Κοινοποιείστε το άρθρο
Έχεις ρευματοειδή αρθρίτιδα; πότε έχει νόημα να κάνεις θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα
Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι ένας τύπος βιολογικού φαρμάκου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, εάν άλλες θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές.
Ο σκύλος μου ο Μπέμπης από κάποια ηλικία και μετά (και μέχρι να φύγει από τη ζωή) είχε θέμα με τα αρθριτικά του. Ο κτηνίατρός του με είχε ενημερώσει πως υπήρχε ένας τρόπος για να βοηθηθεί, να μην νιώθει ενοχλήσεις ή πόνο και να μην περιορίζεται η κίνησή του: τα μονοκλωνικά αντισώματα. Τα οποία βοηθούν στα αρθριτικά, χωρίς να επηρεάζουν κάπως αλλιώς τον οργανισμό – και δεν μιλάω μόνο για τα σκυλιά.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα βοηθούν στη διαχείριση της φλεγμονής και τη βελτίωση της υγείας ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Συνθήκη με την οποία το 2019 ζούσαν 18.000.000 άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Περί το 70% ήταν γυναίκες, ενώ το 55% ήταν άνθρωποι ηλικίας άνω των 55 χρόνων.
Τι είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα
Πάντα κατά τον ΠΟΥ, πρόκειται για χρόνια ασθένεια που προκαλεί φλεγμονή σε όλο το σώμα (εμφανίζεται με οίδημα, ερυθρότητα και ευαισθησία) και συνήθως εκδηλώνεται με πόνο στις αρθρώσεις. Χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στις αρθρώσεις και τον περιβάλλοντα ιστό τους, και να οδηγήσει σε προβλήματα με την καρδιά, τους πνεύμονες ή το νευρικό σύστημα.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα διαταράσσει σημαντικά τη ζωή των ασθενών, εξαιτίας του πόνου, της περιορισμένης κίνησης, της μειωμένης λειτουργικότητας και της κόπωσης.
Ενώ η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια συστηματική αυτοάνοση νόσος που επηρεάζει πολλαπλά συστήματα του σώματος, προσβάλλονται συχνότερα οι αρθρώσεις των χεριών, των καρπών, των ποδιών, των αστραγάλων, των γονάτων, των ώμων και των αγκώνων.
Τα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν χρόνιο πόνο, δυσκαμψία, ευαισθησία, θερμότητα και πρήξιμο στις αρθρώσεις. Η ασθένεια μπορεί να δυσκολέψει την κίνηση και την εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων.
Δεν βοηθά πουθενά ότι τα αίτια παραμένουν άγνωστα. Ως παράγοντες κινδύνου έχουν προσδιοριστεί το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εάν διαγνωστούν έγκαιρα τα συμπτώματα, μπορούν να ελεγχθούν – και μαζί τους η εξέλιξη της νόσου. Αυτό συνέβαινε έως τώρα με φαρμακολογική θεραπεία (που μειώνει την ανοσολογική απόκριση) και αποκατάσταση με τη χρήση βοηθητικών προϊόντων. Σε σοβαρές βλάβες των αρθρώσεων, επιστρατεύονται οι χειρουργικές επεμβάσεις. Τώρα, έχουμε στη φαρέτρα μας και τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Τι είναι τα μονοκλωνικά αντισώματα
Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι ένας τύπος βιολογικού φαρμάκου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, εάν άλλες θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές. Πρόκειται για τύπο μορίων που παράγονται στο εργαστήριο και μπορούν να μιμηθούν την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμά επιβλαβή παθογόνα, όπως ιούς ή βακτήρια.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα έχουν χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιατρικές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας ορισμένων καρκίνων, αυτοάνοσων ασθενειών και μολυσματικών ασθενειών όπως ο COVID-19. Πέραν της στόχευσης και της συγκεκριμένης προσέγγισης, μειώνουν τις παρενέργειες σε σύγκριση με θεραπείες ευρέος φάσματος. Ως εκ τούτου, παίζουν ξεχωριστό ρόλο στις αναδυόμενες μολυσματικές ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχουν άλλες ειδικές θεραπείες.
Πώς λειτουργούν τα μονοκλωνικά αντισώματα
Κατ’ αρχάς, στο εργαστήριο προσδιορίζεται ο στόχος. Για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο μόριο που εμπλέκεται στην ασθένεια (συχνά μια πρωτεΐνη στην επιφάνεια ενός παθογόνου). Αυτά τα μόρια επιλέγονται επειδή συνήθως παίζουν κρίσιμο ρόλο στη λοίμωξη ή την ασθένεια που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του COVID-19, τα μονοκλωνικά αντισώματα σχεδιάστηκαν με στόχο την πρωτεΐνη ακίδας στην επιφάνεια του ιού SARS-CoV-2.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα παράγονται μέσω μιας πολύπλοκης διαδικασίας που ξεκινά με την ανοσοποίηση ζώων (συνήθως ποντικών) ή τη χρήση καλλιεργημένων ανθρώπινων κυττάρων που μπορούν να παράγουν αντισώματα. Αυτά τα ζώα ή τα κύτταρα εκτίθενται στο μόριο που έχει τεθεί ως στόχος και έτσι αρχίζει η παραγωγή ενός διαφορετικού συνόλου αντισωμάτων.
Από το ποικίλο σύνολο αντισωμάτων που παράγονται, οι επιστήμονες επιλέγουν το ένα (ή περισσότερα) που συνδέονται πιο ισχυρά και συγκεκριμένα με το μόριο-στόχο. Στη συνέχεια τα κλωνοποιούν, ώστε να δημιουργηθούν πανομοιότυπα αντίγραφα. Δηλαδή, τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Κατόπιν, αυτά παράγονται μαζικά σε βιοαντιδραστήρες, με τη χρήση εξειδικευμένων κυτταρικών σειρών ή οργανισμών (π.χ. κύτταρα ωοθηκών κινέζικου χάμστερ), ώστε να διασφαλιστεί η συνεπής και μεγάλης κλίμακας παροχή των μονοκλωνικών αντισωμάτων.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα χορηγούνται σε ασθενείς με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη συγκεκριμένη θεραπεία και τη νόσο – συχνά ως ενδοφλέβιες εγχύσεις ή ενέσεις. Μετά τη χορήγηση, μπαίνουν στην κυκλοφορία του αίματος και αναζητούν το μόριο που έχει τεθεί ως στόχος. Όταν το εντοπίσουν, συνδέονται μαζί του και μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία του. Στο πλαίσιο των μολυσματικών ασθενειών, αυτή η παρέμβαση μπορεί να εμποδίσει το παθογόνο να μολύνει ανθρώπινα κύτταρα. Κάτι που συμβαίνει στην περίπτωση εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης ακίδας ενός ιού.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος για την καταστροφή του στοχευόμενου παθογόνου ή των μολυσμένων κυττάρων. Έχουν την «ικανότητα» να εντοπίσουν το παθογόνο για καταστροφή από κύτταρα του ανοσοποιητικού (όπως τα μακροφάγα) ή να ενισχύσουν τη φυσική ανοσολογική απόκριση του σώματος.
Πηγη ow.gr