Κοινοποιείστε το άρθρο
3 Μαρτίου 1827: Καραϊσκάκης εναντίον Κιουταχή
Ο Καραϊσκάκης έφθασε στήν Ελευσίνα, συνοδευόμενος από τούς οπλαρχηγούς Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Κώστα Χόρμοβα, Χατζηπέτρο, Γιαννούση Πανομάρα, Σπυρομήλιο, Καλύβα, Μήτρο Σκυλοδήμο, Βασίλη Μπούσγο, Πέτρο Φαρμάκη καί Δημήτρη Μπιρμπίλη. Αφού παρέλαβε τίς δυνάμεις τής Καστέλλας καί τού Πειραιά κατευθύνθηκε μαζί μέ τούς Μαυροβουνιώτη, Παναγιώτη Νοταρά, Δημήτριο Καλλέργη καί Μακρυγιάννη στό Κερατσίνι, όπου έστησε τό στρατόπεδό του. Γύρω από τόν λόφο τού Αγίου Γεωργίου, κατασκεύασε οχυρώματα, καί έκτοτε η περιοχή αυτή ονομάζεται Ταμπούρια.
Ο Κιουταχής γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης ηγείται τών Ελλήνων, οργάνωσε στίς 3 Μαρτίου 1827, νέα στρατιωτική επιχείρηση 6000 ανδρών γιά νά καθαρίσει τόν Πειραιά από τούς άπιστους Γιουνάνηδες. Αφού έστησε τό πυροβολικό του σέ ένα λόφο απέναντι από τό μετόχι τού Κερατσινίου, πού είχαν οχυρωθεί οι άνδρες τού Καραϊσκάκη έδωσε διαταγή στό πεζικό του νά επιτεθεί. Οι υπερασπιστές τού μετοχίου, ανάμεσα στούς οποίους ήταν ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Γαρδικιώτης Γρίβας καί ο Κασομούλης, προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, άν καί οι τοίχοι τού κτίσματος είχαν καταρρεύσει από τούς συνεχείς κανονιοβολισμούς. Ο Καραϊσκάκης επιχείρησε μία κίνηση αντιπερισπασμού ώστε νά χωρίσει τή δύναμη τών Τούρκων στά δύο καί νά βοηθήσει τούς κλεισμένους στό μετόχι. Τελικά η ηρωική αντίσταση τών αμυνομένων έκλινε τήν πλάστιγγα τής νίκης πρός τό πλευρό τών Ελλήνων. Οι Τούρκοι καθηλώθηκαν καί τότε ο Καραϊσκάκης έδωσε εντολή στό ιππικό τού Χατζημιχάλη νά περάσει στήν αντεπίθεση. Στή συνέχεια επιτέθηκαν καί οι υπόλοιποι Έλληνες από τόν λόφο τής Καστέλλας, ολοκληρώνοντας έτσι τήν συντριβή τού Κιουταχή. Οι απώλειες τών Τούρκων ήταν σύμφωνα μέ τόν Αινιάνα 800 νεκροί καί τραυματίες, ενώ τών Ελλήνων ήταν 3 νεκροί. Τό αποτέλεσμα τής μάχης δικαίωσε γιά μία ακόμα φορά τόν στρατηγικό νού τού Καραϊσκάκη, ο οποίος σέ όλες του τίς μάχες θριάμβευε, αλλά καί άν ακόμα δέν νικούσε, φρόντιζε νά αποσύρεται χωρίς νά χρεώνει τούς άνδρες του μέ μεγάλες απώλειες.

Ο Σταυραετός τής Ρούμελης έστειλε επιστολή στόν Γέρο τού Μοριά, μέ τήν οποία φανέρωνε τή βαθιά του ανησυχία γιά τή σωτηρία τής Ακρόπολης καί ζητούσε επειγόντως ενισχύσεις γιά νά σωθεί η Αθήνα. Ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε, παρά τό γεγονός ότι βρισκόταν σέ διαρκή πόλεμο μέ τούς Άραβες τού Ιμπραήμ καί έστειλε τόν γιό του Γενναίο μαζί μέ τούς Πετμεζάδες, τόν Χρύσανθο Σισίνη καί άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. “Εξοχώτατε αδελφέ Κολοκοτρώνη! Προχθές έφθασαν ενταύθα ο υιός σας καί αδελφός μου καπετάν Γενναίος, μέ όλον τό υπό τήν οδηγίαν του σώμα καί κατόπιν έρχονται καί τά επίλοιπα πελοποννησιακά στρατεύματα, μέ τά οποία δέν θά λείψω καί εγώ ομού καί μέ τόν αδελφό μου Γενναίον τό νά πασχίσωμεν νά αποκατασταθή ελεύθερον τό έδαφος τών Αθηνών.”
Στά πελοποννησιακά καί τά ρουμελιώτικα στρατεύματα ήρθαν νά προστεθούν ενισχύσεις από Ψαριανούς, Σπετσιώτες, Υδραίους καί Κρήτες, ώστε ο συνολικός αριθμός τών ελληνικών δυνάμεων νά φθάσει τελικά στούς 10000 στρατιώτες. Τυπικός αρχηγός ήταν ο Τζούρτζ ή Τσώρτς, αλλά ουσιαστικός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος διοικούσε τό μεγαλύτερο στράτευμα πού είχε συγκεντρωθεί από τήν έναρξη τής ελληνικής επανάστασης. Εκείνος όμως πού επέμενε νά έχει γνώμη στά στρατιωτικά θέματα τής ξηράς ήταν ο Κόχραν, άν καί η Εθνική Συνέλευση τής Τροιζήνας, τόν είχε ορίσει αρχηγό τού ελληνικού στόλου.
«Ο Καραϊσκάκης είχε προσκληθή καί προλαβόντως παρά τής Διοικήσεως διά νά υπάγη εις βοήθειαν τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κινδυνευούσης, αλλά δέν ηδυνήθη νά ακολουθήση τήν διαταγήν ταύτην διά τήν επισυμβάσαν εκστρατείαν τού Ομέρ πασά. Αφ’ ού δέ ελευθερώθη καί από αυτήν, απεφάσισε πλέον νά τρέξη εις βοήθειαν, διότι μάλιστα επροσκαλείτο καί από τούς εντός τού φρουρίου οπλαρχηγούς. Περιπλέον, τήν εις εκείνα τά μέρη εκστρατείαν του, κατέστησεν αναγκαιοτάτην η φθορά τήν οποίαν έπαθον εις Καματερόν τά στρατεύματα τά υπό τόν Μπούρμπαχη, Βάσο καί Παναγιώτη Νοταρά. Όθεν διορίσας εις μέν τά Κράβαρα τόν Γιώτη Δαγκλή, εις δέ τό Λιδωρίκι τόν Σεφάκα καί εις τό Δίστομον τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα μέ περίπου πεντακοσίους, αυτός παραλαβών όλους τούς λοιπούς οπλαρχηγούς καί έως χιλίους διακοσίους στρατιώτας ανεχώρησεν από Δίστομον τήν 21ην Φεβρουαρίου 1827. Μετά δύω δέ ημερονυκτίων συνεχή οδοιπορείαν έφθασεν εις Ελευσίνα, όπου τοποθετήσας τό στράτευμα, διέταξε καί τόν Βάσο, διατρίβοντα τότε εις Μέγαρα, νά μεταβή αμέσως μέ τούς περί αυτόν. Μετέβη έπειτα εις Φαληρέα, παρετήρησε τό εκεί στρατόπεδον καί συνωμίλησε τά δέοντα μέ τόν Ιωάννη Νοταρά καί τούς μετ’ αυτού οπλαρχηγούς. Μετά τούτο επέρασεν εις Σαλαμίνα, όπου διορίσας πολιτάρχην τόν Νικολόν Καραμήτσον διεκήρυξεν ότι εντός εικοσιτεσσάρων ωρών όλοι οι εκεί στρατιώται νά μεταβώσιν εις Ελευσίνα καί επέρασεν ευθύς καί αυτός εις Ελευσίνα, αφήσας εις τόν πολιτάρχην νά φροντίση διά τήν εκπλήρωσιν τής διαταγής του.
Μόλις ανεπαύθη ολίγον καί αμέσως επροσκάλεσε κατ’ ιδίαν μόνον τούς αρχηγούς τών υπ’ αυτώ διαφόρων σωμάτων διά νά τούς κοινοποιήση τό σχέδιον, τό οποίον είχε κατά νούν νά βάλη εις ενέργειαν. Καί διά νά μήν λάβη τινά αντίκρουσιν, εφρόντισεν αφ’ ενός μέν μέρους νά ενσπείρη ελπίδας τινάς πληρωμής καί αμοιβής τών αγώνων των, αφ’ ετέρου δέ νά κολακεύση τήν φιλοτιμίαν των. Είναι δέ αληθές ότι κατ’ εκείνην τήν εποχήν είχε μεγάλας ελπίδας ο Καραϊσκάκης ότι έμελλε νά βοηθηθή διά χρημάτων εις τό επιχείρημά του. Επειδή οι πληρεξούσιοι τού έθνους ήσαν εις δύω διηρημένοι καί έκαστον τών μερών ενόμιζεν ότι ήθελεν υπερισχύσει, άν προσελάμβανε μέ τό μέρος του τόν Καραϊσκάκην. Αυτός δέ ζητούμενος καί από τά δύω μέρη επολιτεύετο αμφότερα, χωρίς νά προστεθή φανερά καί σταθερά εις κανένα, ελπίζων μέ τούτον τόν τρόπον νά επιτύχη καλύτερα τόν σκοπόν τής πολιτικής του. Ήλπιζεν ομοίως καί εις εξωτερικά βοηθήματα καί πρό πάντων τής φιλελληνικής εταιρείας τών Παρισίων, τής οποίας επεθύμει καθ’ υπερβολήν ν’ αποκτήση καί τήν αγάπην καί τόν έπαινον.
Τό σχέδιον ήτον νά τοποθετηθή τό εν Ελευσίνι στράτευμα εις Κερατσίνι, όθεν προχωρούν ολίγον κατ’ ολίγον αναλόγως τών προστιθεμένων νέων δυνάμεων, νά φθάση εις τόν ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί διά τού ελαιώνος, επειδή δέν ήθελε βλάπτεσθαι από τό εχθρικόν ιππικόν, νά προχωρήση έως εις τό φρούριον (Ακρόπολη) καί νά ανοίξη συγκοινωνίαν τών πολιορκουμένων μέ τήν θάλασσαν. Όταν δέ τούτο ήθελε κατορθωθή, ο εχθρός ήθελε κρίνει περιττόν νά επιμένη εις μίαν ανωφελή πολιορκίαν καί ήθελεν αναχωρήσει, αφίνων ελεύθερον από τούς βεβήλους πόδας του τό ιερόν έδαφος τών Αθηνών. Ούτω λοιπόν διέταξε τριακοσίους στρατιώτας υπό τόν Καλύβα, Κασομούλη καί Αθανασούλα Βαλτινό νά αναχωρήσωσι διά θαλάσσης καί ακολουθούντες ένα έμπειρον τής τοποθεσίας οδηγόν, μέ τόν οποίον τούς εσυντρόφευσε, νά υπάγωσιν εις Κερατσίνι καί νά κατασκευάσωσιν έν οχύρωμα εις τήν αρμοδιωτέραν θέσιν. Τό δέ λοιπόν στράτευμα νά μεταβή τήν νύκτα διά ξηράς, τό κίνημα τόσον τών διά ξηράς, καθώς καί τών διά θαλάσσης απεφασίσθη νά γένη μετά τήν δύσιν τού ηλίου, διά νά μή γνωσθή από τάς σκοπιάς τών εχθρών. Η σάλπιγξ εσήμανε τήν ώραν, καί ο Καραϊσκάκης, αφ’ ού έμβασεν εις τά πλοία τούς διωρισμένους νά υπάγωσι διά θαλάσσης καί τούς εκίνησεν, ανεχώρησεν από Ελευσίνα μέ τό επίλοιπον στράτευμα.
Οι διά θαλάσσης εκστρατεύσαντες, φθάσαντες εις τόν διωρισμένον τόπον καί αποβάντες εις τήν ξηράν, κατεσκεύασαν αμέσως έν οχύρωμα ανάλογον μέ τόν αριθμόν των. Φθάσας μετά ταύτα καί ο αρχηγός μέ τό λοιπόν στράτευμα διώρισε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά τοποθετηθή εις μίαν εκκλησίαν καί τινα περί αυτήν ερείπια οικιών, θέσιν κειμένην πρός τό μέρος τού εχθρικού στρατοπέδου. Ομού μέ αυτόν ετοποθέτησε καί τούς διά θαλάσσης ελθόντας, εις δέ τό υπ’ αυτών κατασκευασθέν οχύρωμα εδιόρισε τόν Γιαννούση καί Βάσο Μαυροβουνιώτη μεταξύ δέ εις τάς δύω ταύτας θέσεις ετοποθέτησε τόν Παναγιώτη Νοταρά. Ενώ οι στρατιώται ενησχολούντο εις τήν οχύρωσιν τών θέσεων τούτων, ο Καραϊσκάκης μέ τόν Ρούκην καί Γαρδικιώτην επροχώρησεν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον παρατηρών τόν τόπον έφθασε δέ εις έν μετόχι, τό οποίον εφάνη εύλογον εις αυτόν καί τούς μετ’ αυτού νά πιασθή από τούς Έλληνας καί νά οχυρωθή.
Τήν επομένην ημέραν πολλά πρωί επήγεν έφιππος ομού μέ ένα εκ τού ιππικού διά νά κατασκοπεύση τήν θέσιν τού εχθρικού στρατοπέδου. Συρόμενος από τήν περιέργειαν του νά ίδη πλησιέστερον καί νά μάθη τί περισσότερον, επλησίασεν υπέρ τό δέον εις ένα εχθρικόν προμαχώνα, ώστε τόν επυροβόλησαν. Μετέβη εκ τούτου εις άλλον, καί λαβών δύω ίππους βόσκοντας πρό τών οφθαλμών τών εχθρών, επέστρεψεν αφ’ ού έκαμε τάς αναγκαίας παρατηρήσεις του. Επειδή δέ είδε τριακοσίους ιππείς αποκοπέντας από τό εχθρικόν στρατόπεδον καί διευθυνομένους πρός τό ελληνικόν, έδωκεν αμέσως διαταγήν νά ετοιμασθώσιν όλοι καί νά ευρίσκωνται εις τάς θέσεις των.
Οι Τούρκοι ιππείς φθάσαντες πλησίον εις τό Μετόχι (κτίσμα στό Κερατσίνι), τό οποίον, ως ανωτέρω, δέν είχε πιασθή από τούς Έλληνας, απέβησαν από τούς ίππους, συνεκεντρώθησαν εις έν καί εκάθισαν. Κατά περίστασιν τήν στιγμήν ταύτην είχον ευρεθή μέσα εις τό Μετόχιον τούτο διάφοροι αξιωματικοί εκ τού σώματος τών Παλαμηδιωτών, ελθόντες χάριν περιεργείας, οι οποίοι ιδόντες τούς εχθρούς ανεχώρησαν από τό Μετόχιον, αφήσαντες πέντε στρατιώτας μόνον διά νά φαίνωνται εις τούς εχθρούς καί νά δίδωσιν αιτίαν νά υποπτεύωσιν, ότι η θέσις αύτη δέν είναι αφύλακτος. Μετά ικανήν ώραν συνήχθη καί πεζικόν εχθρικόν στράτευμα, συγκείμενον από οκτακοσίους περίπου στρατιώτας. Τό στράτευμα τούτο ωδηγείτο από τόν ίδιον Κιουταχήν, όστις μαθών από τά περί τόν Φαληρέα στρατεύματά του, ότι ήλθον τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα, επήγε νά παρατηρήση μόνος του καί νά δοκιμάση τήν δύναμιν αυτών.
Τόν αυτόν σκοπόν έχων καί ο Καραϊσκάκης ετοίμασε τούς Έλληνας καί διώρισε νά εξέλθωσι κατά τών εχθρών νά κάμωσι δέ αρχήν τού ακροβολισμού οι ολίγοι ιππείς Έλληνες, βοηθούμενοι καί από τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς τού πεζικού, όσοι επροθυμήθησαν νά μεθέξωσι καί τούτου τού κινδύνου. Αφ’ ού συνεκρούσθησαν ολίγην ώραν τά δύω σώματα, χωρίς νά υπερτερήση ούτε τό έν, ούτε τό άλλο μέρος, οι Τούρκοι διεύθυναν έν απόσπασμα στρατιωτών διά νά πιάση έν ύψωμα γής, τό οποίον απείχεν εξ ίσου από αυτούς καί από τούς Έλληνας, εφαίνετο δέ ότι έκειτο ευφυώς καί εις ασφάλειαν καί εις περίστασιν καταδρομής εναντίον τών Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης εννοήσας εν ακαρεί καί τόν σκοπόν τών εχθρών καί τήν σημαντικότητα τής θέσεως, διέταξε τινάς τών Ελλήνων νά τρέξωσιν εις ταύτην τήν θέσιν. Η ταχύτης τού αρχηγού καί η προθυμία τών στρατιωτών συνέτρεξαν εις τό νά προληφθή η θέσις αύτη, τό οποίον ηνάγκασε τούς Τούρκους νά οπισθοδρομήσωσι πρώτον, έπειτα νά τραπώσιν εις φυγήν όλοι, ιππείς καί πεζοί, καί νά μείνωσιν οι Έλληνες νικηταί, από τό οποίον ενεθαρρύνθησαν εις τούς λοιπούς αγώνας.
Τήν ακόλουθον ημέραν περί τήν ανατολήν τού ηλίου ο Κιουταχής συνήθροισεν όλον τό εις τάς θέσεις ταύτας ευρισκόμενον στράτευμά του, συμποσούμενον, ως ελέγετο, από τέσσαρας χιλιάδας πεζούς καί δύο χιλιάδας ιππείς, καί τό εδιόρισε νά προσβάλη εις τό Μετόχιον. Ανά χίλιοι πεζοί προσέβαλον από εκάστην πλευράν, οι δέ λοιποί, προηγουμένων δύω κανονίων, εκινήθησαν κατά πρόσωπον, ηκολούθουν δέ καί οι ιππείς παρατεταγμένοι εις τρείς σειράς. Κατ’ αυτόν τόν τρόπον επροχώρουν κανονοβολούντες, έως ου επλησίασαν πανταχόθεν εις τό Μετόχιον εντός βολής τουφεκίου. Τέσσαρας περίπου ώρας διέμειναν εις ταύτην τήν θέσιν κανονοβολούντες μόνον τό Μετόχιον. Φαίνεται δέ ότι επερίμενον νά καταστρέψωσι τά εμπροσθινά οχυρώματα διά νά κάμωσιν επομένως έφοδον, οι δέ εντός, μ’ όλον ότι οι τοίχοι κρημνιζόμενοι καί αι πέτραι συντριβόμεναι τούς επροξένουν ικανάς πληγάς, επέμενον όμως μέ καρτερίαν καί ανήγειρον προθύμως τά κρημνιζόμενα μέρη. Δέν ανταπεκρίνοντο δέ διόλου μέ όπλα εις τούς εχθρούς, θέλοντες νά ήναι όλοι έτοιμοι διά νά πυροβολήσωσι ταυτοχρόνως, όταν έμελλον νά κάμωσιν έφοδον, τό οποίον ήλπιζον εξ άπαντος. Ούτω λοιπόν έμειναν εις βαθυτάτην σιωπήν, καί δέν ηκούετο ειμή μόνον η σάλπιγξ, καί αύτη από καιρόν εις καιρόν. Ο αρχηγός βλέπων τόν κατεδαφισμόν τών οικοδομών, τόν οποίον επροξενούσαν τά εχθρικά κανόνια, καί υποπτεύων μή δειλιάσωσιν οι αποκλεισμένοι καί αφήσαντες τήν θέσιν αναχωρήσωσιν, έπεμψεν ένα ιππέα καί τούς ενεθάρρυνεν ότι αυτός επαγρυπνεί εις τά κινήματα τού εχθρού καί ότι θέλει έλθει εις βοήθειάν των, όταν ήναι ώρα αρμοδία, εν τοσούτω αυτοί ν’ αντέχωσι γενναίως εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι εις τό Μετόχιον επεβεβαίωσαν τόν ιππέα ότι θέλουν επιμείνει σταθερώς εις τήν θέσιν των, καί οι έξωθεν ας κάμωσιν υπέρ αυτών ό, τι η τιμή καί τό συμφέρον υπαγορεύει.
Περί τό μεσημέρι τέλος πάντων οι εις τά αριστερά τού Μετοχίου εχθροί εφώρμησαν κατά τών Ελλήνων, ωχυρωμένων εις τά ερείπια μίας οικίας, αυτοί δέ μή δυνηθέντες ν’ ανθέξωσιν εις τήν ορμήν των, απεσύρθησαν. Τούτο βλέπων ο αρχηγός απεφάσισε νά κινηθή, καί πρός μέν τούς εν δεξιά εχθρούς έστειλεν έως εκατόν πεζούς καί δεκαπέντε ιππείς δι’ αντιπερισπασμόν. Αυτός δέ εμψυχώσας τούς μεθ’ εαυτού εφώρμησε κατά τών εις τά αριστερά τού μοναστηρίου, τούς οποίους εβίασε νά παραιτήσωσι τήν κυριευθείσαν θέσιν καί νά επανέλθωσι φεύγοντες εις τόν πρώτον τόπον των. Μετ’ ολίγον ο Κιουταχής έδωκε τό σύνθημα τής επιθέσεως, καί μετά τήν συνήθη δι’ αλαλαγμών ευχήν των οι Τούρκοι εκίνησαν διηθημένοι εις δύω σώματα, τό μέν κατά τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη, τό δέ έτερον, τό οποίον ήτον καί τό πολυπληθέστερον, κατά τού Μετοχίου. Οι εν τω Μετοχίω αφήσαντες τούς Τούρκους νά πλησιάσωσιν έως είκοσι βήματα, τούς ετουφέκισαν ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι όμως διά ν’ αποφύγωσι τήν εκ τών ελληνικών όπλων φθοράν, εξαπλώθησαν κατά γής, περιμένοντες τήν κατάπαυσιν διά νά ανανεώσωσι τήν έφοδον. Αλλ’ οι Έλληνες, αφ’ ού εις ολίγην ώραν είδον ότι οι εχθροί δέν επροχώρουν, εξέρχονται από τούς προμαχώνας των καί εφορμούν κατ’ αυτών. Οι Τούρκοι ωφελούμενοι από τήν κατάπαυσιν τού πυροβολισμού, φεύγουν αβλαβείς, διότι οι Έλληνες φοβούμενοι τό εχθρικόν ιππικόν δέν ετόλμησαν νά τούς καταδιώξωσιν επί πολύ.
Εις τούτο τό μεταξύ ο Καραϊσκάκης κρύψας έν μέρος πεζών εις ένα εύθετον τόπον πρός τά δεξιά, διώρισε τό ελληνικόν ιππικόν νά εξέλθη ως εις μάχην κατά τού εχθρού καί έπειτα νά προσποιηθή ότι φεύγει, φεύγον δέ νά σύρη τό εχθρικόν ιππικόν εις τήν προετοιμασθείσαν ενέδραν. Τό σχέδιον εν μέρει επέτυχεν, οι εχθροί ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσι μέ βιαίαν φυγήν, η ζημία των όμως δέν εστάθη σημαντική. Ταυτοχρόνως διώρισεν ο Καραϊσκάκης τό υπόλοιπον τού ελληνικού ιππικού καί τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς νά κινηθώσιν εξ αριστερών κατά τού εχθρού, ώστε ούτος προσβαλλόμενος συγχρόνως καί από τό κέντρον καί από τάς πτέρυγας, ηναγκάσθη ν’ αποσυρθή διά τής φυγής πρός τάς οχυρωμένας θέσεις του. Τούτο ιδόντες καί οι εις Φαληρέα στρατοπεδευμένοι Έλληνες καί εμψυχωθέντες από τό παράδειγμα, έκαμαν έξοδον κατά τών εις αυτούς αντιταγμένων εχθρών καί ευδοκίμησαν. Τό έργον τούτο εγένετο μέγα καί σημαντικόν, όχι διότι αυτό καθ’ εαυτό ήτον τοιούτον, αλλά διότι εμψυχώθησαν οι Έλληνες καί ενεθαρρύνθησαν καί διότι υπήρξεν αρχή καί βάσις τρόπον τινά τών εις Κερατσίνι επιγενομένων αγώνων. Εις τήν συμπλοκήν ταύτην από μέν τούς Έλληνας εφονεύθησαν τρείς καί επληγώθησαν έως είκοσιν, εκ δέ τών εχθρών ευρέθησαν περί τό Μετόχιον φονευμένοι έως είκοσι πέντε. Φαίνεται όμως ότι εφονεύθησαν καί άλλοι ικανοί, πλήν επρόλαβον καί τούς μετεκόμισαν εις τά οχυρώματά των οι εχθροί, καί άν πρέπη νά πιστεύση τις ένα Τζάμην Χριστιανόν, όστις ήλθε τήν ακόλουθον ημέραν ως απεσταλμένος από τόν Λάμπρον Κάντζον, αιχμαλωτισθέντα εις Καματερόν επί τής δυστυχούς εκστρατείας τού Μπούρμπαχη, ο αριθμός τών φονευθέντων εχθρών ανέβη εις τριακοσίους, τών δέ πληγωθέντων εις τούς πεντακοσίους.»
Δημήτριος Αινιάν – Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Κερατσινίου)
Μετά τήν ήττα στό Κερατσίνι, η θέση τού Κιουταχή έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Από πολιορκητής τής Ακρόπολης κινδύνευε νά γίνει ο ίδιος πολιορκημένος, αφού ήταν κυκλωμένος από χιλιάδες Έλληνες ενόπλους, οι οποίοι εκτός τών άλλων είχαν καί τόν θαλάσσιο έλεγχο τού Σαρωνικού. Ήδη όμως κατέφθαναν νέες ενισχύσεις από τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ενισχύσουν τόν πεισματάρη σερασκέρη, ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν ο ικανότερος πασάς από όλους όσους είχε στείλει η Υψηλή Πύλη γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση τών ραγιάδων. Ο Ρεσίτ πασάς, όπως επίσης λεγόταν ο Οθωμανός στρατηγός, παρατηρούσε τήν διαρκή πρόοδο τών ελληνικών στρατευμάτων στόν Πειραιά, τό Φάληρο καί τό Κερατσίνι καί επιχείρησε νέα προσπάθεια γιά νά διαλύσει τό βασικό στρατόπεδο τού Κερατσινίου, έχοντας κρύψει τό ιππικό του πίσω από τούς λόφους τής μονής Δαφνίου, τό οποίο θά κρατούσε γιά νά επιτεθεί τήν κατάλληλη στιγμή. Η μάχη έγινε στίς 21 Μαρτίου 1827 στό Δαφνί καί διεξήχθη σώμα μέ σώμα. Ο Κιουταχής διηύθυνε ο ίδιος τή μάχη καί οι Τουρκαλβανοί μή τολμώντας νά υποχωρήσουν, πολέμησαν μέ πείσμα. Από τήν πλευρά τών Ελλήνων ο Βασίλης Μπούσγος καί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης πού μάχονταν μέ τά σπαθιά στά χέρια, καί ο Χατζημιχάλης μέ τό ιππικό του, ήταν αυτοί πού επέδειξαν γενναιότητα καί αυτοθυσία. Τό κρυμμένο τουρκικό ιππικό πού εμφανίστηκε ξαφνικά υπερφαλάγγισε τό ελληνικό ιππικό καί ο Καραϊσκάκης βρέθηκε αποκομμένος από τή βάση του στό Κερατσίνι. Τελικά έπειτα από σκληρή μάχη, οι Έλληνες υποχώρησαν έχοντας απώλειες 19 νεκρούς, ανάμεσα στούς οποίους ήταν καί ο Σουλιώτης Βασίλης Δαγκλής. Ο τόπος διεξαγωγής τής μάχης ήταν ορατός από τούς αποκλεισμένους στήν Ακρόπολη, οι οποίοι αναθάρρησαν βλέποντας τίς προσπάθειες τών συμπατριωτών τους καί έστειλαν αγγελιοφόρο στόν Καραϊσκάκη μέ τό μήνυμα ότι μπορούν ακόμα δέκα ημέρες νά κρατήσουν τό κάστρο. Στόν Γενναίο Κολοκοτρώνη έκανε ιδιαίτερη εντύπωση “μία γυναίκα Οθωμανίδα όπου τήν είχε πάντοτε ο Καραϊσκάκης μέ ενδύματα ανδρικά καί μέ όπλα” καί η οποία μαχόταν στό πλευρό τού αρχιστράτηγου.
«Η αύξησις τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη ημέραν παρ’ ημέραν εγίνετο επαισθητοτέρα. Διάφορα πελοποννησιακά σώματα είχον ήδη φθάσει καί άλλα επεριμένοντο. Ο Καραϊσκάκης βοηθούμενος από τά χρήματα τά οποία έπεμψαν εις αυτόν οι εν Ερμιόνη πληρεξούσιοι, ενέπνευσε πολλήν προθυμίαν εις τούς στρατιώτας, τήν οποίαν έτι μάλλον ηύξησεν η είδησις τής εις τήν Ελλάδα αφίξεως τού λόρδου Κοχράνου. Όσον όμως η κατάστασις τού στρατοπέδου τούτου εφαίνετο ευχάριστος, τόσον ελεεινή επαρουσιάζετο η κατάστασις τών πολιορκουμένων. Επίτηδες απεσταλμένος από τήν Ακρόπολιν μέ γράμματα παρέστησεν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι άν εντός δεκαπέντε ημερών δέν γένη καμμία θεραπεία, τό φρούριον χάνεται. Ο Καραϊσκάκης απήντησεν αμέσως εις τούς πολιορκουμένους μέ τόν ίδιον απεσταλμένον των, ότι ένα καί μόνον σκοπόν έχει, τήν διάλυσιν τής πολιορκίας, καί ότι εις τούτο ενασχολείται μ’ όλας τάς δυνάμεις του. Επρόσθεσε δέ καί όσα ενόμισεν αρμόδια εις τήν περίστασιν διά νά εμψυχώση τούς πολιορκουμένους νά υπομείνωσι. Μετά τούτο εκάλεσεν αμέσως τούς αξιωματικούς τού στρατοπέδου καί τούς ανέγνωσε τάς επιστολάς τών πολιορκουμένων. Επρόβαλλε δέ ότι, επειδή η ανάγκη τής Ακροπόλεως παρουσιάζεται σημαντική, μ’ όλον ότι τά εκ Πελοποννήσου στρατεύματα δέν έφθασαν ακόμη όλα, νά δοκιμάσωσι μόνοι των οι εις τό στρατόπεδον ευρισκόμενοι νά λάβωσι κοινωνίαν μετά τών εις Φαληρέα Ελλήνων, διασχίζοντες εις τό μέσον τά εχθρικά στρατεύματα, διά νά δυνηθώσιν επομένως όλοι ομού νά προοδεύσωσιν οπωσούν πρός τόν Ελαιώνα (Χαϊδάρι).
Τό σχέδιον τούτο εγένετο δεκτόν απ’ όλους τούς αξιωματικούς, καί αμέσως ο Καραϊσκάκης επεχείρησε νά τό βάλη εις ενέργειαν. Διώρισε νά κατασκευασθώσι δύω οχυρώματα εις δύω ερείπια οικιών κειμένων πρός τόν Πειραιά, θέλων μέ τούτο νά ελευθερώση τόν λιμένα καί νά μήν έχη εκ τού πλησίον εμπόδια εις τάς επιχειρήσεις του, κατεσκεύασε δέ καί εκ δεξιών τού Μετοχίου ένα προμαχώνα, όπου ετοποθέτησε τριακοσίους στρατιώτας, διά νά γείνωσι δέ ταύτα συντομώτερον, επεστάτησε καί ο ίδιος καί συνειργάσθη μέ τούς στρατιώτας, ώστε τό πρωί ευρέθησαν έτοιμα καί καλώς διατεθειμένα.
Ο Κιουταχής ιδών τήν επομένην ημέραν τήν πρόοδον ταύτην τών Ελλήνων έκαμε κίνημα μέ δύω περίπου χιλιάδας πεζούς καί εξακοσίους ιππείς. Άφησεν εξ αυτών τριακοσίους εις μίαν εκκλησίαν καί μέ τούς λοιπούς διευθυνόμενος διά τού παραθαλασσίου τού λιμένος, ανέβη εις τήν παρακειμένην ράχην, σκοπόν έχων, φαίνεται, νά κατασκευάση επ’ αυτής οχυρώματα καί νά βάλη κανόνια εις τήν άκραν διά νά εμποδίση τήν είσπλευσιν τών πλοίων εις τόν κόλπον τού Κερατσινίου. Ταυτοχρόνως έστειλε καί χιλίους πεζούς καί πεντακοσίους ιππείς από τό μέρος τού Δαφνίου διά νά τοποθετηθώσιν εις τήν θέσιν τής Περαταριάς καί νά εμποδίσωσι τήν εκείθεν διάβασιν τών Ελλήνων, ώστε τό ελληνικόν στρατόπεδον αποκλεισθέν τοιουτοτρόπως καί στερηθέν τροφών ν’ αναγκασθή νά διαλυθή.
Διατάξας ταύτα ο Κιουταχής καί δώσας τάς αναγκαίας οδηγίας εις τά διάφορα σώματα, αυτός συνωδευμένος από εκατόν περίπου εκλεκτούς ιππείς εστέκετο αντικρύ τού Μετοχίου διά νά παρατηρή τά γινόμενα καί νά δίδη τήν αναγκαίαν συνδρομήν εις τά σώματα, όσα ήθελον πιασθή εις μάχην. Ο δέ Καραϊσκάκης απέστειλε πεντακοσίους πεζούς καί έως πεντήκοντα ιππείς διά ν’ αντιπαραταχθώσι κατά τών εις τήν ράχην εχθρών διώρισε δέ τούς εις τό Μετόχιον καί τούς περί αυτό προμαχώνας νά μένωσιν ήσυχοι εις τάς θέσεις των, εκτός εάν ίδωσι κινδυνεύοντας τούς μαχομένους, τότε δέ νά στείλωσι μικράν τινα δύναμιν μόνον. Επλησίασαν οι Έλληνες εις τούς περί τήν ράχην εχθρούς καί ήρχισαν τόν ακροβολισμόν, αλλ’ οι ιππείς τών Ελλήνων, οι οποίοι επροπορεύοντο τών πεζών, οπισθοδρομήσαντες ολίγον διά νά γεμίσωσι τά πυροβόλα των, έδωκαν καιρόν εις τούς Τούρκους νά εφορμήσωσιν, αντέστησαν όμως οι πεζοί καί τούς αντέκρουσαν. Εν τούτω τω μεταξύ ο Καραϊσκάκης λαβών έν σώμα πεζών διευθύνθη διά τού παραθαλασσίου κατά τών εχθρών, σκοπεύων νά επιπέση εις αυτούς από τά οπίσθια.
Μόλις επροχώρησεν ολίγον ο Καραϊσκάκης, καί οι Τούρκοι ιδόντες τόν κίνδυνον, εις τόν οποίον έμελλον νά εκτεθώσιν, ετράπησαν εις φυγήν. Οι μέν Τούρκοι λοιπόν έφευγον έχοντες εις τήν πλευράν των τήν θάλασσαν, οι δέ Έλληνες τούς κατεδίωκον διά τής πεδιάδος καί επιταχύνοντες τήν καταδίωξίν των ηνάγκασαν τούς μέν πεζούς νά καταφύγωσιν εις τόν πλησιέστερον προμαχώνα των, τούς δέ ιππείς νά συνέλθωσιν εις τό οχύρωμα όπου ήτον καί ο Κιουταχής. Ενώ δέ ούτοι έφευγον, τούς εκτύπησαν καί από τά ελληνικά οχυρώματα τά πλησιέστερα εις τήν διάβασιν των, φονεύσαντες τινάς τών ιππέων καί πληγώσαντες μερικούς. Ενώ δέ τινές τών Ελλήνων ενησχολούντο εις τό νά λαφυραγωγήσωσιν όσους εκ τών φονευθέντων έλαβαν εις τήν εξουσίαν των καί ήσαν διά τούτο εις αταξίαν, νομίσας αρμόδιον καιρόν ο Κιουταχής, εφορμά ο ίδιος μέ όλους τούς περί αυτόν ιππείς καί προλαμβάνει τούς Έλληνας έξω από τά οχυρώματά των.
Γίνεται λοιπόν συμπλοκή εκ τού πλησίον, ώστε τά τουφέκια αποκατέστησαν άχρηστα. Οι Έλληνες άν καί ήσαν πεζοί καί αντεμάχοντο μέ ιππείς καί εις τήν πεδιάδα, αντεστάθησαν όμως μέ γενναιότητα, ώστε οι εχθροί εβιάσθησαν ν’ αποσυρθώσιν οπίσω εις τάς θέσεις των καί τούτο υπήρξε τό τέλος ταύτης τής μάχης. Η ζημία αμφοτέρων τών μερών υπήρξεν ομοία σχεδόν, οι Έλληνες όμως έλαβον τήν υπεροχήν εις τόν αγώνα. Ο δέ Κιουταχής δέν απήλαυσεν άλλο εις τής ημέρας ταύτης τό κίνημα, ειμή τό νά οχυρώση τήν εκκλησίαν, όπου έστειλεν ικανάς τροφάς καί πολεμοφόδια. Οι εν τή Ακροπόλει ιδόντες τούς αγώνας τούτους ενεθαρρύνθησαν, καί τήν επομένην ημέραν αποστείλαντες πεζοδρόμον ανήγγειλαν εις τόν Καραϊσκάκην, ότι δύνανται ακόμη καί δέκα ημέρας περισσότερον ν’ ανθέξωσιν, όθεν ας μή βιασθώσιν, αλλ’ ας ενασχοληθώσι νά κάμωσι καλόν σχέδιον διά νά διαλυθή η πολιορκία τού φρουρίου.»
Δημήτριος Αινιάν – Βιογραφία Καραϊσκάκη (Μάχη Δαφνίου)
Πηγή http://users.sch.gr/