Κοινοποιείστε το άρθρο
Τασσώ Καββαδία, η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου, πέθανε σαν
σήμερα το 2010
Με ξάφνιαζε πάντα ο τρόπος που αντιδρούσε ο κόσμος όταν έβλεπε τις ταινίες μου. Ένιωθα πως θα με σκίσουν αν με δουν μπροστά τους. Ο άντρας μου δυο – τρεις φορές που έτυχε να είμαστε μαζί στην αίθουσα, τρόμαξε. «Πάμε να φύγουμε» μου έλεγε «αυτοί θα σε λιντσάρουν». Εγώ καμάρωνα γιατί έπαιζα καλά αλλά οι άνθρωποι δεν το ξέρανε πως απλώς παίζω.
Πίστευαν πως είμαι αυτό που έβλεπαν. Πίστευαν ότι είμαι όντως κακιά. Δεν έχω κοινά με το ρόλο. Εντάξει, είμαι αυστηρή. Αυτό μόνο. Τα μάτια μου γίνονται αυστηρά όταν κοιτάνε. Μου το λέγανε μικρά και τα εγγόνια μου, όταν, ας πούμε, τα μάλωνα. «Μη μας κοιτάς έτσι» μου έλεγαν. Δεν τα μάλωνα. Απλώς τα κοιτούσα άγρια.
Γεννήθηκα το 1921. Η παιδική ζωή μου, με μια λέξη, ήταν ευτυχισμένη. Ο πατέρας μου με πάντρεψε νωρίς για να μη σπουδάσω, όχι μόνο θέατρο που ήθελα αλλά για να μη σπουδάσω γενικά. Έτσι παντρεύτηκα κι έκανα τρία παιδιά. Τον ευγνωμονώ τον πατέρα μου γι’ αυτό που μου έκανε. Αν είχα βγει στο θέατρο, δε θα είχα κάνει τα τρία παιδιά που έχω σήμερα και τα τρία εγγόνια.
Αφού χώρισα, σπούδασα διακόσμηση στο Παρίσι. Όταν επέστρεψα, ο Γιάννης Τσαρούχης με συμβούλεψε να παρακολουθήσω μαθήματα υποκριτικής στη σχολή του Κουν. Ένα βράδυ, τυχαία στο καμαρίνι του Χορν, συναντώ τον Κακογιάννη. Ούτε ο Δημήτρης, ούτε ο Μιχάλης ήξεραν ότι ήμουν μαθήτρια του Κουν. Όταν τους το είπα ενθουσιάστηκαν και μου πρότειναν να παίξω στο φιλμ Κυριακάτικο ξύπνημα. Πήγα στην Αίγυπτο και γύρισα την ταινία της καριέρας μου.
Ο κινηματογράφος μου άνοιξε μια περίεργη πόρτα. Ανακάλυψα ότι μ’ αρέσει να έχω έναν θεατή και να παίζω για εκείνον. Αυτός ο θεατής ήταν ο φακός. Με ενθουσίαζε η ιδέα ότι παίζω μπροστά σε κάποιον. Μ’ αρέσει ο κινηματογράφος. Είναι ένα ωραίο παραμύθι. Το παραμύθι των μεγάλων.
Τη μέρα μου την ξεκινώ μ’ ένα ευχαριστώ σ’ αυτόν τον ήλιο που έχουμε από πάνω μας, τον ήλιο που λούζει τη ζωή μας. Και κοιτάω το αύριο. Όχι το χθες. Το χθες πέρασε, τελείωσε. Το αύριο…
Απόσπασμα από το βιβλίο ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ του Αντώνη Πρέκα
Βιογραφία
Η Τασσώ Καββαδία
Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια. Όταν θέλησε να σπουδάσει, ο πατέρας της, που ήταν σπας αρχή, της το απαγόρευσε. Μάλιστα την πάντρεψε, το 1942, με τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα, από το γάμο δε αυτό η Καββαδία απέκτησε τρία παιδιά, τον Γιώργο, τον Βασίλη και την Ευγενία. Σύντομα πήρε όμως διαζύγιο και έφυγε για να σπουδάσει στην Αθήνα[3]. Έκανε και δεύτερο γάμο με τον συγγραφέα Βασίλη Καζαντζή.
Σπούδασε πιάνο στην Αθήνα, ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι, σκηνογραφία και ενδυματολογία κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη, υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κοντά στον Κάρολο Κουν.
Από το 1954 έως το 1967 εργάστηκε στο ραδιόφωνο ως δημιουργός και εκτελέστρια. Από το 1955 ως το 1969 εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά ως συντάκτρια του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Επίσης ασχολήθηκε με λογοτεχνικές και άλλες μεταφράσεις.
Έχει συμμετάσχει από το 1954 σε ελληνικές και ξένες παραστάσεις και έργα στο θέατρο και τον κινηματογράφο ενώ έχει εμφανιστεί και στην τηλεόραση. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως η «κακιά» του ελληνικού κινηματογράφου καθώς λόγω του βλοσυρού παρουσιαστικού της ερμήνευε «αυστηρούς» ρόλους όπως της κακιάς πεθεράς, μάνας, αδερφής κ.ά. Στο θέατρο έπαιξε ρόλους που κάλυπταν σχεδόν όλη την γκάμα του ρεπερτορίου εκτός από αρχαία τραγωδία.
Η «Κυρία Ξ. Παπαμήτρου», η «Κυρία Φαρλάκου», η εφοπλίστρια «Κυρία Βλαστού» έφυγε από τη ζωή το 2010, σαν σήμερα 18 Δεκεμβρίου.