Κοινοποιείστε το άρθρο
5 Οκτωβρίου 1912: Η Ελλάδα «μπαίνει» στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ανάμεσα στους τέσσερις σύμμαχους βαλκανικούς λαούς (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) και τους Τούρκους ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1912. Αφορμή στάθηκε η πολιτική των Νεοτούρκων για τον εκτουρκισμό των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αντίδραση των προαναφερθέντων βαλκανικών κρατών, που συνέπηρξαν συμμαχία με σειρά συμφωνιών, με στόχο τον διαμοιρασμό των εδαφών της στον ευρωπαϊκό χώρο.
Λίγο καιρό μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων έγινε φανερό ότι κύριος στόχος τους ήταν ο πλήρης εκτουρκισμός του οθωμανικού κράτους, πράγμα που σήμαινε διώξεις σε βάρος των αλλοεθνών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή αναζωπύρωνε τα εθνικά αισθήματα των γειτονικών βαλκανικών λαών (Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι) που επιδίωκαν όχι μόνο την προστασία των ομοεθνών τους που διέμεναν στο οθωμανικό κράτος αλλά και την ενσωμάτωση των οθωμανικών εδαφών στα οποία αυτοί κατοικούσαν.
Τα πράγματα περιπλέκονταν λόγω και της ανάμειξης των Δυνάμεων. Η Γερμανία είχε διεισδύσει οικονομικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ιταλία, έχοντας και αυτή οικονομικά κίνητρα, επιτέθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1911, εναντίον της Λιβύης (οθωμανική κτήση), ενώ κατέλαβε τα υπό οθωμανική διοίκηση Δωδεκάνησα (Μάιος 1912). Επιπλέον, η Αυστροουγγαρία, η οποία είχε αναλάβει από το 1878 τη διοίκηση της οθωμανικής επαρχίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, προχώρησε, το 1908, σε πλήρη προσάρτηση αυτής της περιοχής. Όλα αυτά έπλητταν συμφέροντα των άλλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και αποκάλυπταν τις αδυναμίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Βενιζέλος ακολουθούσε, αρχικά, πολιτική κατευναστική απέναντι στις νεοτουρκικές προκλήσεις, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για πόλεμο. Καθώς, όμως, την άνοιξη του 1911 έκρινε ότι μια πολεμική σύγκρουση δεν ήταν μακριά, υιοθέτησε την τακτική της βαλκανικής συνεννόησης. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράφτηκαν, την άνοιξη του 1912, συνθήκες συμμαχίας ανάμεσα στη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.
Ο Α΄ βαλκανικός πόλεμος (Οκτώβριος 1912-Μάιος 1913)
Η ένοπλη σύρραξη ξεκίνησε όταν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι απαίτησαν από τον σουλτάνο να σέβεται τα δικαιώματα των χριστιανικών εθνοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις προς όφελός τους. Η απροθυμία του σουλτάνου να συζητήσει τέτοιου είδους ζητήματα στάθηκε η αφορμή του πολέμου. Αμέσως ξεκίνησε η σύγκρουση, που ονομάστηκε Α΄ βαλκανικός πόλεμος.
Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912, με επιθετικές ενέργειες προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Την ίδια ημέρα, ο Βουλγαρικός Στρατός κινήθηκε προς την Ανατολική Θράκη και ο Σερβικός προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι. Η Ελλάδα είχε φροντίσει έγκαιρα να οργανώσει και να εξοπλίσει τα στρατεύματά της, εκπαιδεύοντας τους στρατιώτες και παραγγέλλοντας νέα πυροβόλα, τουφέκια καθώς και πυρομαχικά.
Ο ελληνικός στρατός, που ενισχύθηκε με αρκετούς εθελοντές Έλληνες και Φιλέλληνες, με αρχιστράτηγο τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: προς την Ήπειρο και τη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας πολλές περιοχές. Με συντονισμένες και αιφνιδιαστικές κινήσεις τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη, ενώ μετά τη μάχη στο Σαραντάπορο μπήκαν στην Κοζάνη σε λιγότερο από μία εβδομάδα από την κήρυξη του πολέμου.
Τα σερβικά στρατεύματα κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι και προωθήθηκαν μέχρι το Δυρράχιο της (σημερινής) Αλβανίας. Παράλληλα, βουλγαρικές δυνάμεις έφτασαν σε μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και, αφού κατέλαβαν τη Δ. Θράκη και την Α. Μακεδονία, κατευθύνονταν στη Θεσσαλονίκη.
Μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από βουλγαρικές δυνάμεις, πράγμα που θα δημιουργούσε εξαιρετικά αρνητικά δεδομένα για την Ελλάδα, ο Βενιζέλος διέταξε,παρά τις αντιρρήσεις του διάδοχου, τον Κωνσταντίνο να κινηθεί ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης κρίθηκε σε αποφασιστική μάχη στα Γιαννιτσά (19-20 Οκτωβρίου 1912), η οποία έληξε με νίκη των Ελλήνων.
Το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου 1912 ελληνικός στρατός έμπαινε στην πόλη και τα τμήματα του ελληνικού στρατού έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό, ενώ αργά το βράδυ της της ίδιας ημέρας ο Οθωμανός διοικητής της πόλης Χασάν Ταχσίν Πασάς υπέγραψε το Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Πράγματι, και Κωνσταντίνου, Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ο βασιλιάς Γεώργιος. Στη συνέχεια και μετά από επίπονη πολιορκία καταλήφθηκαν τα Ιωάννινα (22 Φεβρουαρίου 1913) και εξασφαλίστηκε ο έλεγχος ολόκληρης της Ηπείρου.
Αλλά και στην περιοχή της Ηπείρου οι Έλληνες στρατιώτες απελευθέρωσαν σημαντικές πόλεις, όπως τα Ιωάννινα και προχώρησαν προς τη Βόρεια Ήπειρο. Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος, με επικεφαλής τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ανάγκασε τον τουρκικό στόλο να κλειστεί στα Στενά, κατάφερε να εμποδίσει τη μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία και έθεσε υπό τον έλεγχό του τα νησιά του Β. και Α. Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Λέσβος, Χίος, Λήμνος, Τένεδος, Ίμβρος, Σάμος, Ικαρία).
Το Ελληνικό Ναυτικό, αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Βαλκανικής Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο Στόλος, με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων (απόμαχοι του Μακεδονικού Αγώνα) και αγήματα πεζοναυτών τη Χαλκιδική (26 Οκτωβρίου) και το ένα μετά το άλλο τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς: Λήμνος και Θάσος (8 Οκτωβρίου), Ίμβρος, Τένεδος και Άγιος Ευστράτιος (18 Οκτωβρίου), Σαμοθράκη (19 Οκτωβρίου), Ψαρά (22 Οκτωβρίου), Λέσβος (7 Δεκεμβρίου), Χίος (21 Δεκεμβρίου), Σάμος (2 Μαρτίου 1913).
Με τις ιστορικές ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», το ελληνικό ναυτικό όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στις 18 Οκτωβρίου το τορπιλλοβόλο «Τ-11» ανατίναξε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέν», που απειλούσε με τα κανόνια του την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου το υποβρύχιο «Δελφίν» επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού «Μετζηδιέ», γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του ελληνικού ναυτικού ήταν η ποιοτική υπεροχή του έναντι του τουρκικού, η ναυτική παράδοση των πληρωμάτων του και η εμπνευσμένη ηγεσία του.
Επίσης στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά το ελληνικό αεροπορικό σμήνος, που συνέβαλε σοβαρά στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Οι Έλληνες πιλότοι ανέλαβαν και εκτέλεσαν σημαντικές αποστολές αναγνώρισης, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Στις 24 Ιανουαρίου 1913, ελληνικό υδροπλάνο με πλήρωμα τον υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση και τον σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια, κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια, συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.
Η συνθήκη του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913)
Ο Α΄ βαλκανικός πόλεμος τερματίστηκε και τυπικά με την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, ύστερα από μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, με την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά-βαλκανικά εδάφη της. Η Τουρκία είχε νικηθεί και αποχώρησε οριστικά από τα Βαλκάνια. Παραιτήθηκε επίσης από τα δικαιώματά της στην Κρήτη. Το μέλλον των νησιών του Β. και Α. Αιγαίου, της χερσονήσου του Αγίου Όρους και το καθεστώς της Αλβανίας, θα καθορίζονταν από τις Δυνάμεις. Λίγο αργότερα (29 Ιουλίου 1913) η Αλβανία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος. Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή και διοίκηση.
Η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου
Το κλίμα ευφορίας ήρθε να ταράξει η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου στη Θεσσαλονίκη. Yποστηρίχτηκε, δίχως, ωστόσο, να αποδειχθεί ποτέ, ότι πίσω από αυτή βρισκόταν η Γερμανία, που ήθελε την άνοδο στον θρόνο του γερμανόφιλου διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος λίγο αργότερα ανακηρύχθηκε βασιλιάς.
Η συνθήκη του Λονδίνου άφησε πολλές εκκρεμότητες. Αυτές αφορούσαν κυρίως τη Μακεδονία, που ελεγχόταν από τον ελληνικό στρατό, αλλά τμήματά της διεκδικούνταν τόσο από τη Βουλγαρία όσο και από τη Σερβία. Σε ατμόσφαιρα καχυποψίας, η Ελλάδα και η Σερβία συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της Βουλγαρίας. Πράγματι, στα μέσα Ιουνίου 1913, ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε ταυτόχρονα εναντίον τόσο των ελληνικών θέσεων όσο και των σερβικών. Ο Β΄ βαλκανικός πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Στη διάρκειά του, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε ολόκληρη την Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη, φτάνοντας ως την Αλεξανδρούπολη. Επιτυχίες σημείωσαν και οι Σέρβοι στη Δ. Μακεδονία. Παράλληλα, οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία, φτάνοντας τριάντα χιλιόμετρα από τη Σόφια, ενώ οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη στην Α. Θράκη. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου με ήττα της Βουλγαρίας.
Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία δόθηκε στην Ελλάδα ενώ οι Βούλγαροι κράτησαν τη Δυτική Θράκη. Η Βόρεια Ήπειρος, με την επιμονή των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρήθηκε στην Αλβανία, που τότε δημιουργήθηκε ως κράτος.
Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους το ελληνικό κράτος διπλασίασε σχεδόν την έκτασή του, περικλείοντας στα σύνορά του πολλές από τις αλύτρωτες περιοχές (Ήπειρο, Μακεδονία, Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου). Αλλά και ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε θεαματικά. Οι συντονισμένες προσπάθειες και η συνεργασία του πρωθυπουργού Βενιζέλου με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο είχαν καρποφορήσει.