Η αγάπη, ο έρωτας και τα Χριστούγεννα, “ανθίζουν” παντού!

0 comment
Κοινοποιείστε το άρθρο

Η αγάπη, ο έρωτας και τα Χριστούγεννα, “ανθίζουν” παντού!

Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος

 

Οδός Αθηνάς…
Κέντρο της πρωτεύουσας, κακόφημο μεν, μα φωτάκια, στολίδια κι ήχοι γιορτινοί ηχούν από παντού, ακόμη κι εκεί.
Σχεδόν μεσάνυχτα πρωτοχρονιάς…
Κάτι “παστρικές” στέκονται στην άκρη και κάνουν πεζοδρόμιο κι οι νταβατζήδες λίγο πιο πέρα, μέσα στα αυτοκίνητα να παρακολουθούν διακριτικά.
Να σου κι ο Μάκης!
Ένας τριαντάχρονος πτυχιούχος μαθηματικός, λεβεντόπαιδο, επαρχιώτης απ΄ το Αγρίνιο, που τα πρωινά δούλευε ντελίβερι σε ένα καφέ για κάτι ψίχουλα συν τα μπουρμπουάρ του.
Απλώνει κατάχαμα ένα λευκό σεντόνι και σκορπίζει επάνω του την πραμάτεια. Κάτι υαλοκαθαριστήρες, σφουγγάρια, καναδυό σαμπουάν αυτοκινήτων και την αξιοπρέπεια του, μα αυτήν δεν την πουλούσε!
Ο Μάκης δεν είχε νταβατζή ή μήπως είχε και δεν το ήξέρε; Μήπως νταβατζής του τελικά ήταν η ανάγκη του για επιβίωση;Όμως σε όλο αυτό το συνάφι ανθρώπων, δεν ήτανε ο μόνος που δεν είχε νταβατζή, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Υπήρχε και μια μικρή που εκδίδονταν, για τους ίδιους λόγους με τον Μάκη, για να επιβίωση, η Μαρία!Η Μαρία ήταν μια εικοδυάχρονη μικροκαμωμένη, με καστανά σγουρά μαλλιά, μεγάλα μάτια κι ένα χαμόγελο φως, που όταν σπάνια συνέβαινε, έβγαινε από τα βάθη την ψυχή της, κι εκείνη από την επαρχία, από κάπου βόρεια.Απόψε έκανε παγωνιά, πελάτες δεν υπήρχαν.
Κανείς απόψε δεν ήθελε να αγοράσει ούτε έρωτα, ούτε και μικροπράγματα αυτοκινήτου.– Σκατά απόψε, τσάμπα ξεπαγιάζουμε αδερφάκι μου, δεν περνάει ψυχή, τι ήρθες να κάνεις κι εσύ κι εγώ εδώ πέρα;
– Και που να πάω, τι να πάω να κάνω στο υπόγειο, της απάντησε.
– Κατάλαβα, δεν σε περιμένει κανένας στο σπίτι κι εσένα μαύρε μου.
– Ποτέ δεν με περίμενε κοπελιά, πάτερα δεν γνώρισα και την μάνα μου την έχασα όταν ήμουνα δέκα χρονών από την παλιαρρώστια.
– Κι εγώ την μάνα μου δεν την γνώρισα, χάθηκε στην γέννα και τον γέρο μου τον θάψαμε ένα χρόνο μετά, από τον καημό του, έσπασε η καρδιά του είπανε οι γιατροί.
Σχέση, σύντροφο δεν έχεις;
– Εγώ με το ζόρι τα φέρνω βόλτα μόνος μου, που να με πλησιάσει γυναίκα, τι να με κάνει;
Εσύ;
– Τι εγώ καρντάση μου, τρελάθηκες, ποιος θέλει να είναι με μια πουτάνα;Ξαφνικά τον διάλογο τους τον διέκοψαν οι ήχοι κι η λάμψη των βεγγαλικών!

– Χρόνια πολλά, καλή χρονιά λοιπόν, έτσι δεν λένε οι κανονικοί οι άνθρωποι όταν μπαίνει ο νέος χρόνος, του είπε η Μαρία, όταν πια κατέβασε το βλέμμα της από τον ουρανό.

– Κάνε μια ευχή, της είπε ο νεαρός!
– Εύχομαι του χρόνου τέτοια μέρα να μην είσαι εδώ, μακάρι του χρόνου τέτοια μέρα να μην είσαι μόνος σου, μακάρι να υπάρχει κάποια που θα σε περιμένει στο υπόγειο κι εσύ να είσαι εκεί μαζί της, του είπε.

Ο άντρας σάστισε, μούδιασε από αυτό που άκουσε κι ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό του, χαμήλωσε το κεφάλι του και βούρκωσε για λίγο σιωπηλά.

– Πρώτη φορά άνθρωπος εύχεται για μένα κι όχι για τον εαυτό του, πρώτη φορά κάποιος με βάζει στα μακάρι του, πρώτη φορά νιώθω ότι έχω σημασία.
Ωραία, αφού το πας έτσι λοιπόν, κι εγώ εύχομαι το ίδιο για σένα, της απάντησε ο Μάκης, όταν βρήκε τις ανάσες του από το σοκ.

-Επίσης οι κανονικοί άνθρωποι τέτοια μέρα φίλε μου ανταλλάσσουν δώρα, έτσι δεν είναι;
Κι εγώ έχω ένα δώρο για σένα, που νομίζω πως το έχεις τόση ανάγκη, όσο το έχω κι εγώ, του είπε ξανά η Μαρία.
Τον πλησίασε, τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, για να τον φτάσει, σχεδόν κρεμάστηκε από τον λαιμό του και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Ο Αγρινιώτης έσπασε!
Τώρα δεν ήταν βουρκωμένος, τώρα έκλεγε με αναφιλητά!
– Σε ευχαριστώ κοριτσάρα μου! Ήταν το πιο όμορφο δώρο που θα μπορούσα να πάρω, μου ζέστανες την ψυχή, είχα ξεχάσει πως είναι αυτό το συναίσθημα και μου το θύμησες, με έκανες να νιώσω κανονικός άνθρωπος.
Τι θα έλεγες Μαρία αν του χρόνου τέτοια μέρα είσαι εσύ μαζί μου στο υπόγειο;
Τι θα έλεγες αν σου ζητούσα να είσαι εσύ η οικογένεια μου κι εγώ η δική σου από απόψε και πέρα;

Τώρα ήταν η σειρά της Μαρίας να ξεσπάσει σε λυγμούς, όχι λυγμούς λύπης όμως, χαράς και συγκίνησης.

Γιατί τελικά φίλοι μου, υπάρχει κάτι πολύ μεγάλο που είναι ικανό να ανθίσει παντού, υπάρχει ένα συναίσθημα δώρο, που δεν το νοιάζει ο τόπος κι ο χρόνος, δεν το νοιάζει αν η φήμη κι η περιοχή που δημιουργείται είναι καλή ή κακή.
Σας μιλάω για το πιο σπουδαίο δώρο απ΄ όλα τόση ώρα σας, λέω για την ΑΓΑΠΗ!

 

 

Πηγη lovenmore.gr

Κοινοποιείστε το άρθρο

You may also like