Ο ποδηλατάς σήκωσε τα μάτια. Γελούσε. Του γέλασε κι η Αριάγνη και με το κεφάλι τού έκανε να μην ανησυχεί, θα πλερωνόταν το δίκιο του.
Στη Μπουστάνι κάτι γινόταν· μαζεύτηκε κόσμος και φώναζαν και σπρώχνονταν. Μεγάλος καυγάς ή διαδήλωση. Οι άντρες παρατούσαν τα μαγαζιά κι οι γυναίκες τα κατώφλια και τρέχανε. Η άκρη του δρόμου είχε πήξει από κεφάλια κι η Αριάγνη δε μπορούσε να καταλάβει. Μα δεν έδειχνε για καυγάς, δεν είχε το σφρίγος, αν και φαινόνταν το φέσι ενός τσαούση· πολεμούσε να χωθεί κι όλο τον τραβούσανε πίσω. Οι γυναίκες στρίγγλιζαν, σηκώναν τα χέρια κι ύστερα δέρνανε τα μάγουλά τους. Συμφορά; Μάλλον κάποιο θα πιάσανε. Το πλήθος ανέβαινε το δρόμο, αυτοί που φτάσαν τελευταίοι πήγαιναν πισωπλατίζοντας κι η βουή δυνάμωνε. Πίσω πολύ φάνηκαν να κοκκινίζουν δυο κασκέτα· ήταν εθελοντές των Πρώτων Βοηθειών κι ακολουθούσαν, περίεργοι. Η Αριάγνη κοίταξε για τον ποδηλατά να τον ρωτήσει, μα όλοι τους είχανε τρέξει, δεν έμενε κανείς. Οι γειτόνισσες κρεμασμένες πάσχιζαν να καταλάβουν.
— Μαντάμ Αριάγνη, ο Γιούνες, είπε η Αλέγρα.
Ναι, στη μέση του κόσμου τον είδε· ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός. Ο τσαούσης έσυρε το ρόπαλο κι έκανε πως χυμάει· μερικοί τον τράβηξαν πίσω και το πλήθος σπρώχτηκε όλο μαζί από το πεζοδρόμι της Αριάγνης. Δεν έβλεπε πια το Γιούνες. Η Αλέγρα θα της έλεγε. Μα η Αλέγρα γούρλωσε τα μάτια για να δει καλύτερα, έβαλε το χέρι στο στόμα και ξαφνικά έφυγε από το μπαλκόνι. Θα πήγε να κοιτάξει από το βορεινό παραθύρι. Τον τσαούση τον τραβούσαν απ’ τη μεριά του τζαμιού και με λόγια και χαδέματα στη ράχη τον καλμάριζαν. Οι γυναίκες δέρνονταν και στρίγγλιζαν, προχωρούσαν καταδώ. Η Αλέγρα πετάχτηκε στο μπαλκόνι.
— Μαντάμ Αριάγνη, κλείσετε. Μπήτε μέσα για την αγάπη του Χριστού!
Έγινε σιωπή. Άξαφνα ο Γιούνες βρέθηκε κάτω απ’ το μπαλκόνι τους. Σήκωνε στα χέρια το Ναμπουλιόν. Το κεφάλι του κρεμόταν απ’ τη μια μεριά κι από την άλλη τα πόδια. Ένα κόκκινο σημάδι χάραζε την κοιλιά του πέρα ώς πέρα. Ο πατέρας του κοίταζε πάνω.
— Ομ Μεχάλη. Δες πώς μου το κάνανε.
Και κείνες οι πλάτες του θηρίου τραντάζονταν από το κλάμα.
— Το παιδί, ούρλιαξε η Αριάγνη κι έπιασε το κεφάλι της.
Μπήκε μέσα: «Πάει το παιδί» φώναξε στον καθρέφτη και μαδούσε τα μαλλιά της. Έτρεξε στη σκάλα, της έφυγαν οι παντόφλες, τις πήρε στο χέρι κι έτσι, με γυμνά πόδια, βρέθηκε κάτω, στη μπασιά. Το φως του δρόμου της θάμπωνε τα μάτια. Έριξε καταγής τις παντόφλες και πολεμούσε να τις φορέσει.
— Το παιδί!
— Το δικό σου είναι με το ποδήλατο, της λέει μια.
Χύμηξε η Αριάγνη φωνάζοντας βραχνά.
– Το παιδί. Αχ ο άνθρωπος, του μαύρισαν την καρδούλα του. Βρε Γιούνες!
Έτρεχε. Ο κόσμος τής άνοιγε δρόμο. Η μάνα του παιδιού ανακρατούσε το κεφαλάκι του και πήγαιναν. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Ήταν τελειωμένο. Η Αριάγνη έβαλε το χέρι στον ώμο του Γιούνες και πήγαινε μαζύ τους. Αυτός, λες και κατάλαβε, καμπούριασε ξαφνικά κι έπιασε πάλι να κλαίει. Μπρος στο υπόγειο έδωσε το παιδί στη μάνα, είπε και της Αριάγνης να κατεβεί κι αυτός στάθηκε στο κατώφλι και το φύλαγε.
— Φευγάτε. Δε σας το δίνω. Πού ‘ναι κείνος ο σταυρωτής να τον σπαράξω;
Οι γυναίκες άρχισαν τα μοιρολόγια. Στο σοκάκι δε χωρούσε μήτε βελόνα πια. Ο Γιούνες τραβιότανε με το χότζα, δεν τον άφηνε κατεβεί. Ο κόσμος αναθεμάτιζε τον αμαξά και τ’ αφεντικό του.
— Οι Εγγλέζοι τον βάλανε, είπε ο Γιούνες. Το ξέρω. Μου το είπε δικός τους.
— Πανάθεμά τους, δε χόρτασαν αίμα πια;
Η μάνα του παιδιού, γερμένη πάνω στην ψάθα, το κοίταζε και δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει. Έπεσε χάμου η Αριάγνη σε μια γωνιά κι άφησε να ξεσπάσει το παράπονό της.
— Κυρία…, της φώναζε ο γιατρός από το παραθυράκι.
— Το παιδί τελείωσε, του κάνει πηγαίνοντας κοντά. Δε χρειάζεσθε.
— Το ξέρω. Μα πρέπει να μας το παραδώσει. Είναι νόμος.
— Το ‘χουνε σε κακό, δε θα το δώσει. Καλύτερα να φύγετε πριν να σας δει. Θα κάνει φονικό.
— Με είδε και δε λέει τίποτα. Μιλήστε του και σεις.
— Αφήστε τον στον πόνο του. Αφήστε μας να θάψουμε το παιδί σαν άνθρωποι. Λίγο χρειάζεται για να ξεσπάσει το κακό, δεν το βλέπετε;
— Σωστά. Πείτε του πως θα γράψω στο πραχτικό πως από το φαρμακείο το σήκωσε ζωντανό. Αν ρωτήσουν να πει πως εδώ, σπίτι του πέθανε. Τους ανθρώπους των Πρώτων Βοηθειών θα τους κοιτάξω, είναι γνωστοί.
— Να ‘στε καλά, γιατρέ, είπε η Αριάγνη.
— Ξέρετε, αυτά που λέει θα του ανοίξουνε δουλειές.
— Άστε τον, γιατρέ. Πονεμένος άνθρωπος.
— Για τον αμαξά είναι σίγουρο, τον είδε ο φαρμακοποιός. Τράβηξε μονομιάς τα γκέμια κι αμέσως έκανε πίσω. Το τσαλαπάτησε με τους τροχούς. Μέσα ήτανε το κοριτσάκι του Πασά και λιγοθύμησε.
— Έχουνε παλιές διαφορές. Το ‘κανε για εκδίκηση.
— Μπορεί. Αν και… Κάτι μου έλεγε ο δόκτορ Ρίτσαρντς…
— Καλύτερα μη λέτε. Πατέρας είναι, θα κάνει καμιά τρέλα.
— Όπως νομίζετε, κυρία.
Η Αριάγνη ξαγρύπνησε το λείψανο με τις άλλες γυναίκες. Το υπόγειο δεν τις χωρούσε κι είπανε ν’ ανεβούν στην ταράτσα, μα θα βούλιαζε. Καθήσανε λοιπόν στις δυο πλευρές του σοκακιού, σε λίγο έκλεισαν το πέρασμα, οι διαβάτες τις δρασκελούσαν μαζεύοντας την κελεμπία κι αυτές σκύβανε το κεφάλι και γέρναν απ’ την μπάντα. Όταν ήρθε η σαβανώτρα κι άρχισαν να κουβαλούν ζεστά νερά, δώσανε με τρόπο της Αριάγνης να καταλάβει πως έπρεπε να βγει. Πήγε κι αυτή άκρη άκρη, κάθησε με τις γειτόνισσες, κουνούσε το κορμί και σιγανομουρμούριζε. «Τόλμπα», φωνάζανε του παιδιού, «πού είσαι μάτια μου;» Καμιά φορά η μάνα του ξεχνιόταν και το καλούσε αλλιώς: «Ναμπουλιόν, εσύ λιοντάρι μου!» «Αλλίμονο, αλλίμονο!», θρηνούσαν οι μαύρες μελάγιες και τα μελωδικά ουελουέλε σπάραζαν την καρδιά της Αριάγνης. Της ήρθε ο Νίκος με πρησμένα μάτια για να της θυμήσει πως άφησε το σπίτι ανοιχτό, καλά που δεν το πάτησαν κλέφτες. Τί θα γίνει τώρα; Το παιδί πάσχιζε να μιλάει στρωτά, μα τ’ αναφιλητά το κάναν και στρίγγλιζε. Το στέλναν οι αδελφές του για να την πάρει. Με το χέρι το έσπρωξε και το ‘διωξε.
Χαράματα πια σηκώθηκε· πήγε να βάλει τίποτα μαύρο πάνω της, για τα μνήματα. Τα πόδια της τρέμαν από το μπαΐλντισμα κι οι αρμοί της πονούσαν, τόσες ώρες καθισμένη στο υγρό χώμα. Ο Νίκος κοιμόταν. Μα ο Διονύσης και οι δίδυμες κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι με τα νυχτικά. Του είχαν βράσει και τίλιο. Γούρλωνε αυτός τα μάτια, τα θολωμένα απ’ το χαρτί, και νόμιζε πως κάνει τον άγριο.
— Η αδελφή του ελέους, της πέταξε κοροϊδευτικά.
Εκείνη έκανε την κουφή. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε το ντουλάπι. Μια φούστα μαύρη από ταγιέρ τής βρισκόταν, αλλά ζακετάκι;
— Μαμά, τί χαρχαλεύεις, ρώτησε απ’ έξω η Ουρανίτσα. Γιατί δεν πέφτεις, να ησυχάσουμε και μεις;
— Ένα γκρίζο σεμιζετάκι που είχες, το έδωσες;
— Τί το θες τέτοια ώρα;
— Για τα μνήματα.
Στεκόταν μπρος τους και τους κοίταζε με τη σειρά.
— Μαμά, το σκάνδαλο, τινάχτηκε η Καλλιοπίτσα.
— Σου απαγορεύω, τσίριζε ο Διονύσης χτυπώντας το χέρι.
Η Αριάγνη έκανε με τους ώμους «σκοτίστηκα» και δε μίλησε.
— Ακούς εκεί, στα μνήματα! Εσύ βγήκες από τα όρια.
Να βγει από τα όρια, μια φορά; Να του τα πει μπρος στα κορίτσια, μπρος στο παιδί που το ξύπνησε με τις φωνές του; Να του πει πως άνθρωπός σου είναι όχι κείνος που κοιμάται μαζύ σου επειδή έτσι το θένε τα χαρτιά του Πατριαρχείου, αλλά κείνος που νιώθεις πιο κοντά στην καρδιά σου χρόνια και χρόνια;
— Άκουσε, Διονύση. Ώς τώρα το βούλωσα. Να μη τ’ ανοίξω γιατί κι εγώ δεν ξέρω τί θα γίνει. Θα πάω, έχω χρέος. Αν δε σ’ αρέσει δώσε μου διαζύγιο. Δούλα να μπω θα τρώω πιο γλυκό ψωμί.
— Διαζύγιο, έκανε αυτός, παίρνοντας για μάρτυρες τις κόρες του. Μαζέψτε τη και τρελάθηκε.
— Πες πως τρελάθηκα. Κι εσύ, γυρίζει και λέει της Ουρανίτσας, γιατί δε μιλάς; Δεν είναι με τα χέρια του που σε σήκωσε και σ’ έτρεχε στο φαρμακείο; Ξέρεις πως στο ίδιο μουσαμαδένιο κρεβατάκι ξεψύχησε το παιδί του; Ο ίδιος γιατρός το κοίταξε. Θαρρείς πως τα ξεχνάει μέσα στη συμφορά του; Κι αν τα ξεχνάει, εγώ δε μπορώ, επειδή δεν αρέσει του κύρη σου.
— Μα σκέψου το σούσουρο, μαμά, παρακάλεσε η Καλλιοπίτσα.
— Ποιο σούσουρο, μωρή αχάριστη; Από πού θαρρείς πως βαστάει η σκούφια μας; Δουλίτσα με παντρεύτηκε ο κύρης σου, δούλα έμεινα κι αυτός το ίδιο, γκαρσόνι. Ξέχασες πού γεννήθηκες; Ξέχασες σε τί μπόχα και λάσπη μεγάλωσες; Εγώ περπατάω κι ακόμα προσέχω τα μεσιανά σανίδια, μη χάσω κανένα ποδάρι, κι ας έχουμε τώρα εφτά χρόνια σε τούτο που είναι με πλάκες.
Η Ουρανίτσα κι ο Νίκος κλαίανε. Ο Διονύσης είπε «άσιχτιρ», έσπρωξε πέρα το τίλιο στο μουσαμά κι έπιασε να στρίβει το μουστάκι του. Σωπάσανε. Η Αριάγνη τούς έσβησε το ηλεκτρικό. Έφεγγε πια. Είπε του Νίκου να ξαναπέσει, μα το παιδί δεν την άκουσε.
— Και θα περάσετε από κάτω να σας δει όλος ο μαχαλάς, ρώτησε η Καλλιοπίτσα.
— Αχ, κόρη μου, πόσο μακρυά βρισκόμαστε, εσύ κι εγώ. Είναι ντροπή να κάνεις το χρέος σου και δεν ήταν όταν έκλεβα το μπακάλη, τον ψωμά, το μανάβη, για να σας μεγαλώσω…
— Μη τα λες και σε πιστέψουνε, μαμά!
— Τρελάθηκε, σας λέω, ελεεινολογούσε ο Διονύσης.
Η Ουρανίτσα είχε μπει στην κάμαρά της. Σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μ’ ένα μωβ σεμιζέτο στο χέρι.
— Σου κάνει αυτό;
— Δόξα σοι ο Θεός, είπε η Αριάγνη.
— Να σου δώσω λεφτά, να πας τουλάχιστο με ταξί, της λέει η Καλλιοπίτσα. Τα μνήματά τους είναι στου διαόλου τη μάνα, θα ξεποδαριαστείς. Το χρέος σου έτσι κι αλλιώς το κάνεις.
— Τίποτα δεν κατάλαβες, κόρη μου, της λέει κι έπιασε να ντύνεται μπρος στο παιδί.
Βρήκε τα μαύρα γοβάκια που ήταν ξεφλουδιασμένα στα τακούνια, βρήκε κι ένα γκρίζο φακιόλι και μάζεψε τα μαλλιά της. Ετοιμαζόταν να φύγει.
— Στάσου, μαμά, θα ‘ρθω κι εγώ, της λέει η Ουρανίτσα.
— Κι εγώ, είπε ο Νίκος κι έτρεξε να ντυθεί.
Στάθηκε και περίμενε, γυρίζοντας τη ράχη στους νικημένους, που σώπαιναν.
[…]
Πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Αριάγνη. Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1973,